Λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Νίκολας Έρφ (25χρονος απόφοιτος βρετανικού πανεπιστημίου), αναζητώντας μια διέξοδο για το αβέβαιο μέλλον του, αναλαμβάνει τη θέση του καθηγητή αγγλικών σε ένα ιδιωτικό σχολείο αρρένων στο μικρό, ελληνικό νησί της Φράξου. Γνωρίζει ότι η ζωή στο απομονωμένο μέρος δεν θα του ταιριάζει, αλλά το αντιμετωπίζει και ως ευκαιρία να απομακρυνθεί από την Άλισον, με την οποία διατηρεί δεσμό για μικρό διάστημα.
Στη Φράξο, η ζωή είναι ανιαρή, ώσπου θα βρεθεί στη βίλα του πλούσιου κου Κόγχι, στο Μπουράνι, την απομακρυσμένη μεριά του νησιού. Τα πάντα στη βίλα περιβάλλονται από άχλη μυστηρίου: ο Κόγχις επιδεικνύει την μόρφωσή και τα πλούτη του, αλλά μιλάει με υπαινιγμούς για τη ζωή του και ισχυρίζεται ότι διαθέτει ξεχωριστές δυνάμεις, όπως η επικοινωνία με την, από χρόνια χαμένη, αγαπημένη του, την Λούσυ, η οποία περιφέρεται ως νυχτερινή οπτασία στο σπίτι. Ο Ερφ δεν πείθεται, αλλά τον συναρπάζει η υπόθεση και επιστρέφει το επόμενο Σαββατοκύριακο, όταν και έρχεται κοντά με την Τζούλη (η οποία υποδύθηκε την Λούσυ στην πρώτη επίσκεψή του). Η Τζούλη του λέει ότι είναι ηθοποιός που ακολουθεί τις οδηγίες του Κόγχι σε ένα ιδιόρρυθμο θεατρικό που την κρατά εντός των ορίων της βίλας, ενώ ο Κόγχις του λέει ότι πρόκειται για τη σχιζοφρενή ανηψιά του, την οποία προσπαθεί να γιατρέψει μέσω του θεατρικού παιχνιδιού και του ζητά να τον βοηθήσει.
Καθώς ο Ερφ ερωτεύεται την Τζούλη, γίνεται όλο πιο δύσκολο για αυτόν να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από το ψέμα, ειδικά όταν συνειδητοποιεί ότι η Τζούλη έχει μια δίδυμη αδερφή, η οποία συμμετέχει στην ιστορία. Αποφασίζει να συναντήσει την Άλισον στην Αθήνα για λίγες μέρες για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, όμως καταλήγει σε μια τρομερή σκηνή από την πλευρά της απογοητευμένης και ερωτευμένης κοπέλας.
Επιστρέφοντας στη Φράξο, ο Ερφ πέφτει βαθύτερα στα δίχτυα της περιπέτειας του Μπουρανίου, η οποία ολοένα γίνεται και πιο ακατανόητη. Κάθε φορά που πιστεύει ότι έχει καταλάβει τι συμβαίνει, βρίσκεται προ εκπλήξεως. Τόσο ο Κόγχις όσο και οι δίδυμες τον τραβούν στο παιχνίδι που ολοένα γίνεται πιο μυστήριο, αλλά μοιάζει να τον αφορα όλο και περισσότερο. Ώσπου, η αποκάλυψη της «αλήθειας» από τους συμμετέχοντες, αντί να λύσει τις απορίες του, θα αφήσει τον Ερφ σε μια απελπισμένη άγνοια. Το ταξίδι του θα συνεχιστεί στην Αθήνα και το Λονδίνο, όπου αναζητά απαντήσεις, τις οποίες όμως δυσκολεύεται πολύ να πάρει και κυρίως, να κατανοήσει.
Ο «Μάγος» είναι το γνωστότερο βιβλίο του Τζον Φώουλς και, μισό αιώνα μετά την κυκλοφορία του, διατηρεί την δημοφιλία του, ιδίως στις νεαρές ηλικίες. Ήταν το πρώτο βιβλίο με το οποίο καταπιάστηκε (στα μέσα της δεκαετίας του 1950), αλλά η συγγραφή του δεν ολοκληρώθηκε πριν το 1964 και αφού, ως τότε, ο «Συλλέκτης» είχε φέρει την επιτυχία στον συγγραφέα. Αναγνωρίζοντας τα ελαττώματά του πρωτόλειου κειμένου, ο Φώουλς ξαναέγραψε το βιβλίο τη δεκαετία του εβδομήντα. Αυτή η εκδοχή του παρουσιάζεται εδώ.
Αυτό το ογκωδέστατο (περί τις 800 σελίδες) «μυθιστότημα εφηβείας γραμμένο από έναν καθυστερημένο έφηβο» είναι ο συγκερασμός μιας περιπέτειας μυστηρίου με μια ιστορία αργοπορημένης ενηλικίωσης. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει την ισχυρή επιρροή του Γιουνγκ και βιβλίων όπως ο «Μεγάλος Μώλν» του Αλαίν Φουρνιέ, οι «Μεγάλες Προσδοκίες» του Ντίκενς και ο «Μπήβις» του Ρίτσαρντ Τζέφρις.
Το κείμενο λειτουργεί σαν δίνη, βάζοντας τον αναγνώστη ολοένα πιο βαθιά στο ομιχλώδες μονοπάτι του πρωταγωνιστή, ο οποίος παλεύει να βγάλει άκρη με την ιστορία, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Κάθε σελίδα είναι αναπάντεχη, τα επεισόδια διαδέχονται το ένα το άλλο με εντατικό ρυθμό. Ο Φώουλς επιλέγει να διατηρεί την κατάσταση διαρκώς σε αμφιβολία, βαραίνοντας το κείμενο με ηθελημένη ένταση και απίθανη πολυπλοκότητα. Ταυτόχρονα, θέτει πολλά ερωτήματα (φιλοσοφικά, θεολογικά, υπαρξιακά), στα οποία δεν απαντάει. Τίποτα δεν είναι οριστικό, τίποτα δεν είναι αυτό που δείχνει. Σύμφωνα με τον Φώουλς, «αν ο “Μάγος” έχει κάποια “πραγματική έννοια”, δεν είναι άλλη από εκείνη του τέστ Ρόρσαχ, στην ψυχολογία. Η έννοια του είναι οποιαδήποτε αντίδραση προκαλεί στον αναγνώστη και, σε ό,τι με αφορά, δεν υπάρχει “δεδομένη” αντίδραση”. Ο «Μάγος» βρίθει από αναφορές σε μεγάλα κείμενα (T.S. Eliot, Auden, Pound, Marlowe, Shakespeare, Έξοδος, Απόκρυφα, Ντε Σαντ), ενώ το ύφος προσπαθεί να συγκεράσει τον Λώρενς και τον Κάφκα.
Για τον Έλληνα αναγνώστη, ο «Μάγος» έχει την επιπλέον γοητεία της καταγραφής της μεταπολεμικής (αλλά και της κατοχικής) Ελλάδας. Χρησιμοποιώντας την προσωπική του εμπειρία ως δασκάλου στις Σπέτσες (που είναι η Φράξος του βιβλίου) στο διάστημα 1951-52, ο Φώουλς τοποθετεί τη δράση σε διάφορες περιοχές (Αθήνα, Πειραιάς, Αράχωβα, Μονεμβασιά, Ναύπλιο), περιγράφοντας τους κατοίκους και το τοπίο μιας χώρας που (εκτός της Αθήνας) ζει σε άλλον αιώνα από την Αγγλία. Ο Φώουλς αγαπάει την Ελλάδα με το αρχαιολατρικό πάθος του μορφωμένου αναγνώστη που πια στις μέρες μας έχει εκλείψει.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείον Της «Εστίας».