Categories: ΣΙΝΕΜΑ

David Fincher, αυτός ο μάστορας του σασπένς

Από την ψυχεδέλεια του βίντεοκλίπ στο πιο δομημένο γράφειν της μεγάλου μήκους ταινίας. Ο David Fincher λογίζεται ως ο σκηνοθέτης που προσφέρει στον κόσμο εφιάλτες της διπλανής πόρτας. Με το στοιχείο της υπερβολής παρόν, αλλά με ένα σκοτάδι αποπνικτικά θελκτικό. Εύχεσαι να μην ήσουν ένας από τους ήρωές του, να μη χρειαστεί να γίνεις μάρτυρας των σκηνικών του, ενώ βαθιά μέσα σου ξέρεις πως, όσο τραβηγμένες και να φαντάζουν, οι ιστορίες του αφορούν στον πραγματικό, σημερινό τρόπο ζωής. Δε θα ζήσεις ακριβώς αυτές τις καταστάσεις, μα σε συμβολικό επίπεδο ήδη τις ζεις και θα εξακολουθείς να το κάνεις στον αιώνα τον άπαντα. Θα εκφράσει τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού σου με ακρίβεια και, αν έχει κέφια, θα σε κρατά κρεμασμένο στην καρέκλα σου, περιμένοντας την επόμενη σεκάνς του.

Μπορεί λίγο μετά τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας η πορεία του να ξέφυγε εντελώς απ’ ό,τι μας είχε συνηθίσει, απογοητεύοντας αρκετούς οπαδούς του, μα με το remake του Κοριτσιού με το Τατουάζ μοιάζει να επανέρχεται σε γνώριμα πεδία. Το Κορίτσι Που Εξαφανίστηκε βγαίνει αυτή την εβδομάδα (και είναι η ταινία λήξης στις Νύχτες Πρεμιέρας) και μένει να εξακριβώσουμε αν εξακολουθεί να έχει όρεξη ή αν πρέπει να ρίξουμε λίγο τον πήχυ των προσδοκιών μας. Ανατρέχουμε, λοιπόν στη φιλμογραφία του, τοποθετούμε αξιολογικά τις ταινίες του από τη χειρότερη στην καλύτερη και μένει να δούμε που κατατάσσεται το τελευταίο του πόνημα (που ακούγεται πως είναι κι απίστευτο).

Η Απίστευτη Ιστορία Του Μπέντζαμιν Μπάτον / The Curious Case of Benjamin Button (2008)

Ο πάτος. Το ναδίρ. Η έλλειψη στίγματος, προσωπικότητας και νοήματος. Ο απόλυτος συμβιβασμός. Ποιος ξέρει τι κρίση ταυτότητας πέρναγε ο Fincher όταν το έριξε στο νερουλό μελόδραμα και αγνόησε το παρελθόν του; Δικαιολογημένο το να θέλει να κάνει κάτι εντελώς έξω από τα νερά του, να πειραματιστεί με νέες φόρμες, μα τελικά κάτι άλλο πλην της απογοήτευσης και της αίσθησης μιας άτυπης προδοσίας με τους τίτλους τέλους δε μένει. Η στιγμή που ανησυχήσαμε μήπως τα ‘χασε και δεν πρόκειται να τα ξαναβρεί, γιατί τέτοια έλλειψη προσωπικότητας σε ταινία αξιοσέβαστου δημιουργού είχαμε χρόνια να δούμε.

Alien 3 (1992)

Το δύσκολο ξεκίνημα. Τα προβλήματα της παραγωγής που κάθε άλλο παρά τον βοήθησαν από το να δείξει πυγμή εξαρχής. Το ότι έπρεπε να πατήσει σε μεγαλύτερα από τα δικά του παπούτσια συνεχίζοντας ένα θρυλικό franchise, χωρίς να έχει την κατάλληλη στήριξη. Αυτά και άλλα ευθύνονται για το ότι το μεγάλου μήκους πρωτόλειο του Fincher στο Alien 3 δε δίνει δυνατά σημεία γραφής μα υποσχέσεις για ένα λαμπρό μέλλον. Και ο λόγος που τελικά δεν κερδίζει τον τίτλο της χειρότερης δημιουργίας του είναι διπλός: πρώτον, είναι η ταινία με την οποία μετέβη από την τέχνη του βίντεοκλίπ στην αμιγώς κινηματογραφική δομή (και οι παραπάνω δυσκολίες) και δεύτερον, επειδή έχει, έστω και μεμονωμένα, λίγη από τη γκροτέσκα αισθητική που αργότερα θα γινόταν πάγιο μέρος της ταυτότητάς του.

The Social Network (2010)

Παρουσιάζει έναν David Fincher αναζωογονημένο, να θέλει να συνεχίσει το πείραμα της αποφυγής του φρικαλέου και να στραφεί προς μια δομημένη, mainstream αφήγηση που μόνο τεχνικά θα θυμίζει κάτι από το παρελθόν του. Και το καταφέρνει. Καταφέρνει να φτιάξει μια άρτια, φαντεζί εξιστόρηση, να γράψει σωστούς και αληθοφανείς χαρακτήρες και να κινηθεί με επιτυχία στα μονοπάτια του ευπαρουσίαστου εμπορικού κινηματογράφου. Είναι, όμως, που αν έλειπε το όνομα του Fincher από τα credits και έμπαινε το όνομα οποιουδήποτε άλλου σκηνοθέτη, δε θα πείραζε καθόλου. Και αυτό επειδή, παρ’ ότι παραμένει αξιόλογη ως ταινία καθαυτή, δεν έχει κανένα αναγνωρίσιμο στοιχείο του σκηνοθέτη, γεγονός που τη μετατρέπει σε μια απόλυτα «μη-Fincher» ταινία, που θα τη θυμόμαστε όχι για το σκηνοθέτη, μα για το περιεχόμενό της.

Δωμάτιο Πανικού / Panic Room (2002)

Μπορεί να είναι η πιο αδιάφορη ταινία του Fincher. Η ταινία που προσπάθησε να επαναλάβει το σασπένς των προηγούμενων δημιουργιών του, μα με πιο μετριασμένα αποτελέσματα. Και όταν έχεις μια τριλογία όπως αυτή των Se7en, Το Παιχνίδι και Fight Club να προηγούνται, όπως και να το κάνουμε, το νέο σου πόνημα είναι καταδικασμένο να συγκριθεί άμεσα με αυτά. Και αν είναι κατώτερο, να ενοχλήσει. Μα, ό, τι και να λέμε, το σκηνοθετικό σασπένς, οι στέρεοι χαρακτήρες και η μόνιμη αίσθηση απειλής είναι παρόντα, όπως και η πιο καλογυαλισμένη αισθητική που θα τον ακολουθούσε στις μετέπειτα ταινίες του, κάνοντάς την, την ανώτερη από τις φθίνουσες δημιουργίες του και την κατώτερη από την πρώτη περίοδό του.

Το Κορίτσι Με Το Τατουάζ / The Girl with the Dragon Tattoo (2011)

Εδώ βρίσκουμε τον Fincher σαφώς ανεβασμένο, να θυμάται τα παλιά του μεγαλεία. Τον περίπλοκο δρόμο του σασπένς και το χτίσιμο ενός σεναρίου. Το οποίο σενάριο προφανώς και δεν είναι εντελώς πρωτότυπο, καθώς αποτελεί μεταφορά της ομώνυμης σουηδικής ταινίας, μα στην ιστορία του Κοριτσιού Με Το Τατουάζ κάτι τον τράβηξε. Και ξαναδίνει μετά από δύο σχεδόν απρόσωπες ταινίες το στίγμα που τον καθιέρωσε, αφήνει τη Rooney Mara να γίνει η σκοτεινή χάκερ που ανακαλύπτει τη διαφθορά των μεγάλων κεφαλιών και, όλοι μας, αφήνουμε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Μένει μόνο να δούμε αν ήταν μια στιγμιαία παρέκκλιση που τον επανέφερε προσωρινά στον ίσιο δρόμο ή αν επανήλθε στα γνωστά του μονοπάτια. Ψηφίζουμε υπέρ της δεύτερης εικασίας.

Zodiac (2007)

Και τώρα μπαίνουμε στην αφρόκρεμα. Τις ταινίες για τις οποίες, ακόμα και αν δε μπορέσει να επαναλάβει ο σκηνοθέτης, έχει γράψει το όνομά του στα βιβλία των μεγάλων σύγχρονων του κινηματογράφου με αυτήν την παρανοϊκή γραμματοσειρά των τίτλων αρχής του. Ομολογουμένως, το Zodiac κούρασε πολύ κόσμο προς τη μέση του. Έμοιαζε να έχει χάσει το ρυθμό του, να προσπαθεί να είναι παραπάνω σχολαστικό στη μελέτη του απ’ όσο θα έπρεπε για να μην κάνει το «ακροατήριο» να βαρεθεί την ώρα της «διάλεξης» για τον serial killer με τα κωδικοποιημένα μηνύματα. Κι όμως, αν αφεθεί κανείς στην αφήγηση του σκηνοθέτη, θα παρατηρήσει την οξύτητα με την οποία ο Fincher «λαογραφεί» τον πανικό και τις γενικευμένες συμπεριφορές της αμερικάνικης δεκαετίας του 70, ενώ παράλληλα διατηρεί μια συνεχή και άσβεστη αίσθηση μακαβριότητας. Και τοποθετεί στο κέντρο της πλοκής τον Jake Gylenhaal, ο οποίος, σαν άλλος τραγικός ντετέκτιβ των φιλμ νουάρ, βυθίζεται στην υπόθεσή των δολοφονιών, εγκαταλείποντας οτιδήποτε δεν αφορά αποκλειστικά σε αυτήν.

Το κλείσιμο της ταινίας είναι στοιχειωτικό. Η ματαιότητα πλέον γίνεται αποδεκτή από τους πρωταγωνιστές, καθιστώντας άκαρπες τις προσπάθειές τους και δίνοντας στο φιλμ ένα χαρακτήρα καταραμένο.

Το Παιχνίδι / The Game (1997)

Ποιο παιχνίδι, όμως; Το παιχνίδι της αγωνίας, του οποίου τα πιόνια μετακινεί κατά βούληση ο master of ceremonies Fincher. Το παιχνίδι της μοίρας, που ξαφνικά ενώ όλα μοιάζουν βουτηγμένα μέσα σε μια ρουτίνα, τα πάντα ανατρέπονται και βρίσκεσαι να ψάχνεις τη γενεσιουργό αιτία τους. Το  παιχνίδι της ειρωνείας, όπως ο σκηνοθέτης το μασκαρεύει, κριτικάροντας το δυτικό σύστημα αξιών, όπου μέχρι και τα συναισθήματα είναι εμπορεύσιμα προϊόντα. Στρωτή, μα συνάμα απόκοσμη σκηνοθεσία, κορυφούμενο σασπένς, θαμπά χρώματα, ένας Michael Douglas διαρκώς στο τρέξιμο και το μεσαίο (και κατά παράδοση κάπως στριμωγμένο) μέρος της τριλογίας που καθιέρωσε το δημιουργό του μένει ως χαρακτηριστικό δείγμα γραφής.

Κανονικά θα έβαζα τη σκηνή που το αυτοκίνητο του Douglas βυθίζεται ενώ αυτός επαναλαμβάνει σαν mantra πως πρόκειται μόνο περί παιχνιδιού. Μικρός, αυτή η σκηνή, από το τρέιλερ και μόνο με έκανε να τρέμω. Σήμερα την αντιλαμβάνομαι, πέρα από μια μίνι σύνοψη της ταινίας ως έναν πλάγιο φόρο τιμής στο τρέιλερ του cult θρίλερ Welcome To The Madhouse. Αντ’ αυτού, θα προτιμήσω τη σκηνή του «White Rabbit». Φάλτσα βιολιά που καταλήγουν στη φωνή της Grace Slick, φωσφοριζέ αποχρώσεις που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το πυκνό σκοτάδι, η προσμονή της αναπήδησης από το κάθισμα. Το ταξίδι στο λαγούμι μόλις ξεκίνησε.

 

Fight Club (1999)

Το Fight Club όρισε μια ολόκληρη γενιά σινεφίλ. Μοναδική η κριτική που ο Palahniuk ασκεί στις καπιταλιστικές δομές και η άναρχη αντίδραση που προτείνει ως λύση, μοναδικός ο τρόπος με τον οποίο ο Fincher την αποτυπώνει στο φιλμ. Μια ιστορία καταπιεσμένης οργής, τρέλας, θανάτου και βρωμιάς, μετατρέπεται σε pop σημείο αναφοράς με τρόπο ψυχαγωγικό και καθόλου ακαδημαϊκό. Ήρωες που δεν πρέπει να ταυτιστείς μαζί τους μα ταυτίζεσαι, πράξεις που θα έπρεπε να τις κατακρίνεις, βρίσκεις τον εαυτό σου να τις ψιλογουστάρει. Και όταν τα πράγματα ξεφεύγουν, ξανάρχεσαι στη λογική, μα πλέον είναι πολύ αργά, καθώς τα πάντα γύρω σου καταρρέουν. Ο εφιάλτης της παράνοιας ποτέ δεν περάστηκε τόσο επιτυχημένα και ο ιθύνων νους είναι ο οραματιστής σκηνοθέτης.

Σκηνές πολλές αυτές που θα μπορούσαν να αναφερθούν ως κορυφαίες. Το φινάλε με τους Pixies, η εισαγωγική σεκάνς, η αποκάλυψη της αλήθειας του Durden, το θολό σεξ με τη Marla. Μα αν καταφέρνει να συνοψιστεί το γενικό νόημα της ταινίας σε μερικά δευτερόλεπτα, αυτό θα γίνει στην «κιμαδοποίηση» ενός όμορφου, ξανθού προσώπου. Γιατί αυτό είναι το Fight Club.

Se7en (1995)

Το peak και magnum opus που τον καθιέρωσε σαν αφέντη και δάσκαλο μιας ολόκληρης σχολής. Από εδώ ξεκινάμε να αναφερόμαστε στη φιντσερική σκηνοθεσία, στη νοσηρότητα και το σασπένς που μπορεί να χάθηκε στην πορεία, μα ποτέ δεν φάντασε πιο γοητευτικό όσο στο Se7en. Από τους τίτλους αρχής με τη χαρακτηριστική «υπογραφή» του Fincher και τους ήχους των remixαρισμένων Nine Inch Nails μέχρι το αινιγματικό κουτί και την αμφισβητήσιμη κάθαρση του φινάλε, η urban φοβία, η μυρωδιά της αμμωνίας και των κοπράνων, ο σαλεμένος άνθρωπος βρήκαν έναν υμνητή που κατάφερε να συμπεριλάβει όλα τους σε ένα φιλμ ασύγκριτης μαεστρίας, αισθητικής και ατμόσφαιρας που στοιχειώνει συνειδήσεις, δείχνοντας το αποτέλεσμα και όχι την πράξη. Μικρός είχα δει μόνο τη σκηνή της Λαιμαργίας και έκανα να κοιμηθώ μια εβδομάδα. Ως έφηβος (ακόμα και σήμερα μάλλον) το κατατάσσω ως το προσωπικό αγαπημένο θρίλερ, όπου μέσον και σκοπός πάνε χέρι-χέρι.

Πολλοί θα έτρεχαν να μιλήσουν για κάποια από τις σκηνές ανακάλυψης των θυμάτων ή για ολόκληρη την τελευταία σεκάνς ως την καλύτερη στιγμή της ταινίας. Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω πως ενώ εν μέρει συμφωνώ (όλη η ταινία μια μεγάλη τοπ σκηνή είναι) θα πω πως καμία από αυτές δεν είναι η καλύτερη, η πιο ευφυής όλης της ταινίας. Αυτόν τον τίτλο τον κρατά η σκηνή που ο Morgan Freeman αποσύρεται στη βιβλιοθήκη για να μελετήσει τις τακτικές του δολοφόνου, παράλληλα με τον Brad Pitt που πραγματοποιεί τη δική του έρευνα, συλλέγοντας και φωτοτυπώντας βιβλία υπό τους ήχους του Αέρα του Bach. Μια πραγματική όαση ηρεμίας, που περνά την αίσθηση θαλπωρής και στον ίδιο το θεατή και τον κάνει να ταυτίζεται τόσο πολύ με την ψυχολογία των πρωταγωνιστών. Πως γίνεται μια τόσο πράα και όμορφη στυλιστικά σεκάνς που φλερτάρει εικονοποιητικά με το μπαρόκ να δένει τόσο πολύ στο νοσηρό σύνολο της υπόλοιπης ταινίας, αυτό είναι κάτι που μόνο ο Fincher ξέρει και καταφέρνει.

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας