Ομάρ ***1/2**
Παλαιστίνη, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Χάνι Αμπού Ασάντ
Πρωταγωνιστούν: Άνταμ Μπακρί, Λιμ Λουμπάνι, Γουαλίντ Φ. Ζουάιτερ
Διάρκεια: 98’
Σε μια Παλαιστίνη χωρισμένη στα δύο, ο νεαρός Ομάρ ζει τη διπλή ζωή του. Ένας απλός καθημερινός ερωτευμένος άνθρωπος από τη μια, ένας μυστικός αντάρτης στο όνομα της πατρίδας του από την άλλη. Θέλει την πατρίδα του ελεύθερη και το χέρι της Νάντιας, μικρής αδερφής του μέντορά του, Τάρεκ. Οι αρχές θα τον συλλάβουν και για να μπορέσει να συνεχίσει να ονειρεύεται την επόμενη ημέρα, θα έρθει προ του διλήμματος: χαφιές της αντίστασης ή μαχητής μέχρι τέλους; Ο μίτος θα αρχίσει να αποκαλύπτει γεγονότα κρυμμένα, τα οποία θα αρχίσουν να δυσκολεύουν την απόφασή του, ενώ η ταμπέλα του προδότη κινδυνεύει να περαστεί γύρω από το λαιμό του.
Αναπάντεχα εκπλήσσει το Ομάρ του Παλαιστίνιου Χάνι Αμπού Ασάντ, αποδεικνύοντας τη δυνατότητα μιας ρημαγμένης γεωγραφικής περιοχής να παράγει φρέσκα πολιτιστικά προϊόντα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον σε παγκόσμιο επίπεδο. Με την ταιριαστά γρήγορη σκηνοθεσία, τους εξαιρετικούς φωτισμούς, το αλαφροϊσκιωτο κατά τόπους χιούμορ και την τοποθέτηση της ψυχής στο κέντρο του προβληματισμού του, αποτελεί ένα έντονο και καθόλου πληκτικό κατόρθωμα που κατατάσσεται στο χώρο του κοινωνικού φιλμ με προεκτάσεις κατασκοπευτικού θρίλερ. Παρακολουθεί μια κατάσταση όπου αδερφός φοβάται αδερφό σαν μια καλή αρχή για να ξεκινήσει να στοχάζεται πάνω στη διαφορά μεταξύ της συνολικής και της ατομικής ελευθερίας.
Η βία αντιμετωπίζεται όχι ως λύση, μα ως προϊόν-εξάμβλωμα που δε σταματά ποτέ άπαξ και ξεκινήσει. Καταγγέλλει τον άδικο χωρισμό μιας χώρας στα δύο και, εμμέσως, τη βία από μεριάς των όσων προσπαθούν με φανατισμό και χωρίς περαιτέρω σκέψη να αποτινάξουν από πάνω τους το ζυγό. Υψώνει μια κραυγή αγανάκτησης για τους αδικοχαμένους όλου αυτού του παραλογισμού, που, αν δεν υπήρχε, τα οποιαδήποτε διαπροσωπικά προβλήματα θα μπορούσαν ενδεχομένως να λυθούν με άλλους τρόπους. Σπαράζει για όσους επιθυμούν μια απλή καθημερινή ζωή μα είναι εξαναγκασμένοι να τη στερούνται και περιφρονεί την κάθε μορφή προδοσίας, είτε «υποχρεωτικής» είτε ηθελημένης.
Θυμίζοντας ένα φτωχό μα τίμιο ξάδερφο του Φαραντί, όπως θα ήταν αυτός αν σκηνοθετούσε ταινίες δράσης, ο Ασάντ σεναριογραφεί με σοβαρότητα και κάνει αξιοσημείωτο ντεκουπάζ. Αδύνατο να βαρεθεί κανείς όταν η οποιαδήποτε φανφάρα αποφεύγεται και μένουμε με το ψαχνό σχεδόν αμόλυντο. Σχεδόν, επειδή μια κοιλιά μελοδραματισμού πραγματοποιείται προς το τέλος, η οποία επιβαρύνει –στιγμιαία- τη συνολική παρουσίαση. Αλλά σε σχέση με ό, τι έχει προηγηθεί και ό, τι ακολουθεί, είναι μια ποσότητα αμελητέα, που δε μπορεί να ειδωθεί ως πραγματικό ελάττωμα από τη στιγμή που προσπαθεί να καταδείξει την επήρεια όλων αυτών των κοινωνικών «καρκινωμάτων» που κάνουν την ευγένεια να περνά σε δεύτερη μοίρα. Θριαμβευτής μέσα από αυτή τη διαδικασία παραμένει ο επιμένων στα ιδανικά του, και αυτό δεν το λέει κανένας δυτικός εκ του ασφαλούς, μην ξεχνιόμαστε.
Σε καμία περίπτωση δεν αγγίζει τη γκράντε αισθητική ή την ιδιαιτερότητα του Φαραντί, μην ξεγελιόμαστε. Μα ο σκοπός του είναι η αμεσότητα, το μήνυμα, όχι τα τριγύρω. Και, τελικά, καμιά φορά σκέτος ο ήχος του ποδοβολητού σε μια σκηνή καταδίωξης μπορεί να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα ιλίγγου και λαχανιάσματος, όχι το τάδε και το δείνα μπιτάκι αναμεμειγμένο με τη βοή του πλήθους.