Yπάρχει ένα group στο facebook που «ανασταίνει» την ξακουστή, αθηναϊκή new wave σκηνή των 80s.

Το facebook group New Wave in Athens in the 80’s – The Scene, the People, the Places αποτελεί μια διαδικτυακή πύλη που μπορούν (και βασικά πρέπει) να διαβούν όσοι έζησαν σε πραγματικό χρόνο τα αθηναϊκά νεοκυματικά 80s και δεν σταματούν να τα νοσταλγούν, αλλά και όσοι νεότεροι (που μάλλον είναι και οι περισσότεροι) θέλουν να μάθουν πράγματα για την όλη «φάση». Στον τοίχο του θα βρεις φωτογραφίες από παρέες με παιδιά με περίεργα μαλλιά, μαύρα ρούχα και eye liner, θα βολτάρεις μέσα από ντοκουμέντα στα κλαμπ της εποχής, θα ακούσεις σπάνιες ηχογραφήσεις από αθηναϊκές μπάντες και θα συγκινηθείς χαζεύοντας αποκόμματα εισιτηρίων και αφίσες από θρυλικές συναυλίες. Εμπνευστής του group είναι ο Ταξιάρχης Λιάσκας που μοιράζεται στην Popaganda ιστορίες από τη «σκοτεινή» πλευρά της Αθήνας στις πραγματικές της διαστάσεις. Αυτές ήταν άλλωστε που γέννησαν τους -μικρότερους ή μεγαλύτερους- μύθους.

Πώς αποφάσισες να στήσεις το group; Προς το τέλος του 2008, έπεσα πάνω σε ένα facebook group για την Ίο και εκεί αναγνώρισα στις φωτογραφίες άτομα που κάποτε συχνάζαμε μαζί στα μπαράκια του νησιού, καθώς η Ίος ήταν στάνταρ καλοκαιρινός προορισμός για τους νιουγουεηβάδες. Έτσι αρχίσαμε κουβεντούλα και με έναν από αυτούς, τον Μιχάλη Τσαγκάρη, είπαμε να κάνουμε κάτι. Πάντα ήθελα να φτιάξω έναν ιστότοπο για το new wave στην Αθήνα του ’80, καθώς έβλεπα ότι πολύς κόσμος από το εξωτερικό ενδιαφέρεται να γνωρίσει τί συνέβαινε τότε εδώ, να μάθει για ελληνικές μπάντες και τα clubs στα οποία ζούσε η φάση. Επίσης, επειδή ασχολούμαι επαγγελματικά με πληροφορική και νέες τεχνολογίες, λόγω δουλειάς, με έτρωγε να το κάνω πριν ξεθωριάσει η ιδέα. Είμαι όμως άνθρωπος που πάντα χρειάζεται ένα σπρώξιμο. Πολύ γρήγορα αποφάσισα το όνομα, New Wave in Athens in the 80’s – The Scene, the People, the Place, , μετά από συζήτηση με το Μιχάλη. Εκείνος βέβαια μετά αποχώρησε κι έτσι τώρα διαχειρίζομαι το group εγώ, ο αδερφός μου και μερικά άτομα ακόμα. Ξεκινήσαμε βάζοντας μέλη φίλους μας και σήμερα έχουμε φτάσει περίπου τα 4.500.

Ο στόχος ήταν εξαρχής να δημιουργηθεί κάτι σαν online αρχείο; Θα το θέλαμε, αλλά είναι λίγο αδύνατο να γίνει αυτό σε ένα group στο facebook καθώς δεν σου επιτρέπει να κατηγοριοποιείς της φωτογραφίες για παράδειγμα σε συγκεκριμένο άλμπουμ άπαξ και ο άλλος τις ποστάρει στον τοίχο του group. Μπορώ να τις αποθηκεύσω και να τις ταξινομήσω μετά βέβαια, όμως έτσι χάνονται τα σχόλια και η ιστορία της κάθε φωτογραφίας. Έτσι υπάρχει ένα χάος δυστυχώς. Πρέπει να κάνεις αέναο scroll για να ανακαλύψεις πράγματα. Ωστόσο αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να γίνει γνωστό κάτι που, εμείς που το ζήσαμε, θεωρούμε ότι είναι πολύ αξιόλογο.

Είχες θετικές αντιδράσεις από κόσμο που ήθελε να δει, αλλά και να μοιραστεί δικό του υλικό από εκείνες τις εποχές; Ναι, βέβαια και όχι μόνο από τους μεγάλους. Ακόμα και παιδιά που είναι τώρα 20 χρονών και προσπαθούν να βρουν κάτι και να το ποστάρουν και να συμβάλλουν σε αυτό που έχουμε φτιάξει, είναι μια πάρα πολύ θετική ανταπόκριση για εμένα. Έχουμε στα χέρια μας και σπάνιες ηχογραφήσεις, οι οποίες δεν περίμενα ότι υπήρχαν καν και δε θέλουμε να τα βγάλουμε σε torrents και λοιπά. Θα δούμε πως θα το διαχειριστούμε.

Έχει τύχει «παράγοντες» της σκηνής, ή μέλη από μπάντες να έχουν βρει το γκρουπ και να έχουν προσφέρει υλικό σε αυτό; Αρκετοί μας έχουν δώσει και φωτογραφίες και σπάνιες ηχογραφήσεις, λεπτομέρειες για την ιστορία μιας μπάντας που διαλύθηκε μετά από ένα release για παράδειγμα, ή αφίσες και εισιτήρια από συναυλίες που έγιναν τότε.

Διαβάστε: Ο «ζωντανός θρύλος» Πέτρος Κουτσούμπας μιλά στον Θεοδόση Μίχο για τα ιστορικά λαϊβάδικα Πήγασος και ΑΝ, τις ζόρικες καταλήψεις των 80s, τους πάνκηδες, τα επεισοδιακά Χημεία, τον Σιδηρόπουλο, την οικολογία, το ροκ, και τα Εξάρχεια ως τόπο και κυρίως στάση ζωής.

Πώς ήταν, λοιπόν, η Αθήνα και η σκηνή τότε; Σίγουρα ήταν πολύ διαφορετική. Αρχικά, ο new wave και underground κόσμος ήταν πολύ λιγότερος σε σχέση με σήμερα. Ξεχωρίζαμε λόγω εμφάνισης από χιλιόμετρα μακριά, γιατί διαφέραμε τόσο πολύ από τη μάζα. Σήμερα υπάρχουν τόσα διαφορετικά στιλ, που σε πολλές περιπτώσεις δεν συνδέονται καν με την μουσική ή με τον τρόπο ζωής, έτσι τίποτα πια δεν σου κάνει εντύπωση. Επίσης, χωρίς μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ήταν πολύ πιο δύσκολο να επικοινωνήσεις ή να ενημερωθείς, όμως ο κόσμος ήταν πιο αφοσιωμένος. Άκουγες ότι μεθαύριο το βράδυ θα παίζουν οι South Of No North. Ήξερες τρεις μέρες πριν, ότι αν δεν σπάσεις χέρι, πόδι ή κεφάλι, θα πας και το ξέρανε και οι υπόλοιποι. Επίσης ο κόσμος αυτός δεν αποτελούνταν από ωφελιμιστές. Για παράδειγμα αν κάποιος έβλεπε ένα δίσκο ή μια κασέτα που ήξερε ότι σου αρέσει, έλεγε θα πάρω δύο να σου δώσω κι εσένα το άλλο αντίτυπο. Βέβαια δεν ήταν όλα ρόδινα. Και μόνο το ότι φορούσες μαύρα ρούχα, σήκωνε σκληρή κριτική. Όταν πήγα στο πανεπιστήμιο ας πούμε με κοιτούσαν σαν να έχω έρθει από άλλο πλανήτη και μπορώ να πω ότι με απέφευγαν. Οπότε «αναγκαστικά» ήμασταν δεμένοι μεταξύ μας όλοι εμείς οι «περίεργοι».

Θέλω να μου περιγράψεις μια τυπική μέρα ενός νιουγουεβά στην Αθήνα των 80’s. Σε ποιο δισκοπωλείο θα πήγαινε να βρει μουσική, σε ποια καφετέρια θα άραζε και σε ποιο κλαμπ θα πήγαινε το βράδυ; Μετά το πρωινό ξύπνημα θα πέρναγες από κανένα δισκάδικο για να δεις τις νέες κυκλοφορίες. Αν είχες λεφτά θα το αγόραζες, αλλιώς θα χάζευες. Όλοι μαζεύονταν στο δισκοπωλείο Happening, γιατί τύχαινε να είναι και κοντά σε πολλές σχολές. Θα έβρισκες σίγουρα γνωστούς εκεί, κάθε φορά. Τότε ήταν και της μόδας τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, οπότε σίγουρα θα πήγαινες σε κάποιο να σκοτώσεις την ώρα σου. Must στάση, ήταν και το Dragon Fly, καφετέρια στην Ακαδημίας, με μια τρομερή για τα τότε δεδομένα συλλογή από singles και δίσκους από την Αγγλία κυρίως. Αν σε ήξερε ο ιδιοκτήτης μπορούσες να τους παίξεις κιόλας. Έβλεπες πενήντα δίσκους και τους ήθελες όλους. Επίσης το Dragon Fly έκανε κάτι μοναδικό. Είχε έναν μεγάλο προτζέκτορα και πρόβαλε footage από συναυλίες και video clip που δεν θα είχες τη δυνατότητα να δεις πουθενά αλλού. Μετά η δράση μεταφερόταν στα Εξάρχεια, ή σε άλλα μέρη που γίνονταν live. Ο Πήγασος για παράδειγμα σχεδόν σε καθημερινή βάση είχε live. Μπαρ όπως το Point και το Trash ήταν από τα κλασικά στέκια μας. Αργά τα βράδια ή θα το διαλάγαμε και θα μαζευόμασταν σε κάποιο σπίτι ή θα βολτάραμε στο δρόμο μιλώντας ως το πρωί. Το καλοκαίρι πάλι, πηγαίναμε σε νησιά που ξέραμε όχι μόνο ότι έχει κλαμπ που παίζουν την μουσική που μας αρέσει, αλλά και ότι θα βρούμε κόσμο από το εξωτερικό. Ξέραμε ότι εκεί θα δεις και θα σε δουν άνθρωποι όμοιοι με σένα, θα γίνει ένα οπτικό αλισβερίσι, που ουσιαστικά είναι η δική σου πόρτα προς τα έξω, η αίσθηση ότι ανήκεις κάπου πέρα από μια παρέα στα Πατήσια ή τα Εξάρχεια. Επίσης, συζητώντας με αυτά τα άτομα μάθαινες για ένα μικρό γκρουπάκι από το Βερολίνο ή το Άμστερνταμ, ας πούμε, κι εκείνοι αντίστοιχα για την μπάντα της γειτονιάς σου. Τα νησιά αυτά ήταν πρώτα η Ίος και μετά η Σαντορίνη, κυρίως από το ’84 έως το ’86.

Διαβάστε: Η ιστορία της Hitch Hyke Records, της πιο σημαντικής ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρίας στην Ελλάδα, όπως τη διηγήθηκε στον Θεοδόση Μίχο ο ιδρυτής της, Αιμίλιος Κατσούρης, σε ένα θεαματικό οπτικοακουστικό ρεπορτάζ με σπάνιες φωτογραφίες και συνεντεύξεις on camera.

Ποιες γειτονίες ήταν οι αθηναϊκοί πυρήνες του new wave στα 80’s; Ήταν τα Πατήσια, γιατί εκεί γύρω μένανε διάφορα ιστορικά πλέον ονόματα της σκηνής όπως, ο Fill Scars, ο Μπάμπης Λαλίδης, ο Γιώργος Γλυνέλης, ο Κώστας Παπακίτσος. Το 18ο Λύκειο της περιοχής ήταν το φυτώριο, σα να λέμε. Ήταν τα Εξάρχεια επίσης σίγουρα, του Γκύζη και η Κυψέλη. Μάλιστα από το ’84 και μετά, επειδή υπήρχαν πολλά μαγαζιά στην Φωκίωνος Νέγρη, όπως το Αγκάθι, το Online και φυσικά πάντα η Rebound και δύο μεγάλες παρέες με εντυπωσιακή εμφάνιση που αράζανε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, εκεί που σήμερα είναι τα Goody’s. Επειδή η Φωκίωνος είχε παγκάκια, βόλευε να αράξεις εκεί αφού έκλειναν τα κλαμπ, καθώς κανένας από εμάς δεν είχε λεφτά για ταξί για να γυρίσει σπίτι αν έμενε μακριά. Έτσι καθόμασταν εκεί μέχρι να ξεκινήσει το πρώτο λεωφορείο.

Έπαιζε ξύλο με μεταλάδες ή skinheads; Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις. Με τους χεβιμεταλάδες δε συχνάζαμε στα ίδια μέρη, οπότε δεν υπήρχε δυνατότητα σύγκρουσης, ούτε δίναμε «ραντεβού θανάτου», ας πούμε. Με μια μεγάλη παρέα skinheads υπήρξε πρόβλημα λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας. Άρχισαν να αποκτούν κρίσιμη μάζα και ήταν αρκετά προκλητικοί. Στον Iron Club στο Μπραχάμι είχαν γίνει πολλές συμπλοκές. Μπορεί να σκούνταγες κάποιον κατά λάθος και να γινόταν το σώσε, ενώ ήξερε ο άλλος ότι δεν το έκανες σκόπιμα. Μάλιστα το καλοκαίρι σύχναζαν και αυτοί στην Ίο και δημιουργούσαν πρόβλημα.

Ποιες θεωρείς ότι είναι οι πιο αξιόλογες μπάντες τις εποχής; Οι Ex – Humans, οι Stress, οι Panx Romana, οι South Of No North, οι Yell-O-Yell, οι Magic De Spell, οι Last Drive, οι Villa21 και φυσικά υπήρχαν πάρα πολλά μικρά συγκροτήματα που μπορεί να μην έβγαλαν καν δίσκο, αν και ήταν τρομερά.

Σήμερα παρατηρείται ένα κατά κάποιο τρόπο revival της new wave σκηνής. Μήπως τελικά το New wave δεν σταμάτησε ποτέ να ζει; Πιστεύω ότι σταμάτησε να ζει. Ή μάλλον όχι. Καλύτερα να πω ότι μετεξελίχθηκε. Υπάρχουν πια τόσα μαγαζιά που παίζουν τέτοια μουσική και νέες μπάντες γιατί η νοσταλγία όλων εμάς που το ζήσαμε αυτό στην εποχή του και η φήμη που συνόδεψε τις ιστορίες μας – που ενδεχομένως να είναι και λίγο ενισχυμένη σε σχέση με την πραγματικότητα – πέρασε από ένα ονειρικό φίλτρο, ότι τότε τα πράγματα ήταν πιο αγνά και πιο σημαντικά, επηρεάζει τους νέους ανθρώπους γιατί νιώθουν πως σήμερα δεν υπάρχουν τόσο αγνά πράγματα. Έχουν έτσι ντύσει με αυτή τη χρυσόσκονη την εποχή του αθηναϊκού new wave και θέλουν να ζήσουν κάτι σαν αυτό. Θεωρώ όμως ότι έχει μπει και αυτό σε μια ρουτίνα. Έχουν παιχτεί τα πάντα πλέον, ακόμα και τα πιο σπάνια. Το peak πέρασε. 

Δείτε πολλές ακόμη σπάνιες αφίσες και αποκόμματα ιστορικών συναυλιών (από το προσωπικό αρχείο του Ταξιάρχη Λιάσκα) στην παρακάτω gallery.

 

Φιλίππα Δημητριάδη

Η Φιλίππα Δημητριάδη είναι δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1990 στην Αθήνα, όπου μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.

Share
Published by
Φιλίππα Δημητριάδη