Όταν γράφω ακούω πάντα μουσική. Η μουσική, χωρίς κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια, με βρίσκει από μόνη της και τότε κολλάω σ’ ένα συγκεκριμένο σκοπό. Την τελευταία φορά θέλοντας να γράψω διηγήματα για τα Καμίνια του Πειραιά, ήξερα από την αρχή με ποιο τραγούδι θα άρχιζα τις ιστορίες μου. Πάτησα στο Youtube την Πειραιώτισσα του Παπαϊωάννου κι η Μπέλλου άρχισε να γδέρνει το απομέσα μου. Φαίνεται όμως πως αυτό δεν αρκούσε. Τότε άκουσα το ίδιο τραγούδι με τη Φωτεινή Βελεσιώτου. Την είδα να τραγουδάει καθισμένη στην καρέκλα, με ακουμπισμένα τα χέρια στα πόδια της, με μισόκλειστα μάτια κι’ ένα αδιόρατο χαμόγελο. Ήταν ίδια η Στέλλα που ένα απόγευμα, εγώ πιτσιρίκι στα Καμίνια της δεκαετίας του ’50, την κρυφοκοίταζα από το παράθυρο του χαμόσπιτου της να τραγουδάει ολομόναχη ένα ρεμπέτικο. Αυτό ήταν! Η Βελεσιώτου έδωσε ζωή στη Στέλλα κι εγώ ξεκίνησα Τα Καμίνια εντός. Τη Φωτεινή Βελεσιώτου την αναζήτησα στην Κληματαριά, τη γνωστή ταβέρνα της Πλατείας Θεάτρου. Συναντηθήκαμε αναπάντεχα ένα μεσημέρι Τετάρτης. Αρχίσαμε την κουβέντα κι ήταν λες και την ήξερα από πάντα.
Η φωνή και η σκηνική παρουσία σου συνεχίζει το ήθος της μεγάλης σχολής των γυναικών του ρεμπέτικου τραγουδιού. Αν συμφωνείς, αυτό μπορεί και να σε δυσκολεύει; Με κολακεύει αυτό που λες, αν ισχύει, αλλά γιατί θα μπορούσε να με δυσκολεύει; Πιστεύω βαθιά πως αυτό που μετράει είναι να σεβόμαστε το ήθος των τραγουδιών, κάθε είδους, όταν τα τραγούδια έχουν ήθος, κι αυτό βοηθάει στο να τα ερμηνεύουμε σωστά.
Ίσως να μη σ’ αρέσει να λένε «η Βελεσιώτου είναι η συνέχεια της Μπέλλου στο ρεμπέτικο ή νεορεμπέτικο» (νομίζω ακόμα και οι Μέλισσες έχουν “πιτσιλιές” ρεμπέτικου) όμως η χροιά της φωνής σου δεν ορίζει τον τρόπο που πρέπει να ερμηνεύεται το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού; Ακούω να επαναλαμβάνεται συχνά αυτή η χοντροκομμένη σύγκριση. Η φωνή μου που είναι κοντράλτα θυμίζει τη φωνή της αξέχαστης Σωτηρίας Μπέλλου, αλλά ως εκεί. Ο τρόπος ερμηνείας μας νομίζω πως είναι εντελώς διαφορετικός κι αυτό είναι φυσικό: ανήκουμε σε διαφορετικές εποχές και σε άλλες συνθήκες. Δεν είναι η χροιά της φωνής που ορίζει τη σχέση με τα τραγούδια αλλά το αίσθημα, ο τρόπος, που οφείλει να μην προδίδει αυτό που είπαμε ήθος των τραγουδιών. Σίγουρα οι μπάσες φωνές εντυπωσιάζουν και επηρεάζουν περισσότερο αλλά ας θυμηθούμε πόσες ανεπανάληπτες ερμηνεύτριες του ρεμπέτικου ή του λαϊκού (από την Παπαγκίκα ως τη Νίνου ) ήσαν υψίφωνες.
Απ’ ό,τι ξέρω ασχολείσαι με τη γη. Αυτό έγινε τυχαία; Θέλω να πω: Μήπως το χώμα που πιάνεις στα χέρια σου σ’ έστειλε στο τραγούδι ή συνέβη το αντίθετο; Η τραχιά αφή της γης μπορεί να έχει κάποια σχέση με τον «τραχύ» τρόπο που τραγουδάς; Καμία σχέση. Δεν προέρχομαι από αγροτική αλλά από αστική οικογένεια. Με τη γη άρχισα να ασχολούμαι αφού τέλειωσα τις σπουδές μου και αφού είχα αρχίσει ήδη να τραγουδάω, από επιλογή γιατί αγαπούσα την επαφή με τη γη και ενδιαφερόμουν για το περιβάλλον και τη διατροφή. Φροντίσαμε με τον άντρα μου – με πολύ κόπο βέβαια – να φτιάξουμε, να ζήσουμε και να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας σ’ ένα κτήμα με καλλιέργειες και ζώα, όπως ονειρεύονται πάντα πολλοί νέοι άνθρωποι της πόλης. Η γη όπως και το τραγούδι είναι πράγματα που αρέσουν στην ψυχή μου. Δυστυχώς τώρα πια δεν έχω τη δυνατότητα να συνεχίζω αυτή την ενασχόληση.
Από δασκάλα έγινες τραγουδίστρια. Έγινες ή ήσουν από πάντα; Άρχισα να τραγουδάω δημόσια στα 25 μου, όταν ήδη δούλευα σαν δασκάλα.
Καρδίτσα και μετά Θεσσαλονίκη. Λες κι από τη Θεσσαλονίκη ξεκινάει ένα υπόγειο ποτάμι, και εκβάλλει φέρνοντας πολύτιμα δώρα, στην Αθήνα (Ιωάννου, Σαββόπουλος, Παπάζογλου κ.λπ). Γιατί συμβαίνει αυτό; Πράγματι έτσι είναι, όχι μόνο η Θεσσαλονίκη, όλη η επαρχία τροφοδοτεί εδώ και δεκαετίες την Αθήνα σε πληθυσμούς, μοιραία και σε καλλιτέχνες. Τα αίτια είναι γνωστά και πολυσυζητημένα, αλλά νομίζω ότι τουλάχιστον στον τομέα των καλλιτεχνών η μνημονιακή κρίση επιδείνωσε την κατάσταση, γιατί όπως και να ‘χει η Αθήνα δίνει ακόμη περισσότερες ευκαιρίες.
Όταν βρίσκεσαι στη σκηνή για πολλή ώρα και κάποια στιγμή ερμηνεύεις ένα συγκεκριμένο τραγούδι, κατά τη διάρκεια που το τραγουδάς, σκέφτεσαι ή βλέπεις κάτι; Ποτέ δεν τραγουδάω μηχανικά. Είναι εξαντλητικό αλλά τραγουδάω με όλο μου το είναι, ζω το κάθε τραγούδι. Πολύ περισσότερο βέβαια όταν είμαι και προσωπικά ευαισθητοποιημένη για κάποιο λόγο ή και όταν το κοινό είναι καλό και επικοινωνεί σωστά μαζί μας.
Ας υποθέσουμε ότι είναι βραδιά ιδιαίτερη κι εσύ επικοινωνείς μ’ ένα ευαίσθητο κοινό ερμηνεύοντας το τραγούδι Το κουρασμένο βήμα σου του Μπ. Μπακάλη, ποιες σκέψεις και εικόνες σου έρχονται στο μυαλό; Όσον αφορά το υπέροχο αυτό τραγούδι, και μόνη η κυριολεξία του φτάνει για να δημιουργήσει έντονα ανάλογα συναισθήματα στον καθένα και φυσικά και σ’ εμένα.
Πες μου τι έγινε στο Αϊβαλί. Συμμετείχαμε ως ελληνικό συγκρότημα σε ένα φεστιβάλ για την Ειρήνη και τη φιλία των λαών που οργανώθηκε για πρώτη φορά φέτος με διάφορες εκδηλώσεις στο Αϊβαλί και στη Μυτιλήνη, για ευνόητους λόγους και συμβολισμούς. Είναι συγκινητική εμπειρία το να απευθύνεσαι σε αλλόγλωσσους ακροατές. Έστω κι αν οι στίχοι μένουν ακατανόητοι, μεταδίδεται το συναίσθημα κι αυτό είναι πολύ δυνατό. Το ένιωσα για πρώτη φορά τόσο ισχυρά γιατί χωρίς λόγια εκφράζαμε κοινά αιτήματα, αυτά που οι κυβερνήσεις αγνοούν. Μετά την συναυλία στο Αϊβαλί, την επόμενη μέρα που θα επακολουθούσε η αντίστοιχη συναυλία στη Μυτιλήνη, το πλοίο γέμισε με Τούρκους φίλους, πολλοί απ’ τους οποίους κατάφεραν να πάρουν προσωρινή βίζα μιας μέρας χάρις στο φεστιβάλ. Ένα φεστιβάλ που οργανώθηκε με πρωτοβουλία και πολύ κόπο λίγων συγκεκριμένων προσώπων με ιδέες και οράματα κι απ’ τις δυο πλευρές. Ο κόσμος ωστόσο έδειξε μεγάλη ανταπόκριση, οι ενενήντα περίπου Τούρκοι επισκέπτες φιλοξενήθηκαν με πολλή ζεστασιά σε σπίτια της πόλης. Συγκινήθηκα πολύ και χάρηκα που έγινα μέλος αυτής της παρέας.
Ο Σολωμός στο Προς Επτανήσιους γράφει: Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και ηγαπημένε / Πάντοτ’ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε. Τέτοιοι στίχοι μπορούν να συγκινήσουν σήμερα; Σίγουρα θα συγκινούσαν τον καθένα, εμείς οι Έλληνες είμαστε πολύ ευσυγκίνητοι, επιπόλαια ευσυγκίνητοι και γρήγορα ξεχνιόμαστε. Μας αρέσουν τα μεγάλα λόγια, τα οποία λέμε κι ακούμε συνθηματολογικά, χωρίς να εμβαθύνουμε σε νοήματα και χωρίς να μας προτρέπουν σε αλλαγές και πράξεις. Νιώθουμε πάντα προδομένοι, ποτέ υπεύθυνοι και τελικά δεν κάνουμε τίποτε για ν’ αλλάξουμε ούτε τον εαυτό μας ούτε το σύνολο.
Ο Ιερώνυμος Πολλάτος είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο με 15 ιστορίες από τα Καμίνια του Πειραιά εκδόθηκε από το Ινστιτούτο Μελέτης της Τοπικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Επιχειρήσεων (Ι.Μ.Τ.Ι.Ι.Ε.).