Jacky Terrasson – Take This
Ένα γοητευτικό μουσικό χαρμάνι από όλες τις εποχές.
Γεννημένος το Νοέμβρη του ΄65 στο Βερολίνο από Γάλλο πατέρα και Αμερικάνα μάνα, μεγάλωσε στο Παρίσι και ως ενήλικας με έδρα τη Νέα Υόρκη ο Jacky Terrasson είναι ένα ισχυρό πρότυπο/χαρμάνι πολυπολιτισμικό, ιδιαιτέρως δημιουργικό και ευφάνταστο. Ο Terrasson σπούδασε μουσική στο Berklee College, πιτσιρικάς ακόμη έπαιξε στο Σικάγο και τη Νέα Υόρκη, κέρδισε το 93 στο διαγωνισμό πιάνου Τhelonious Monk και στις πρώτες του ήδη δουλειές συνεργάστηκε με δύο μεγάλες περσόνες της τζαζ, την Betty Carter και την Cassandra Wilson κερδίζοντας πόντους, εμπειρίες και εντυπώσεις. Από τότε και μέχρι το πολύ πρόσφατο Take This (τέλη Φλεβάρη του ΄15) ο Jacky Terrasson έχτισε μια ενδιαφέρουσα και δυναμική καριέρα με 18 δίσκους και εξαιρετικές συνεργασίες, επιδεικνύοντας τις εντυπωσιακές πιανιστικές του δεξιότητες και τις αξιοσημείωτες συνθετικές του ικανότητες.
Σε αυτό το άλμπουμ συνεργάζεται με την ιστορική Impulse και για πρώτη φορά με τον άξιο παραγωγό Jean Philippe Allard που του γνωρίζει τον βοκαλίστα Sly Johnson και τον πείθει να χρησιμοποιήσει πρόσθετα κρουστά σε live αρχικά και στο Take This στη συνέχεια. Ο πιανίστας και συνθέτης παίζει έντονα με το παρελθόν της jazz αλλά και της pop. Το σπουδαίο ταλέντο του, του δίνει τη δυνατότητα να μεγαλουργεί πάνω σε στάνταρτς – φετίχ σαν το Take Five των Dave Brubeck και Paul Desmond και μάλιστα με δύο διαφορετικές εκδοχές που μάλλον θα ζήλευαν και οι μεγάλοι δημιουργοί της κορυφαίας και πασίγνωστης αυτής σύνθεσης.
Στις αναφορές τιμής και έμπνευσης αλλά με έντονη την προσωπική του σφραγίδα περιλαμβάνεται το σπιρτόζο και πολύχρωμο «Un Poco Loco» του ασυναγώνιστου όσο και «καταραμένου» της jazz, επίσης πιανίστα και συνθέτη, Bud Powell. Το χιτ των Beatles «Come Together» που o Terrasson αποδίδει με ένα πιάνο και μια φωνή, το δικό του και του Sly Johnson αντίστοιχα. Το μοντέλο του λυρικού μινιμαλισμού «Blue In Green» του Miles Davis. Επίσης η επιτυχία του γαλλικού τραγουδιού από τη δεκαετία του ΄50 «Maladie d’ Amour» του Henri Salvador και η pop βραβευμένη επιτυχία «Somebody That I Used to Know» που με τη σειρά της στηρίζεται στο σουξέ του μεγάλου Βραζιλιάνου κιθαρίστα Luiz Bonfa. Δίπλα στις απίθανα πρωτότυπες αυτές επανεκτελέσεις, ο Terrasson τοποθετεί τις προσωπικές του συνθέσεις σαν το «Kiff», που συνδιάζει το πιανιστικό στυλ του Errol Gardner με τη σύγχρονη pop φωνητική και είναι ίσως η πιο αδύναμη στιγμή του δίσκου, ή σαν το καταπληκτικό «November» που είναι σίγουρα η πιο δυνατή σύνθεση του Take This.
Για την ιστορία, ο Terrasson παίζει βασικά piano και Fender Rhodes, συνθεσάϊζερ στο «Kiff», κάνει φωνητικά στο «Letting Go» και percussion και human beatbox στο «Somebody that I used to know». Ο Sly Johnson δίπλα του, φωνή και human beatbox. Ο Burnis Travis double bass και electric bass. O Lukmit Perez drums και ο Adama Diarra percussion.
Andreas Polyzogopoulos – Anicca
Τρίτη και καλύτερη δισκογραφική δουλειά του δεξιοτέχνη της τρομπέτας.
Ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος συγκαταλέγεται στους καλύτερους τρομπετίστες της νέας γενιάς. Σαν συνθέτης ωριμάζει συνεχώς από τη μια δισκογραφική δουλειά στην άλλη. Σαν αυτοσχεδιαστής και τρομπετίστας, παρά το νεαρό της ηλικίας του, έχει κάνει άλματα και ήδη βρίσκεται σε ζηλευτά επίπεδα όχι μόνον στην ελληνική αλλά και στη σύγχρονη ευρωπαϊκή τζαζ σκηνή. Το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ με τίτλο Perfumed Dreams (2008) ήταν αρκετό για να τον φέρει στο προσκήνιο με αξιώσειςκαι να καταγραφεί για το λυρικό και ταυτόχρονα δυναμικό παίξιμό του.
Η δεύτερη δουλειά του ήταν ένας φόρος τιμής στη μουσική των Pink Floyd που από μικρός λάτρευε, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να μας γοητεύσει ιδιαίτερα είτε με την πρωτοτυπία είτε με τη φαντασία των διασκευών και επανεκτελέσεων που πρότεινε ή αν προτιμάτε των δικών του συνθέσεων που εμπνεύστηκε από τη μουσική του αγαπημένου του group. Η τρίτη και ολοκαίνουργια όμως συνθετική πρότασή του κάτω από τον γενικό όσο και χαρακτηριστικό τίτλο Αnicca, έχει να πει πολλά και ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα και σίγουρα αποτελεί τη μέχρι τώρα καλύτερη στιγμή του σαν συνθέτη.
Διαβάστε όσα είπε στην Popaganda ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος.
Ο Πολυζωγόπουλος ψάχνει διαρκώς το καινούργιο. Την προσωπική σφραγίδα του. Τον ήχο που του ταιριάζει περισσότερο. Και το βέβαιο είναι ότι έχει πια κατασταλάξει στον δύσκολο δρόμο της ευρωπαϊκής τζαζ και του ευρωπαϊκού στυλ αυτοσχεδιασμού και χτισίματος του μελωδικού του πεδίου. Σαν αυτοσχεδιαστής, τρομπετίστας και συνθέτης, βρίσκει την ταυτότητά του κάπου ανάμεσα στον σκανδιναβικό ήχο και το ιταλικό στυλ των Paolo Fresou και Enrico Rava. Δείχνει να γοητεύεται από τις πλατιές μελωδικές αποτυπώσεις του αχανούς και παγωμένου βορειοευρωπαϊκού ηχοτοπίου αλλά επιζητάει τον συνδιασμό τους με τη ρυθμολογία ενός (ιταλικού) νότου που δεν αρνείται τα αφροαμερικάνικα στηρίγματα και τη μαύρη καταγωγή σαν απαραίτητα στοιχεία της όποιας σύγχρονης εκδοχής αυτού που ονομάζουμε ακόμα…JAZZ ήχο. Έτσι ο Πολυζωγόπουλος χτίζει τη δική του ηχητική πρόταση. Τη δική του μουσική προσωπικότητα. Το δικό του διακριτό πια, ύφος, που τον κάνει αναγνωρίσιμο από τα πρώτα μέτρα.
Το Anicca κουβαλάει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, τα περικλείει και τα εξελίσσει. Περιλαμβάνει επτά καινούργιες, ενδιαφέρουσες συνθέσεις και μια παλαιότερη (τo εντυπωσιακό «Vigla») και προσθέτει συνολικά μια ακόμη διάσταση στο «στυλ Πολυζωγόπουλου». Την αίσθηση του Ζεν και της «ανατολικής ματιάς» που ο τρομπετίστας απέκτησε σε μια σχετικά πρόσφατη φάση της προσωπικής διαδρομής του. Επιρροή που είναι εμφανής όσο και απολύτως γόνιμη στο τελευταίο μουσικό κεφάλαιο που έγραψε και μας προτείνει ο νεαρός συνθέτης και δεξιοτέχνης της τρομπέτας.
Δίπλα στον Πολυζωγόπουλο και την τρομπέτα του στέκονται δυναμικά και δημιουργικά ο εξαιρετικός και επίσης νεαρός πιανίστας Κωστής Χριστοδούλου, ο κιθαρίστας Ανδρέας Χουρδάκης, που ζει και διαπρέπει στη Σουηδία, ο Αντώνης Μαράτος στο ηλεκτρικό μπάσο και ο δυναμικός ντράμερ Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης.