Γιώργος Χριστιανάκης, από τον Ρεμπώ στις Τρύπες κι ακόμη παραπέρα

Η πρώτη φορά που θυμάμαι να πέφτω πάνω στο όνομα του Γιώργου Χριστιανάκη, όταν άκουσα το «Χάρτινο Τσίρκο» που άνοιγε το Κεφάλι Γεμάτο Χρυσάφι και – όπως συνηθιζόταν κάποτε – διάβασα τα liner notes («Στην εισαγωγή του Χάρτινου Τσίρκου ακούγονται τα πλήκτρα του Γιώργου Χριστιανάκη και η φωνούλα της Ιζαμπέλας Ζαμπέτα»), στην πραγματικότητα δεν ήταν η πρώτη φορά που έπεφτα πάνω στο όνομα του, δηλαδή δεν μπορεί να ήταν η πρώτη φορά, γιατί μέχρι το 1996, οπότε και οι Τρύπες κυκλοφόρησαν τον καλύτερο μέχρι τότε δίσκο τους, είχα ακούσει ξανά και ξανά και ξανά το Υπέροχο Τίποτα (τον δίσκο που ο Αγγελάκας και ο Καρράς με τον Χριστιανάκη στην παραγωγή είχαν κυκλοφορήσει λίγο πριν ή λίγο μετά τα Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια), προσπαθώντας να καταλάβω πρώτα και κύρια ποιος ήταν ο άνδρας που ο Αγγελάκας είδε να πέφτει, να πέφτει, όμως δεν πρόλαβε να κάνει ευχή, και κατόπιν αν ήταν άλλος άντρας ή ο ίδιος με τον προηγούμενο, εκείνος που δεν ήξερε καμιά ιστορία κι όλο έλεγε ξέρω πολλές ιστορίες, και όλα αυτά ενώ πάνω κάτω την ίδια περίοδο ξεχώριζα ως εσαεί αγαπημένο μου ποίημα από τον Αγγελάκα (και από τα πιο αγαπημένα μου γενικώς) αυτό που υπήρχε στην πρώτη του συλλογή (Σάλια, μισόλογα και τρύπιοι στίχοι) και πάει κάπως έτσι:

Αληθινό είναι ότι σπαταλιέται δίχως εμφανείς λόγους. Ότι εκσφενδονίζεται στο μηδέν δίχως ουρές και ίχνη. Ότι υπάρχει από σύμπτωση δίχως να καυχιέται γι’ αυτό, δίχως να νοιάζεται αν θα μπορεί για πάντα να μη καυχιέται γι’ αυτό.

Δύο χρόνια αργότερα έπεσα για πρώτη φορά πάνω και στη φάτσα του Χριστιανάκη, ενώ άκουγα το Μέσα στη Νύχτα των Άλλων, τον τελευταίο δίσκο που έβγαλαν ποτέ οι Τρύπες που ήταν και ο καλύτερος που είχαν βγάλει ποτέ (γιατί αυτό ήταν το μαγικό με αυτό το συγκρότημα, κάθε επόμενος δίσκος τους ήταν δύο τουλάχιστον κλάσεις ανώτερος από τον προηγούμενο ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε όλοι όσοι τους ακούγαμε σε πραγματικό χρόνο και η ηλικία μας αλλά και όσα αυτή συνεπαγόταν τότε μας επέτρεπε να νομίζουμε ότι αυτό που ακούγαμε στο σπίτι και βλέπαμε στις συναυλίες τους ήταν κάτι πολύ πιο σημαντικό από τους Gang of Four και πολύ πιο πρωτοποριακό από τον Στοκχάουζεν, που λέει ο λόγος, πολύ πριν μάθουμε ποιοι πραγματικά ήταν οι Gang of Four και τι εστί Στοκχάουζεν, όπως μου είπε πρόσφατα ένας από τους τρεις-τέσσερις καλύτερους Έλληνες μουσικογραφιάδες).

Ο Χριστιανάκης, ως υπευθυνος επί των samples, του πιάνου και του προγραμματισμού, ήταν ο δεύτερος από αριστερά στη μεγάλη φωτογραφία του booklet στην οποία απεικονίζονταν οι συμμετέχοντες στο δίσκο, χωρίς ίχνος ιεραρχίας (επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά την ισοτιμία όλων των μελών της Σκηνής, λίγο πριν αυτή και η μπάντα που την χαρακτήρισε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, τουλάχιστον φαινομενικά μιας και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, υπό τη σκέπη της All Together Now, οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκουν τρόπους να δουλεύουν μαζί ακόμη και σήμερα), από τη βασική πεντάδα της μπάντας μέχρι όλους όσους λιγότερο ή περισσότερο βοήθησαν στις ηχογραφήσεις, μέχρι τον αγνώστων λοιπών στοιχείων Τεο (θα περνούσε καιρός μέχρι να μάθω ότι ήταν ο Θόδωρος Παπαδόπουλος του Berlin), που καθόταν μπροστά από τον Αγγελάκα και όπως σημειωνόταν κάτω από το όνομά του, δεν έκανε τίποτα.

Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από όλα αυτά, που επί της ουσίας ήταν απλώς ένα σπουδαίο «πάρεργο» στην πορεία του, ο Χριστιανάκης, ένας μουσικός και συνθέτης (τις προτιμώ ξεχωριστά αυτές τις δύο λέξεις) κλασικής παιδείας, κάθε άλλο, όμως, παρά «κλασικής» νοοτροπίας, έγραφε μουσική για θεατρικές παραστάσεις (και στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο και στο Εθνικό) και κινηματογραφικές ταινίες και εικαστικές εγκαταστάσεις, για να φτάσει τελικά σήμερα, με το Μια Εποχή στην Κόλαση, έχοντας ήδη άλλους τέσσερις προσωπικούς δίσκους στο παλμαρέ του, στον προορισμό για τον οποίο είχε ανοίξει πανιά καμιά τριανταριά χρόνια πριν (και που επιτέλους θα παρουσιάσει ζωντανά και στην Αθήνα, στις 24 & 25 Οκτωβρίου, στο Τριανόν). Τότε που διάβασε Ρεμπώ για πρώτη φορά. Γιατί… καμιά φορά, πονάει για πάντα η πρώτη φορά. Δεν το λέω εγώ. Ο φίλος του, ο Γιάννης το έχει πει πολύ πριν από μένα.

Απ’ όσο ξέρω, την πετριά με τον Ρεμπώ την έφαγες στα μέσα των 80s. Έκανες από τότε κάποιες προσπάθειες να τον μελοποιήσεις. Γιατί σου πήρε τόσα χρόνια για να το ολοκληρώσεις; Μη φανταστείς ότι ασχολιόμουν όλο αυτό τον καιρό με τον Ρεμπώ. Απλά ήταν συνεχώς στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Είχα διαβάσει το Μια Εποχή στην Κόλαση και μου άρεσε το κείμενο, όπως και στον περισσότερο κόσμο βέβαια, και επειδή τότε είχα αρχίσει να γράφω μουσική για το θέατρο, με κάτι ανεξάρτητες ομάδες εδώ στη Θεσσαλονίκη, είπα να το δοκιμάσω. Ξέρεις, πιο πολύ σαν εκπαίδευση, να δω πως μπορεί να αποδοθεί μουσικά αυτό το πράγμα, αυτή η ροή του λόγου, αυτό το κείμενο, αυτές οι έννοιες, όλα αυτά. Έκτοτε τέσσερις φορές προσπάθησα να το πλησιάσω και δεν τα κατάφερνα, κάποια στιγμή κολλούσα, είτε πολύ νωρίς, είτε αργότερα. Την τρίτη φορά μου φαίνεται το είχα σχεδόν τελειώσει αλλά όταν το άκουσα μετά από κάποιο χρόνο ξανά, είπα «μπα όχι, δεν είναι αυτό που θέλω», είχε μέσα ευκολίες, αφέθηκα και λίγο, δεν είχε την ουσία του το πράγμα, οπότε αποφάσισα και έκανα μια μεγάλη διαγραφή. Έκανα delete. Όλα τα αρχεία delete.

Πως σου πήγε η καρδιά να τα σβήσεις; Έπρεπε να το αφήσω. Για όταν θα ερχόταν ξανά ο χρόνος να το δοκιμάσω. Αν θα ερχόταν ποτέ. Όλο αυτό δεν ήταν ένα πράγμα προγραμματισμένο να γίνει σώνει και καλά. Με ακολουθούσε, βέβαια, από ένα σημείο και μετά, σαν σκιά, σε όλα τα πράγματα που έκανα μουσικά. Είτε αυτό ήταν θέατρο, είτε συγκροτήματα, είτε σινεμά, είτε οτιδήποτε, υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού συνεχώς, με τριβέλιζε.

Δεν είναι ένας δίσκος που θα τον βάλεις και θα πλένεις πιάτα ή θα τρως ή οτιδήποτε άλλο. Είναι ένας δίσκος που μάλλον θα πρέπει να τον ακούσεις όπως ακούγαμε τον παλιό καλό καιρό εμείς τους δίσκους. 

Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που καταπιάνεσαι με τη μελοποίηση ποιημάτων. Όχι, έχω «μελοποιήσει», όπως λες, τον Διονύση Καψάλη. Είχαμε γνωριστεί και αναπτύξει μια φιλική σχέση οπότε κάποια στιγμή του είπα «μ’ αρέσουν αυτά τα δυο ποιήματα, και θα ήθελα να τα δισκογραφήσω». Μετά έκανα Σαχτούρη, στο διάλειμμα μου από τον Ρεμπώ, σχετικά πρόσφατα. Τον Σαχτούρη τον έκανα καταρχάς γιατί μ’ αρέσει πολύ ως ποιητής και κατά δεύτερον, γιατί βρήκα τα ποιήματα του ηχογραφημένα με τη φωνή του και με ιντρίγκαρε το πως θα μπορούσα να τοποθετήσω τη φωνή του, εκτός από το ποίημα του, μέσα σε ένα μουσικό κομμάτι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ένα ποίημα του Ρεμπώ σήμερα, στην ηλικία που είσαι, σου δίνει το ίδιο thrill με τότε που το πρωτοδιάβασες, πριν από 30 χρόνια; Γιατί θέλοντας και μη ο Ρεμπώ είναι συνυφασμένος με μία ολόκληρη μυθολογία περί «καταραμένης» νεότητας. Ναι, με την αμφισβήτηση και τέτοια. Όσο ωριμάζεις, όμως, βλέπεις τα πράγματα κάτω από το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Δηλαδή και εγώ διαβάζοντας την τελευταία μετάφραση του Χριστόφορου Λιοντάκη, που με βοήθησε εξαιρετικά, ξαφνικά διάβασα κάτι που αν και το είχα γνωρίσει 25 χρόνια πριν, το γνώρισα ξανά σε ένα πολύ βαθύτερο επίπεδο. Θα τολμήσω να πω ότι θεώρησα πως ψυχογράφησα καλύτερα την προσωπικότητα, τον Ρεμπώ όχι μόνο ως ποιητή αλλά ως άνθρωπο, πλησίασα πιο πολύ την ψυχοσύνθεση του. Δεν ξέρω αν ακούγεται βαρύ. Τον αισθάνθηκα πιο δικό μου άνθρωπο, για να το πω έτσι απλά.

Από αυτά που λες καταλαβαίνω ότι η μετάφραση του Λιοντάκη ήταν καίριας σημασίας για την υλοποίηση αυτού του έργου. Δεν το συζητάω. Καταρχάς ο Λιοντάκης είναι ποιητής. Και είναι ένας ποιητής που σεβάστηκε απόλυτα τον ποιητικό λόγο του άλλου ποιητή. Δηλαδή στην ουσία είχα να κάνω με τον λόγο δύο ποιητών, στην τελευταία απόπειρα που τελεσφόρησε τελικώς και βγήκε αυτή η δουλειά. Ήταν πάρα πολύ σημαντική και η βοήθεια του Χριστόφορου, από την άποψη ότι τον πήρα τηλέφωνο, χωρίς να τον ξέρω τον άνθρωπο και μου έδειξε εξαρχής μια εμπιστοσύνη πολύ μεγάλη που με βοήθησε πάρα πολύ και στη συνέχεια.

Πες ότι ακούει τον δίσκο κάποιος που έχει μόνο εγκυκλοπαιδική γνώση του Ρεμπώ, θα μπορέσει να πιάσει το όλο εγχείρημα ή θα του φανεί λίγο ακαδημαϊκό; Εγώ όλο αυτό το έκανα καθαρά από προσωπική ανάγκη. Δε σκεφτόμουν την αποδοχή του. Το θέμα είναι ότι ήθελα να φύγει αυτό το γράμμα από μένα, καταλαβαίνεις; Δηλαδή να το ταχυδρομήσω έστω και στο πουθενά. Να με ξεστοιχειώσει, να το πω; Δεν είναι σωστή και αυτή η λέξη πια, έχω απολαύσει ένα εξαιρετικό ταξίδι από την ενασχόληση με τον Ρεμπώ όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα από εκεί και πέρα, δεν είμαι ούτε φιλόλογος, ούτε ποιητής. Είμαι ένας μέσος αναγνώστης, ο οποίος απλά αντιλήφθηκε, είδε και διάβασε κάπως ένα βιβλίο. Νομίζω πως με τον ίδιο τρόπο μπορεί κάποιος άλλος άνθρωπος, ο οποίος δεν είναι «των γραμμάτων και των τεχνών», να το ακούσει και να του πει κάτι – αυτό θα ήταν κάτι που θα με χαροποιούσε ιδιαίτερα. Δεν θεωρώ ότι είναι ακαδημαϊκή δουλειά. Δεν ξέρω αν το διατυπώνω σωστά αλλά δεν θεωρώ ότι έχω κάνει κάτι ακαδημαϊκό. Θεωρώ ότι έχω κάνει κάτι ζωντανό και καθόλου θεωρητικό. Αυτή είναι δικιά μου γνώμη βέβαια, δεν ξέρω τι θα εισπράξει ο καθένας. Πάντως είναι ένας δίσκος που θέλει γραμμική ακρόαση. Ξέρεις καλά τι εννοώ με αυτό τον τρόπο. Δεν είναι ένας δίσκος που θα τον βάλεις και θα πλένεις πιάτα ή θα τρως ή οτιδήποτε άλλο. Είναι ένας δίσκος που μάλλον θα πρέπει να τον ακούσεις όπως ακούγαμε τον παλιό καλό καιρό εμείς τους δίσκους. Πηγαίναμε έχοντας ένα απόκτημα στα χέρια μας – γιατί εκείνα τα χρόνια περί αποκτήματος επρόκειτο το να πάρεις ένα δίσκο που ήταν εισαγωγής από το εξωτερικό, που δεν κυκλοφορούσε εδώ κανονικά – και τρέχαμε στο σπίτι για να τον βάλουμε στο πικάπ και να τον ακούσουμε, να γυρίσουμε πλευρά, να τον ξανακούσουμε, να τον βάλουμε στο repeat, και να κάνουμε μόνο αυτό. Να υπάρχει μόνο ακρόαση.

Πάντως και υπό αυτή την έννοια, που λες ότι είναι ένας δίσκος που πρέπει να του αφιερωθείς για να τον αφομοιώσεις, πάει κόντρα στο πνεύμα των καιρών και της ακατάσχετης ταχύτητάς τους. Εντάξει, εμένα αυτό δεν με ενδιαφέρει. Ως άνθρωπο δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Εγώ ακόμα με αυτόν τον τρόπο λειτουργώ, για μένα είναι φυσικό αυτό, οπότε δεν με αφορά ο ακροατής που θα κάνει skip, και νομίζω δεν τον αφορώ ούτε εγώ καθόλου τον ακροατή που κάνει skip με αυτόν ή κάποιον άλλον τρόπο. Δεν λέω ότι είναι σωστός ο ένας τρόπος ή ο άλλος αλλά είναι ένας διαφορετικός τρόπος.

Πως ήταν για ένα νέο να ανακαλύπτει τον Ρεμπώ στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 80; Εκείνη την εποχή ανακαλύπταμε πάρα πολλά πράγματα, τον Ρεμπώ, έναν καινούριο σκηνοθέτη, μία ωραία ταινία, έναν πίνακα ζωγραφικής, όλα αυτά δεν ήταν διαφορετικά ως προς την ουσία της χαράς της ανακάλυψης. Ήταν ωραία τα 80s στη Θεσσαλονίκη. Ξέρεις υπήρχε μια πάρα πολύ ισχυρή μουσική σκηνή, αν μιλάμε για τον δικό μου τομέα τότε, υπήρχαν ωραίες παρέες. Οι οποίες υπάρχουν ακόμα βέβαια – και δεν εννοώ μόνο τη δικιά μας που υπάρχει και συνεχίζει να κάνει πράγματα. Στη Θεσσαλονική αυτή τη στιγμή βράζει το τοπίο, είναι πολλοί οι νέοι άνθρωποι που δημιουργούν, κάμποσα αξιόλογα καινούρια συγκροτήματα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Διάβασα κάπου πρόσφατα ότι με τη μουσική καταπιάστηκες στα 17, μόνο και μόνο για να αποφύγεις την ανία… Αυτή είναι η αλήθεια. Είχα μια αφόρητη βαρεμάρα τότε, ήθελα κάπου να δραστηριοποιηθώ, και γενικώς μου άρεσε η ιδέα να ασχοληθώ με κάποιο όργανο, να ομαδοποιηθώ σε ένα συγκρότημα. Πιο πολύ, ξέρεις, για να αποκτήσω μια επαφή σε ένα άλλο επίπεδο κοινωνικό. Γιατί τότε τα συγκροτήματα ήταν μικρές ομάδες που όμως ήταν συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ τους – στη Θεσσαλονίκη είναι πιο εύκολο να γίνει αυτό το πράγμα ακόμα και τώρα.

Ο Παυλίδης μου είχε πει κάποτε ότι όσοι μπλεχτήκατε με τη μουσική από τη δική σας γενιά πάνω κάτω, είχατε μεν την αίσθηση ότι ζούσατε σε μια συντηρητική πόλη, τουλάχιστον ως προς το πρώτο της επίπεδο, αλλά την ίδια στιγμή, «από κάτω» έβραζε το πράγμα και ήταν ακριβώς αυτή η αντίφαση που γέννησε τόσα ενδιαφέροντα πράγματα. Είναι αποδεδειγμένο ότι μέσα από συνθήκες συντηρητισμού και δυσκολιών, γίνονται κύκλοι και γεννιούνται καινούργια πράγματα. Θα εμφανιστούν τα παιδιά που θα μασουλήσουν σιγά σιγά την καθεστηκυία κατάσταση, θα την πάνε από κάτω. Έτσι έγιναν και τα περισσότερα κινήματα της Τέχνης. Δεν χτυπήσαν ένα κατεστημένο στο κεφάλι για να το ρίξουν, δεν μπορούσαν ούτως ή άλλως να το κάνουν αυτό, αλλά το έτρωγαν σιγά σιγά. Το θέμα είναι τι γίνεται μετά, πως πολλά από αυτά «εντάχθηκαν» και έγιναν το ίδιο κατεστημένο. Αλλά αυτό είναι μεγάλη κουβέντα, έτσι;

Δεν είμαι ούτε φιλόλογος, ούτε ποιητής. Είμαι ένας μέσος αναγνώστης, ο οποίος απλά αντιλήφθηκε, είδε και διάβασε κάπως ένα βιβλίο. Νομίζω πως με τον ίδιο τρόπο μπορεί κάποιος άλλος άνθρωπος, ο οποίος δεν είναι «των γραμμάτων και των τεχνών», να το ακούσει και να του πει κάτι – αυτό θα ήταν κάτι που θα με χαροποιούσε ιδιαίτερα. 

Πάντως σήμερα που όλοι κάνουν τα πάντα και λένε ότι γουστάρουν τα πάντα και πάνε παντού γιατί τάχα μου είναι πιο άνετοι από ποτέ, πες με συμπλεγματικό, αλλά υπάρχουν φορές που αναπολώ την εποχή που υπήρχαν αισθητικές περιχαρακώσεις, που δε σε θεωρούσαν μαλάκα αν έλεγες ότι δε γουστάρεις την τάδε μουσική ή τον τάδε συγγραφέα ή το τάδε μπαρ και ως εκ τούτου ότι δε γουστάρεις τους fans των συγκεκριμένων. Νομίζω ότι αυτά τα πραγματικά ή πλασματικά «αισθητικά γκέτο» και όχι ο αχταρμάς εν είδει «κουλαριστής ανωτερότητας» είναι που πάνε την υπόθεση της τέχνης αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο ένα βήμα πιο πέρα. Έχω μια άποψη, η οποία είναι παγιωμένη μέσα μου. Δυστυχώς τα περισσότερα παιδιά της νέας γενιάς έχουν χάσει τη χαρά της ανακάλυψης. Σήμερα με ένα «κλικ» μπορείς να βρεις 45 διαφορετικά πράγματα μπροστά σου, και να τα συγκρίνεις. Τότε ήταν πιο δύσκολο, χρειαζόταν κόπος για να το ψάξεις, σου έτρωγε πιο πολύ χρόνο στις συζητήσεις. Δεν γινόταν η αναζήτηση κατά μόνας, όπως γίνεται τώρα. Τότε έπρεπε να το ανακαλύψεις, να μιλήσεις με κάποιον άλλο, γίνονταν πηγαδάκια, ολόκληρες συζητήσεις. Ακούγονταν απόψεις, γίνονταν καυγάδες, ήταν ζωή αυτό το πράγμα. Τώρα είναι λίγο πιο απομονωμένη η όλη κατάσταση. Είναι ένας άλλος τρόπος, θα μου πεις. Όμως αυτή η υπερπληροφόρηση στα πάντα δεν νομίζω ότι είναι δόκιμη τελικά. Νομίζω ότι πρέπει να λειτουργούμε και λίγο επιλεκτικά, πιο επί της ουσίας και βασικά, ως άνθρωποι να ακολουθούμε το καθείς εφ’ω ετάχθη. Δε μπορείς να είσαι εδώ και ταυτόχρονα να είσαι και κάτι άλλο. Δε μπορείς να είσαι ολίγον τι έντεχνος, ολίγον τι λαϊκός και ολίγον τι rock ‘n’ roll. Ούτε καν  για χαβαλέ. Αυτός ο αχταρμάς είναι που σε κάνει να κάνεις βόλτες γύρω από τον εαυτό σου, και καταλήγεις στο ίδιο σημείο τελικά. Δεν κάνεις ένα ταξίδι, δεν παίρνεις ένα δρόμο να δεις που θα σε βγάλει. Πας με τη σιγουριά μιας επιστροφής, και αυτό δεν είναι ταξίδι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 Σε ό,τι έχει να κάνει με το δικό σου ταξίδι, ως μουσικός όλες αυτές τις δεκαετίες ήσουν κατά μία έννοια μέσα στο μάτι του κυκλώνα όλου αυτού του πράγματος που συνέβαινε στη Θεσσαλονίκη, παίζοντας μεταξύ άλλων με τις Τρύπες, αλλά ταυτόχρονα με όλες τις υπόλοιπες δουλειές που έκανες, κρατούσες κατά τη γνώμη μου μια απόσταση ασφαλείας”. Απόσταση ασφαλείας δεν θα το χαρακτήριζα, δεν το έκανα ποτέ για ασφάλεια, απλά ήμουν αρκετά ανήσυχος, ήθελα να ασχοληθώ και πιο πολύ με το θέατρο… Κάποια στιγμή προέκυψε και η ιστορία με τον Μύλο, με τις συναυλίες, εκείνη τη περίοδο που είχα αναμιχθεί αρκετά ενεργά με το γραφείο εκδηλώσεων του Μύλου. Υπήρχε η μόνιμη επαφή μου με τα παιδιά με τις Τρύπες, όπου έγραφα σε όλους τους δίσκους και από ένα σημείο και μετά, περίπου από το ‘98, έπαιζα και live με τα παιδιά, μέχρι που διαλύσανε. Ακόμα έτσι είμαι, με ενδιαφέρει να καταπιάνομαι με διάφορα πράγματα. Έτσι έχω μάθει να ζω. Σημασία έχει να υπάρχει απλώς ένας διακαής πόθος που θα σε οδηγήσει να πας παραπέρα. Όπου παραπέρα πάει ο καθένας, γιατί αυτό είναι και τελείως υποκειμενικό. Ο καθένας μας πλάθει έναν κόσμο και θεωρεί ότι έτσι συμπεριφέρεται και όλος ο υπόλοιπος. Αλλά αν πας στον ελληνικό στρατό φερ’ ειπείν θα καταλάβεις ότι ο κόσμος που νομίζεις ότι είναι το 100% της Ελλάδας, γιατί εσύ είσαι κάπως, είναι τελικά το 3 ή το 4%. Αλλά δε μπορείς να πορευτείς έτσι. Όταν ξεκινάς να κάνεις ένα πράγμα, πρέπει να πορεύεσαι με βάση αυτό που εσύ έχεις στο μυαλό σου.

Ενώ ετοιμάζεις μία δουλειά σκέφτεσαι ήδη την επόμενη; Όχι, δε σκέφτομαι καμία. Δε στοχεύω από πριν, όταν κάνω κάτι δε ξέρω τι θα είναι το επόμενο, αλήθεια.

Αυτή τη δουλειά με τον Ρεμπώ πως την παρουσιάζεις ζωντανά; Με όλους όσους συμμετείχαν στην ηχογράφηση; Είναι λίγο δύσκολο να είναι όλοι, γιατί όπως ξέρεις είναι και ολίγον τι αφρόκρεμα όλα τα παιδιά, είναι περιζήτητοι, τους ζητάνε οι πάντες. 

Πάντως με τους περισσότερους «κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια»… Είναι φίλοι. Αλλά είναι και οικογενειακή υπόθεση, εγώ έτσι το χαρακτηρίζω πλέον.

Πως κρατιέται μια τέτοια παρέα ενωμένη και ζωντανή τόσα χρόνια; Δε μου φαίνεται και το πιο εύκολο πράγμα στο κόσμο. Μα ίσα ίσα, είναι το πιο εύκολο. Βασικά νομίζω ότι για να μπορέσεις να δημιουργήσεις, να απελευθερωθείς και να κερδίσεις, πρέπει να προσπαθείς να κατανοήσεις τον άλλον και νομίζω ότι όσο πιο πολύ προχωράς τόσο πιο πολύ χαμηλώνει το εγώ σου. Όχι με την έννοια ότι δε θα πεις την άποψη σου ή ότι δε θα προσπαθήσεις να συνεισφέρεις, αλλά υπό την έννοια ότι θα σκεφτείς λίγο περισσότερο. Όλα αυτά τα παιδιά δεν είναι παιδιά που σκέφτονται πονηρά.

Ως θεατής από απόσταση, χρονική και γεωγραφική, αυτή την αίσθηση έχω κι εγώ για τη δική σου τη φουρνιά, εκεί στη Θεσσαλονίκη. Ο καθένας με τα καλά του και τα κακά του, αλλά χωρίς να υπάρχει αυτή η υποχθόνια πονηριά. Δεν υπάρχει κουτοπονηριά, εγώ τουλάχιστον δεν την έχω αισθανθεί καθόλου και σε καμιά συνεργασία. Είναι κάτι αυθόρμητο. Είναι μια αυθόρμητη σχέση. Μια σχέση που ρέει ομαλά. Πως έχεις ένα φίλο και είναι «αδερφός»; Έχω ένα φίλο, ένα κολλητό, με όλα όσα έχει και είναι αυτός. Με τα παιδιά, περνάμε καλά και εκτός μουσικής. Είναι πολύ ωραίο όλο αυτό. Και στην παρέα μπαίνουν και νεότεροι άνθρωποι σιγά σιγά, οι οποίοι συνεχίζουν, και θα κάνουν και αυτοί τις δικές τους παρέες. Για παράδειγμα, με τον Βασίλη τον Μπαχαρίδη, ή με τον Μιχάλη τον Βρέττα, που δεν είχα ξανασυνεργαστεί ή με τον Βλάσση, ο οποίος είναι μεν συνομίληκος μου αλλά δεν είχε τύχει να βρεθούμε μουσικά ή με την Σοφία την Ευκλείδου στο τσέλο, βλέπεις ξαφνικά ότι έγινε μια γνωριμία που είναι σαν να υπήρχε χρόνια. Προέκυψε μια χημεία κατευθείαν. Σαν να υπάρχει ένας κοινός παρανομαστής αόρατος, ο οποίος διαιρεί και βάζει τα πράγματα στη θέση τους.

Στο Residents, έρχονται πιτσιρικάδες, να σου αφήσουν demo και τέτοια; Έρχονται, πως δεν έρχονται. Συνέχεια! Ό,τι μπορούμε κάνουμε και εκεί…

Ποιος είναι ο αγαπημένος σου στίχος του Ρεμπώ; Είναι πολύ σύγχρονος. Διαβάζεις σήμερα ένα κείμενό του και δε μπορείς να πιστέψεις ότι έχει γραφτεί πριν από 140 χρόνια, και μάλιστα από έναν άνθρωπο 19 ετών. Ποια φράση να ξεχωρίσω; «Οι αναχωρητές, οι καλλιτέχνες, είναι είδος αχρείαστο πια», αυτό με χτύπησε πολύ άσχημα όταν το διάβασα, με σόκαρε. «Η εξέγερση μου είναι άγνωστη, η γενιά μου δε ξεσηκώθηκε ποτέ παρά μόνο για να λεηλατήσει, όπως ο λύκος που αρπάζει το ξένο θήραμα», αυτό το βλέπουμε κάθε μέρα δίπλα μας. «Αισθάνομαι ότι ανήκω σε κατώτερη γενιά» – να η Ελλάδα σήμερα. Και ο κόσμος σήμερα, για να μη κοιτάμε τα στραβά μόνο στο τόπο μας. Στην «Αλχημεία του Λόγου» που καταλήγει με οργή στον στρατηγέα: «απέμεινε κανένα κανόνι στους ρημαγμένους προμαχώνες; Βάλε τη πόλη να φάει τη σκόνη της, οξύδωσε τις σιδεροροές, πλημμύρησε τα μπουντουάρ με πυρακτωμένη σκόνη ρουμπινιών». Είναι ένα πράγμα που πρέπει να μιλήσει μέσα σου κατευθείαν. Να σε ενεργοποιήσει σαν άνθρωπο, να σε ενεργοποιήσει σαν πολίτη. Όχι να το διαβάσεις έτσι απλά και λογοτεχνικά. Αυτό το πράγμα έχει μέσα του επίθεση, οργή, έχει ένα ψυχομάχημα με το τι πρέπει να κάνουμε, πως πρέπει να ενεργήσουμε, σε αυτό τον κόσμο, σε αυτή τη χώρα, οπουδήποτε…

Σε αυτή τη χώρα, σε αυτό τον κόσμο, αισιοδοξείς; Εκ των πραγμάτων είμαι αισιόδοξο άτομο. Βέβαια, με όλα αυτά που γίνονται γύρω μας, προφανώς και δοκιμάζεται η αισιοδοξία μας καθημερινά. Αυτό είναι και το πρώτο πράγμα που θέλουν να βγάλουν από πάνω μας. Αλλά αν δεν είσαι αισιόδοξος, δε μπορείς να είσαι δημιουργικός.


Η μουσική παράσταση λόγου του Γιώργου Χριστιανάκη «Μια Εποχή Στην Κόλαση», θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Αθήνα το Σάββατο 24 και την Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015, στον Κινηματογράφο Τριανόν. Συντελεστές: Γιώργος Χριστιανάκης: πιάνο, πλήκτρα, κρουστά, αφήγηση. Μπάμπης Παπαδόπουλος: κιθάρες. Φώτης Σιώτας: βιολί, βιόλα. Μιχάλης Βρέττας: βιολί. Τάσος Μισυρλής: τσέλο. Βασίλης Μπαχαρίδης : τύμπανα, κρουστά. Χρήστος Χαρμπίλας: ηλεκτρονικά, κρουστά. Τίτος Καργιωτάκης: κονσόλα ήχου, μπάσο, λούπες. Γιάννης Πειραλής: visuals. Βαγγέλης Χαχόλος: τεχνικός ήχου stage. Στα έμμετρα ποιήματα του κειμένου ακούγεται η φωνή του Γιάννη Αγγελάκα

Προπώληση εισητηρίων: 12€ / ταμείο: 15€ / Διάθεση: στο viva.gr, στα καταστήματα Public, Seven Spots, Παπασωτηρίου, ΙΑΝΟΣ, Reload Stores,Media Markt και τηλεφωνικά στο 11 876.

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος