Categories: ΘΕΑΤΡΟ

Ο γιος, η αδελφή. Ο ένας θαυμάσιος, η άλλη όχι.

Mε την αναφορά σε δύο παραστάσεις αποχαιρετώ το θεατρικό 2019. Δύο παραστάσεις εντελώς διαφορετικές, και κειμενικά και σκηνοθετικά, που συνδέονται όμως μ’  ένα κοινό νήμα: με την έγνοια και τον πόνο για κάποιο μέλος της οικογένειας που υποφέρει, σωματικά, ψυχικά ή και τα δύο μαζί. Για τον τρόπο που το αναγνωρίζουν, το αποδέχονται, το αντιμετωπίζουν ή όχι. Δύσκολα θέματα, το ξέρω, αλλά υπάρχουν και αυτά στις οικογένειες. Η πρώτη παράσταση είναι η νέα σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, με το έργο του Φλοριάν Ζελλέρ «Ο γιος» και η δεύτερη επιχειρεί να θεατροποιήσει το αφήγημα του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Η αδερφή μου», που σκηνοθέτησε ο Περικλής Μουστάκης και παρουσιάζεται για λίγες μέρες στην Αγγλικανική Εκκλησία της οδού Φιλελλήνων. 

Ο γιος

Στην αρχή όλοι πιστεύουμε ότι ο Νικολά (Δημήτρης Κίτσος) είναι ένας έφηβος που έχει πάρει πολύ βαριά το διαζύγιο των θεατρικών γονιών του, του Πιερ (Λάζαρος Γεωργακόπουλος) και της Αννας (Δέσποινα Κούρτη), με την οποία μένει, αφού ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε κι απέκτησε νέα οικογένεια. Αυτό πιστεύουν οι γονείς του, αυτό πιστεύουμε κι οι θεατές της παράστασης «Ο γιος», του νέου έργου του Φλοριάν Ζελλέρ, που σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Παρακολουθούμε δύο μεσοαστικά διαμερίσματα με σκηνικά δύο μεγάλες κατασκευές, που στριφογυρίζουν και μας επιτρέπουν, σκηνικά, να μετακινούμαστε στους διαφορετικούς χώρους. Το σπίτι της χωρισμένης μητέρας, της Αννας, είναι απλό, γυμνό, σχεδόν παραιτημένο, όπως και η ίδια. Το σπίτι του Πιέρ που ζει με τη νέα του γυναίκα, τη Σοφία (Αννα Καλαϊτζίδου) και το μωρό τους, είναι ένα σύγχρονο μεσοαστικό διαμέρισμα, με μοντέρνα στερεοφωνικά και μίνιμαλ διακόσμηση, με βιβλία στο σύνθετο, που παραπέμπει σε καλλιεργημένους ενοίκους. Παρακολουθούμε ένα πρώην ζευγάρι, με τις κινήσεις τρυφερότητας να είναι πλέον μη ανεκτές αν όχι ενοχλητικές και οπωσδήποτε αμήχανες, να προσπαθεί να διαχειριστεί τον έφηβο γιο τους, και την ανύπαρκτη δική του διάθεσή για επικοινωνία μαζί τους. Ακούμε τον Νικολά να λέει «Δεν με νοιάζει τίποτα» αλλά και πάλι πιστεύουμε ότι είναι η διάθεση της εφηβείας. Λίγο αργότερα τον ακούμε να λέει «Η ζωή μού είναι βάρος», αλλά πάλι όλοι, και οι θεατρικοί γονείς και οι θεατές, πιστεύουμε ότι ο Νικολά λίγο τους παίζει, επιζητώντας την προσοχή τους. Ούτε η αποκάλυψη για την τρίμηνη απουσία του από το σχολείο μας θορυβεί περισσότερο. Στο πλαίσιο των εφηβικών αντιδράσεων την καταχωρούμε. 

