Το 2008 ένα μικρό βιβλίο 89 σελίδων με περίεργο εξώφυλλο -μια ηλικιωμένη που μας κοιτούσε χαμογελώντας μπροστά από φυτά μπαλκονιού- κυκλοφόρησε.
Το βιβλίο είχε επίσης ένα περίεργο τίτλο «Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα». Έτσι μας συστήθηκε για πρώτη φορά ο Πάνος Τσίρος.
Το βιβλίο ακούστηκε πολύ από στόμα σε στόμα ως μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση γραφής που καταφέρνει να περικλείει χρησιμοποιώντας απλή, ρεαλιστική γλώσσα ένα σύμπαν με μεταφυσικά στοιχεία.
Το 2013 ο Τσίρος έβγαλε το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Δεν είν’ έτσι;». Το μεταφυσικό στοιχείο δεν ήταν πια παρόν, η γλώσσα γινόταν ακόμη πιο λιτή, αλλά κάτι απειλητικό κινούταν κάτι από τις λέξεις στις ιστορίες του Τσίρου. Κάτι που σε έκανε να αναρωτιέσαι «Πώς είναι;».
Ακολούθησε μια επανέκδοση της Κένσορα και πριν λίγες μέρες η τρίτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Η μοναξιά των σκύλων» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη.
Καθόμαστε για τη συνέντευξη, του λέω πώς τα κατάφερε κι έκανε τη γλώσσα των ιστοριών του ακόμη πιο προφορική αλλά ταυτόχρονα τόσο φροντισμένη και σωστή.
Μου απαντάει ότι πριν λίγο καιρό του είπε ένας φίλος ότι δεν έχει στιλ με την έννοια της πόζας, ότι αφαιρεί οτιδήποτε που θα μπορούσε να του προσάψει τέτοια χαρακτηριστικά και αφηγείται το γεγονός όπως συνέβη. «Χαίρομαι γιατί εγώ αυτό προσπαθούσα να κάνω», μου εξηγεί.
Γιατί το προσπαθούσες; Κατ’αρχάς δεν είχα ιδιαίτερη σχέση με τη λογοτεχνία από νεαρή ηλικία, εννοώ ότι δεν προσπαθούσα να γράψω από μικρός. Είχα, όμως, σχέση με την αφήγηση. Όταν τα καλοκαίρια πήγαινα στο χωριό, στην Άνω Καστανιά Λακωνίας, με τον πατέρα μου, μου άρεσε ο τρόπος που μιλούσαν οι ηλικιωμένοι. Είχαν την συνήθεια όταν επισκέπτονταν ο ένας τον άλλον να λένε ιστορίες, κάθονταν μια ώρα και μπορεί για σαράντα λεπτά να μιλούσαν για το τι συνέβη στον έναν ή στον άλλον. Θυμάμαι ότι μου άρεσε πάρα πολύ να τους ακούω γιατί είχαν μια ικανότητα να αφηγούνται το περιστατικό με έναν τρόπο εντελώς λιτό. Προφανώς αυτό δεν το έκαναν συνειδητά, νομίζω ότι ήταν κατά κάποιο βιωματικό πια από γενιά σε γενιά. Και όλοι είχαν έναν κοινό τρόπο, δεν ξεχώριζες κάποιο ιδιαίτερο στιλ στον καθένα τους.
Αυτό σε επηρέασε; Πάρα πολύ. Εγώ, αρχικά τουλάχιστον, ήθελα να αφηγούμαι και όχι να γράφω. Μου άρεσε να ακούω στις παρέες ιστορίες και να λέω κι εγώ. Εάν βγαίναμε ένα βράδυ και δεν ακούγονταν καλές ιστορίες λέγαμε ότι δεν περάσαμε καλά. Κάποια στιγμή, μου είπε κάποιος για τις ιστορίες που έλεγα «ρε συ, αυτές είναι πολύ καλές. Γιατί δεν κάθεσαι να τις γράψεις; Και σκέφτηκα «γιατί όχι; μπορεί να γίνουμε και συγγραφείς». Ακόμη κι αυτό το κάπως ψωνίστικο πέρασε από το μυαλό μου. Ήμουν γύρω στα 32. Τότε άρχισα να γράφω τα διηγήματα της «Κένσορα». Τότε βέβαια κατάλαβα πόσο απαιτητική είναι η μετάβαση από το προφορικό στο γραπτό. Ο γραπτός λόγος έχει άλλους κανόνες που έπρεπε να μάθω αλλά τήρησα την αρχική μου στάση δηλαδή το να αφηγούμαι απλά, λιτά, χωρίς να κουράζεται ο άλλος. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι όταν αφηγούμαι να μην φαίνομαι εγώ αλλά μόνο η ιστορία. Όπως έκαναν κι αυτοί οι άνθρωποι στο χωριό. Ξεχνούσες ποιος σου μίλαγε και άκουγες μόνο την ιστορία.Πέρα από το ότι θέλω να «εξαφανίζομαι» εγώ ως δημιουργός θέλω το κείμενο να είναι ένα κομμάτι πραγματικού κόσμου. Ακόμη και φανταστική λογοτεχνία κι αν προκύψει θέλω να υπάρχει ρεαλισμός. Ακόμη κι αν προκύψει μια διαστρεβλωμένη κατάσταση θέλω να αποτελείται από ψηφίδες ρεαλισμού.
«Η αλήθεια είναι ότι έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα η πραγματικότητα έχει γίνει τέχνη, τι τέχνη να κάνουμε εμείς, τι παραπάνω να προσθέσουμε;»
Στη συλλογή σου «Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα» υπήρχε το φανταστικό στοιχείο ως αναπόσπαστο μέρος μιας ρεαλιστικής πραγματικότητας, σαν μέσα από τις ιστορίες σου να βλέπαμε ένα κομμάτι της εικόνας που δεν μπορούμε να δούμε με τις αισθήσεις μας. Στις επόμενες συλλογές σου, αφαίρεσες αυτό το στοιχείο. Γιατί; Το μεταφυσικό στοιχείο εκεί υπήρχε περισσότερο ως κατάληξη. Ήταν κάτι σαν παιχνίδι. Δεν μου αρέσει η πραγματικότητα και σαν παιδί κάνω ένα ταχυδακτυλουργικό για να την αλλάξω. Το εγκατέλειψα όμως, στα επόμενα διηγήματα, γιατί τελικά μέσα στο πραγματικό έβλεπα το μεταφυσικό χωρίς να το επινοήσω εγώ. Ειδικά στην Ελλάδα της κρίσης, συμβαίνουν απίστευτα πράγματα. Τι να προσθέσεις; Μερικές φορές μου λένε «Δεν μου αρέσει η λογοτεχνία, προτιμώ την πραγματικότητα». Η αλήθεια είναι ότι έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα η πραγματικότητα έχει γίνει τέχνη, τι τέχνη να κάνουμε εμείς, τι παραπάνω να προσθέσουμε;
Στη «Μοναξιά των Σκύλων» όλες οι ιστορίες είναι αληθινές; Όλες έχουν μια αυτοβιογραφική βάση, όλες τις έχω ζήσει κατά κάποιο τρόπο ή μου τις έχουν πει. Το θέμα είναι ότι επεμβαίνω και αλλάζω κάποια πράγματα. Η λογοτεχνία μπορεί να είναι και μια διόρθωση ή μια αναδιάταξη, με τον τρόπο που εσύ θέλεις, της πραγματικότητας. Εγώ γράφω γιατί συμβαίνει κάτι που μου κάνει τρομερή εντύπωση, θέλω να το καταγράψω αλλά θέλω και λίγο να το διορθώσω, να προτείνω τη δική μου εκδοχή.
Τι σε κινητοποιεί σε μια ιστορία για να κάτσεις να τη γράψεις; Τα πρόσωπα των ιστοριών προσπαθούν να ζήσουν μια καθημερινή, ας την πούμε έτσι, ζωή με κάποια ισορροπία αλλά για κάποιο λόγο φτάνουν σε αδιέξοδο, χτυπούν σε τοίχο, ζουν ένα λαβύρινθο από όπου δεν μπορούν να βγουν. Αυτό που θέλω να επικοινωνήσω στον κόσμο είναι: μην κάνετε τα πράγματα πιο δύσκολα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Αισθάνομαι μεγάλη κατανόηση γι’ αυτούς.
Γιατί; Ίσως είμαι ένας από αυτούς. Έχει ειπωθεί ξανά ότι μέσα από τις ιστορίες που γράφει ένας συγγραφέας τελικά αναδύεται το πρόσωπο του ίδιου. Ως συγγραφέας είχα την τάση να προσπαθώ να οργανώσω ένα κομμάτι της πραγματικότητας ως ιστορία. Όσο περνάει ο καιρός βλέπω ότι το σχέδιο μου είναι φτωχό, απλοϊκό και ότι η ίδια η πραγματικότητα έχει καλύτερη, ανώτερη οργάνωση.
Έτσι που μου το περιγράφεις είναι λες και η πραγματικότητα είναι ένα οργανικό ον. Ναι, υπάρχει κάποιο σχέδιο εκεί οπότε εσύ αν πας να επιβάλεις το δικό σου θα σε πετάξει εκτός. Τι προσπαθώ λοιπόν; Να το πλησιάζω και να το περιγράφω όπως είναι με απώτερο στόχο να χαθεί η δική μου θέση και να μείνει μόνο αυτό που συμβαίνει γύρω μου. Εδώ υπάρχει ένας κίνδυνος: να μη συμβαίνει τίποτα.
Στις περισσότερες ιστορίες από τη «Μοναξιά των σκύλων» γυρνάς σελίδα και μετά συνειδητοποιείς ότι η ιστορία τελείωσε, τόσο μετέωρο είναι το τέλος που δίνεις. Βρισκόμαστε λίγο σε μια δικτατορία που λέει «Πρέπει να σε εντυπωσιάσω στο τέλος». Η γνώμη μου είναι ότι η ζωή δεν έχει τέλος, ούτε κόβεται σε κομμάτια, ούτε ενδιαφέρεται για τα σχέδια μας. Η ζωή είναι μια κατάσταση που συνεχώς προχωράει. Δεν έχει αρχή, μέση και τέλος. Εμείς αποφασίζουμε όταν αφηγούμαστε ένα περιστατικό να ξεκινήσουμε από ένα σημείο, να διανύσουμε μια πορεία και να φτάσουμε σε ένα συμβατικό τέλος. Ούτως ή άλλως κάθε τέλος είναι αυθαίρετο.
Γιατί οι άνθρωποι των ιστοριών σου πέφτουν σε τοίχο; Γιατί δεν βρίσκουν λύση; Πιστεύω ότι μπορεί να συμβεί στον καθένα. Υπάρχει, όμως, μια γενικότερη προσπάθεια να επιλυθούν τα πάντα για να οδηγηθούμε σε μια κατάσταση υγείας και ισορροπίας. Δεν χρειάζεται να τα επιλύσουμε όλα. Πάντα η ανθρώπινη φύση θα έχει αντιφάσεις και συγκρούσεις και πάντα η τελική μας έκβαση είναι ο θάνατος. Η ζωή είναι μια μαθητεία θανάτου. Μαθαίνεις το πώς. Κι εγώ προσπαθώ να επιλύσω προβλήματα, όλοι μας. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι δεν επιλύονται όλα, μερικά προβλήματα μένουν για πάντα και πρέπει να ζεις με αυτά και ο καθένας πρέπει να βρίσκει τον δικό του δρόμο ανάμεσα στα πράγματα. Υπάρχει πόνος, το ξέρουμε. Εάν δεν αντέχεις, ζητάς βοήθεια. Αν μπορείς να ζεις παράλληλα με αυτό, αν μπορείς να ζεις χωρίς να σε τρώει γιατί όχι; Μάθε να ζεις. Έτσι είναι τα πράγματα. Αυτό λέω και για τους ήρωες των ιστοριών μου. Άσε τους να ζήσουν όπως νομίζουν. Αν ζητήσουν βοήθεια τους τη δίνεις, μην πας, όμως, να τους κάνεις σαν κι εσένα ή σαν ένα ανθρωπότυπο που εσύ αποδέχεσαι.
Διδάσκεις λογοτεχνία σε παιδιά λυκείου. Πώς αντιλαμβάνεται την έννοια της λογοτεχνίας η γενιά που πια δεν ακούει αφηγήσεις ηλικιωμένων στο χωριό αλλά ζει την 4η βιομηχανική επανάσταση; Αυτό που βλέπω είναι ότι αυτά τα παιδιά είναι σκληρά εργαζόμενοι. Έχει συμπυκνωθεί ο χρόνος τους και κάνουν εκατοντάδες πράγματα τη μέρα. Επιπλέον οι πληροφορίες που λαμβάνουν είναι πάρα, πάρα πολλές και τους έρχονται σε αποσπάσματα. Δεν τις λες αφηγήσεις πια, καθώς μια είδηση μπορεί να είναι μια πρόταση, κάποιες φορές μια ελλειπτική πρόταση. Υπάρχει κατακερματισμός της πραγματικότητας σε πολύ μικρές ψηφίδες, χωρίς αφήγηση. Παρατηρώ όμως ότι η ανάγκη να ακούσεις μια καλή αφήγηση, υπάρχει και στην τωρινή γενιά. Τους διάβασα ένα μικρό απόσπασμα από τη «Δίκη» του Κάφκα, που λέγεται «Μπροστά στον Νόμο». Όταν τελείωσα έγινε πανικός, τους τάραξε πολύ. Η ανάγκη να ακούμε καλές ιστορίες που μας «πάνε» κάπου υπάρχει πάντα.
Γιατί υπάρχει αυτή η ανάγκη; Σιγά μην καταφέρω να σου απαντήσω. Τα μικρά παιδιά γιατί θέλουν να ακούν ιστορίες; Θυμάμαι μια φορά διάβαζα στην κόρη μου την ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Ξέρεις, που πάει ο Ορφέας στον Άδη να την πάρει πίσω μαζί του με τον όρο να μην γυρίσει να την κοιτάξει. Αφηγούμαι λοιπόν την ιστορία στην μικρή και πριν φτάσω στο τέλος με ρωτάει «Και γύρισε;». Τι να πω; Το έχουμε μέσα μας, από μικρή ηλικία. Δε λέω ότι η λογοτεχνία θα σώσει τον κόσμο. Ίσως όμως, η δυνατότητα να μοιραστούμε με λέξεις μια ιστορία, μας ηρεμεί.