Ο Νικολά πάει να ζήσει στο νέο σπίτι του πατέρα του, ο οποίος προσπαθεί να χωρέσει τη νέα κατάσταση και το νέο μέλος, κι έχει για στήριγμα τη νέα του σύζυγο, που ενώ ζορίζεται να ισορροπήσει τις νέες σχέσεις, κατανοεί και στηρίζει τις προσπάθειες του Πιέρ. Τα πράγματα δείχνουν να πηγαίνουν καλά, ο Νικολά δείχνει να έχει προσαρμοστεί, να έχουν βρεθεί κάποιες ισορροπίες, μέχρι που μια βόλτα της Σοφίας με το μωρό στο πάρκο αποκαλύπτει την πραγματικότητα. Γιατί ο Νικολά δεν πηγαίνει ούτε στο νέο του σχολείο, ποτέ δεν πήγε εκτός από την πρώτη μέρα. Ο Νικολά απλώς παριστάνει ότι είναι ευχαριστημένος με τη νέα του ζωή. Ο Πιερ είναι απελπισμένος και θυμωμένος, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Ομως πάλι χάρη στη Σοφία, που επειδή δεν εμπλέκεται συναισθηματικά στη φροντίδα του Νικολά μπορεί να βλέπει καθαρότερα τα σημάδια και τις καταστάσεις, αποκαλύπτονται κι άλλα: ότι ο Νικολά αυτοτραυματίζεται συστηματικά. Μέχρι που κάποια στιγμή το κόψιμο θα είναι βαθύτερο… Και  έρχεται η ώρα της νοσηλείας και της «συνάντησης» των γονιών με το πραγματικό πρόβλημα: ο Νικολά χρειάζεται ψυχιατρική θεραπεία. Θα το αποδεχθούν οι γονείς; Θα ακούσουν τις συμβουλές του γιατρού (Γιώργος Μακρής) για την άμεση αναγκαιότητα της θεραπείας και τη σοβαρότητα της κατάστασης ή θα πειστούν από τις χειριστικές υποσχέσεις του Νικολά; 

Δεν θα σας πω τι ακριβώς αποφασίζουν οι γονείς του Νικολά, γιατί οι εναλλαγές των καταστάσεων και των συναισθημάτων από αυτό το σημείο και μετά είναι αδιάκοπες, συγκλονιστικές και συναρπαστικές. Θα σας πω όμως ότι «Ο γιος», το έργο που ολοκληρώνει την τριλογία του Φλοριάν Ζελλέρ -είχαν προηγηθεί «Η μητέρα» το 2010 και «Ο πατέρας» το 2012-, είναι ένα ουσιαστικό, βαθύ όσο και ευαίσθητο κείμενο. Αφού έχει πολύ καλά μελετήσει τις συμπεριφορές, τις αντιδράσεις και τα συναισθήματά των ανθρώπων είτε πρόκειται για τη διαδικασία ενός διαζυγίου, είτε για  και τον τρόπο που δεν αντιμετωπίζουν, δεν θέλουν να αντικρίσουν, πόσο μάλλον να αποδεχθούν, το ψυχικό νόσημα κάποιου μέλους της οικογένειας. Και δεν διστάζει να δείξει πού μπορεί να οδηγήσει η άρνηση…

Είδαμε ένα έργο με ρυθμό, ένα έργο με αναγνωρίσιμους χαρακτήρες και καταστάσεις, που δεν ωραιοποιεί τίποτα και τολμά να είναι ζόρικο, με επιδέξια αποφυγή των μελό καταστάσεων. Ολα αναδείχθηκαν εύστοχα από τη μετάφραση της Κοραλίας Σωτηριάδου και τη σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Ο οποίος πιστώνεται και με κάτι ακόμα: με την επιλογή των ηθοποιών που ερμήνευσαν αυτούς τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας: τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο που απέδωσε την αγωνία, τις προσπάθειες, τις αδεξιότητες, τις τρυφερότητες, τις ενοχές, τον σπαραγμό που αντιμετωπίζει· τη Δέσποινα Κούρτη που γίνεται η ευάλωτη προδομένη γυναίκα που δεν μπορεί να στηρίξει το παιδί της (και ασφαλώς υπάρχει κάπου εκεί κι ο ασυνείδητος ναρκισσισμός)· την Αννα Καλαϊτζίδου, το θετικό και σταθερό πρόσωπο της ιστορίας, που δεν εμπλέκεται συναισθηματικά με τις καταστάσεις και γι’ αυτό μπορεί να διακρίνει όσα οι άλλοι παραμερίζουν, στηρίζοντας και αγαπώντας· τον νεαρότατο Δημήτρη Κίτσο, που επωμίστηκε τον πολύ δύσκολο ρόλο του έφηβου Νικολά, με το ψυχικό νόσημα που υφέρπει, με τις εκρήξεις, την απογοήτευση, τις χειριστικές συμπεριφορές. Πραγματικά σπουδαία ερμηνεία. Ο γιατρός του Γιώργου Μακρή ήταν σταθερός, αλλά λίγο περισσότερο απόμακρος και official μπροστά σε δύο απελπισμένους γονείς. 

Η Ευαγγελία Θεριανού, που φρόντισε τα σκηνικά, αποτύπωσε εύστοχα τους χώρους σε συνάρτηση με αυτούς που τους κατοικούν, την πρόδωσε όμως ο μικρός χώρος της σκηνής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, αποδείχτηκε πολύ μικρός για τους όγκους τους. Αυτό ήταν ίσως το μόνο ψεγάδι της παράστασης, όχι καθοριστικό στη διαδικασία της θέασης πάντως. 

Γιατί ο Φλοριάν Ζελλέρ ακτινογραφεί επιδέξια τους χαρακτήρες που πλάθει. Αποτυπώνει τον σύγχρονο κόσμο, τις φοβίες, τις αναστολές, τις ενοχές, τα μπλοκαρίσματα στις σχέσεις, τον πανικό και την ενοχή μπροστά στην ασθένεια. Που δεν οδηγεί πουθενά. Ή μάλλον οδηγεί στον όλεθρο πολύ συχνά. «Ο γιος» είναι ένα έργο συνειδητοποιημένο για όσα αποφεύγουμε να συνειδητοποιήσουμε. Και μια παράσταση που αναδεικνύει με σεβασμό και υπευθυνότητα ένα τολμηρό κείμενο.

Info
Μετάφραση: Κοραλία Σωτηριάδου
, Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, Σκηνικό: Ευαγγελία Θεριανού, Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα, Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος, Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης, Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Γεωργουδάκη, Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου.
Παίζουν οι ηθοποιοί: Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Δέσποινα Κούρτη, Άννα Καλαϊτζίδου, Δημήτρης Κίτσος, Γιώργος Μακρής
Θέατρο του Νέου Κόσμου
Κεντρική Σκηνή, μέχρι 12 Απριλίου 2020
Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά
Μέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη, Πέμπτη, Σάββατο στις 9.15 μ.μ. Κυριακή στις 6.30μ.μ.

Η αδερφή μου

Και οι φωτισμοί και το περιβάλλον δημιουργούσαν μιαν ατμόσφαιρα αλλόκοτα θεατρική στην Αγγλικανική Εκκλησία. Εκεί διάλεξε να παρουσιάσει ο Περικλής Μουστάκης, βάζοντας το πρόσωπο που αποχαιρετά ο συγγραφέας του αφηγήματος, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, να διαβάζει από εκεί μακριά που πλέον βρίσκεται, το κείμενο. Εξ ου και κάθε τόσο ακούγεται η φράση «…λέει ο γλυκός μου ο Σταύρος…». Με μια εκφορά όμως πολύ περίεργη (και μάλλον εξαιρετικά δύσκολη για την ηθοποιό Δώρα Στυλιανέση, η οποία την υπηρέτησε με αυταπάρνηση). Μια φωνή πέραν του κόσμου τούτου, που ανατρίχιαζε οπωσδήποτε, αλλά και ενοχλούσε.

Το κείμενο του Σταύρου Ζουμπουλάκη είναι ένα αφήγημα για την απώλεια ενός πολύ αγαπημένου προσώπου από την πυρηνική οικογένεια, την αδερφή του Γιούλα. Οι μνήμες της κοινής οικογενειακής διαδρομής ανακατεύονται διαρκώς με τον θυμό, με την απόγνωση όταν προέκυψε η ασθένεια της αδελφής του (επιληψία), με τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς του αδελφού για «το μυστήριο της αγάπης», που αγγίζεται κυρίως θεολογικά. Και δεν είναι το μόνο σημείο που αγγίζεται με τη σκευή, τις γνώσεις και όσους στοχαστές ή όσα κείμενα επηρέασαν τη σκέψη του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Υπάρχει ο θυμός για την αδυναμία, για τον ανθρώπινο πόνο και τον «ανηλεή» Θεό, για την «απόσυρση» του Θεού, όπως την ονομάζει ο συγγραφέας. Ο θυμός μας κάνει απόλυτους συνήθως, (και μάλλον έτσι εξηγείται η χλεύη του στην ψυχανάλυση που είναι χαρακτηριστικό της μεγαλοαστικής τάξης). Αλλά στο κείμενο αυτός είναι που κυριαρχεί. Το συναίσθημα είναι εγκεφαλικό, όταν υπάρχει, και διαμεσολαβημένο: «Η αδερφή μου, η αρρώστια της και η σχέση μου μαζί της καθόρισαν τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, που κρίνω, ιεραρχώ, αξιολογώ. Ο Καμύ μας είπε ότι το κυριότερο, το μόνο, φιλοσοφικό ζήτημα είναι το ζήτημα της αυτοκτονίας, γιατί θέτει το ερώτημα της αξίας ή της απαξίας της ζωής. Η ιστορία της αδερφής μου με οδήγησε από τα εφηβικά μου χρόνια να θεωρώ ότι το κύριο φιλοσοφικό ερώτημα είναι η αρρώστια. Η αρρώστια θέτει, με τον οξύτερο τρόπο, το ζήτημα του νοήματος της ζωής, του Θεού, της σχέσης με τους άλλους, της ευδαιμονίας, της χαράς. Δεν πιστεύω διόλου σε όλη αυτή τη μεταφυσική του πόνου ούτε στην εξαγνιστική λειτουργία του, πιστεύω μόνο ότι όποιος δεν έχει πονέσει θα γίνει μοιραία ένας ρηχός και λίγο ως πολύ ανόητος άνθρωπος. Αλλά πάλι όποιος δεν έχει γευτεί τη χαρά είναι ένας άρρωστος άνθρωπος, που μπορεί εύκολα να γίνει φθονερός, χαιρέκακος και μνησίκακος. Αυτά τα εγκώμια του πόνου τα κάνουν άνθρωποι που μάλλον δεν έχουν πονέσει όσο λένε. Η αρρώστια, η δική σου και των άλλων, σε οδηγεί να εκτιμάς την αξία των πιο κοινών και καθημερινών πραγμάτων της ζωής και ταυτόχρονα να σχετικοποιείς, χωρίς να μηδενίζεις, τη σημασία άλλων, που θεωρούνται σημαντικά». Υπάρχει ένα σημείο στο κείμενο που το συναίσθημα δίνεται ατόφιο, αφτιασίδωτο, γι’ αυτό και διαπερνά: είναι όταν ο Σταύρος Ζουμπουλάκης μιλάει για εκείνο το σπαρακτικό σημείωμα της μητέρας του… 

Αυτό το πολύ ιδιαίτερο κείμενο επέλεξε να μεταφέρει σε ένα επίσης ιδιαίτερο σκηνικό περιβάλλον, στην Αγγλικανική Εκκλησία, ο Περικλής Μουστάκης για να αναδειχθούν, προφανώς, οι θεολογικοί στοχασμοί του συγγραφέα. Το φόρτωσε με την ιδιαίτερη εκφορά του λόγου, έβαλε δίπλα στη Δώρα Στυλιανέση-Γιούλα, ένα ακόμη πρόσωπο, τον ηθοποιό Δημήτρη Σιγανό, που μάλλον ήταν η περσόνα του συγγραφέα, ο οποίος προσπαθεί να φτάσει, έρποντας, τη νεκρή αδελφή του και η όλη διαδικασία ήταν ένα μπαρόκ αποτέλεσμα, που δεν συνάδει με μια προσωπική εξομολόγηση, όπως είναι αυτό το κείμενο. Οι δύο ηθοποιοί, Δώρα Στυλιανέση και Δημήτρης Σιγανός, υπηρέτησαν πιστά τις απόψεις του σκηνοθέτη, όπως και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, όπως και τα κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού, αλλά δεν ήταν αρκετό. Ενα δύσκολο εγχείρημα, δυσκόλεψε και στο χειροκρότημα, αφού η παράσταση τελειώνει, οι ηθοποιοί μένουν ακίνητοι στη μέση του ιερού, η πόρτα της εκκλησίας ανοίγει, αλλά τα φώτα δεν σβήνουν. Και οι θεατές κάθονται αμήχανα στη θέση τους χωρίς να είναι σίγουροι αν τελείωσε η παράσταση, Αλλοι χειροκροτούν, άλλοι περιμένουν… Εφυγα από την Αγγλικανική Εκκλησία χωρίς να έχω γίνει συμμέτοχος στη διαδικασία της απώλειας, της θλίψης και του πόνου. Ούτε θεατρικά, ούτε συναισθηματικά.

Info
Σκηνοθεσία: Περικλής Μουστάκης, Επιμέλεια σκηνικού χώρου-κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού, Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου, Μουσική επιμέλεια: Φραγκίσκη Μουστάκη, Βοηθοί σκηνοθέτη: Φραγκίσκη Μουστάκη – Δημήτρης Σιγανός, Φωτογραφίες: Μέντωρ Δρακούλης & Γιάννης Πρίφτης
Παίζουν: Δώρα Στυλιανέση & Δημήτρης Σιγανός
Αγγλικανική Εκκλησία, Φιλελλήνων 27, Σύνταγμα.
Παραστάσεις στις 3, 4, 9, 10, 16, 17, 23, 24, 30, 31 Ιανουαρίου και στις 6 και 7 Φεβρουαρίου. Στις 9μ.μ.
Όλγα Σελλά