Η νταρκίλα και το τραγούδι στη μυστήρια ζωή του Χρήστου Κυριαζή

Πρώτη δημοσίευση: 23 Νοεμβρίου 2016.

Είναι μέσα των 80’s όταν κάνει την είσοδό του στη δισκογραφία ο Χρήστος Κυριαζής με το άλμπουμ «Όταν Καθόμαστε Σπίτι», με δύο από τα δέκα κομμάτια να ερμηνεύονται από τους Γιώργο Μαργαρίτη και Σταύρο Λογαρίδη. Μέχρι το κλείσιμο της δεκαετίας ακολουθεί ένας ακόμη δίσκος, χωρίς όμως την αναμενόμενη ανταπόκριση από το κοινό. Μπαίνοντας στα 90’s έρχεται το «Βράδυ Σαββάτου» που έγινε περισσότερο γνωστό από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, αλλά η μεγάλη αναγνώριση κρύβεται στο «Μου θυμίζεις τη μάνα μου». Είναι εποχή που δουλεύουν στο μάξιμουμ οι δισκογραφικές και ο κόσμος αγοράζει μανιωδώς άλμπουμ με αυτό του Κυριαζή να πρωταγωνιστεί στις προτιμήσεις τους.

Σύντομα, οι πωλήσεις εκτοξεύονται, σε πείσμα των επτά δισκογραφικών εταιρειών που απέρριψαν το άλμπουμ πριν κυκλοφορήσει τελικά από τη Sony. Στην πορεία ακολουθούν κι άλλες δουλειές, όλες σε μουσική και στίχους δικούς του και όλες εμπνευσμένες από βιώματά του. Ανέκαθεν δήλωνε ότι δεν μπορεί να γράψει κάτι, αν δεν το έχει ζήσει. Ας δούμε όμως τι έχει βιώσει μέσα από τα λόγια του τραγουδιστή που ο Μάνος Χατζιδάκις είχε αποκαλέσει καλοπροαίρετα «κωλοπειραιώτη».

Λένε ότι το αλκοόλ είναι νερό ανακατωμένο με ζωή. Βάζω ένα ποτό όταν γιορτάζω, βάζω ένα όταν είμαι χάλια και βάζω ένα μπας και γίνει κάτι.

Γεννήθηκα δίπλα στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά μεγάλωσα στις γύρω περιοχές (Δραπετσώνα, Καμίνια, Αμφιάλη κλπ.). Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, ενώ τα αδέρφια μου είχαν επιπλοποιείο. Με το συγκρότημά μου, τις Πρόκες, κάναμε μουσικά πρωινά σε μαγαζιά του Πειραιά όπως το Σινικό, το Tropical και τα 20 cocktails. Τα βράδια ξενυχτούσαμε στο Fontana (σ.σ. Έλα μωράκι μου στη Fontana για καφέ) που είχε μπροστά ένα περιβολάκι όπου την αράζαμε παίζοντας κιθάρα μέχρι τα ξημερώματα. Δουλεύαμε, είχαμε τα κορίτσια και τις παρέες μας, βγάζαμε χρήματα και περνούσαμε ωραία. Τι άλλο θέλαμε;

Στη Fontana δημιουργήθηκαν πολλά γκρουπ. Οι 2002GR, Socrates, Λαθρεπιβάτες κ.ά. Ο Πειραιάς ήταν φυτώριο της ροκ. Στη συναυλία των Socrates στο Σπόρτινγκ, οι Πρόκες παίξαμε support. Παρόλο που είχε χιλιάδες κόσμου, όση ώρα παίζαμε είχε απόλυτη ησυχία. Σκέφτηκα ότι θα μας πετούσαν ντομάτες, αλλά μόλις τελειώσαμε ακούστηκε ένα απίστευτο χειροκρότημα. Πρόσεχαν όλοι τους στίχους! Εκεί μας άκουσε ο Φαληρέας και μας πήγε στη Lyra για το πρώτο single με τα κομμάτια «Διαμορφώσου» και «Κι αν η τύχη μου».

«Το κοινό μας όμως ήταν κάτι γέροι που τρώγανε πάστες και σπαστήκαμε. Σε ένα διάλειμμα έρχεται ο γιος του αφεντικού και λέει «Μην στενοχωριέστε. Αύριο θα το έχει μάθει όλο το νησί.»

Η ενασχόληση με τα έπιπλα είναι μυστήρια ιστορία. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε με το γκρουπ στην Πρέβεζα για να παίξουμε, αλλά έγινε σεισμός, και άδειασε η πόλη. Έχουμε μείνει άφραγκοι και δεν ξέρουμε πού να πάμε. Βλέπω ένα καΐκι στο λιμάνι και ρωτάω τον καπετάνιο πού θα πήγαινε, εξηγώντας του την ιστορία μας. Θα πήγαινε στη Λευκάδα και προσφέρθηκε να μας πάρει μαζί του δωρεάν. Ξεκινήσαμε να βρούμε την τύχη μας μιας και δεν είχαμε χρήματα για να γυρίσουμε στην Αθήνα. Φτάνοντας στη Λευκάδα, βγήκα να βρω κάπου να παίξουμε νομίζοντας ότι θα υπήρχε κάποιο κλαμπ, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Γυρίζω στο λιμάνι όπου με περιμένανε τα παιδιά φορτωμένοι με όργανα και ενισχυτές. Τους είπα ότι δεν βρέθηκε τίποτα και στενοχωρηθήκαμε πολύ. Όπως μιλούσαμε όμως, πιάνει το μάτι μου ένα ζαχαροπλαστείο από απέναντι που μπροστά είχε χαλικάκι και τραπεζάκια. Να σημειώσουμε ότι ήμουν και λίγο «άγριος» τότε, με μακριά μαλλιά, μιλιτέρ ρούχα, μπότες κλπ. Μπαίνω στο μαγαζί και το αφεντικό, αφού με «κόβει» καλά-καλά, με ρωτάει τι θέλω. Του πρότεινα να παίξουμε στον εξωτερικό χώρο, αλλά ούτε να το ακούσει. Στο βάθος όμως ήταν δυο παιδιά που παίζανε μπιλιάρδο. Ο ένας που ήτανε γιος του, αφήνει τη στέκα κι έρχεται προς το μέρος μου. Αφού έμαθε τι έγινε, ζήτησε από τον πατέρα του να παίξουμε δοκιμαστικά για ένα βράδυ. Τον ψήνει και παίζουμε. Το κοινό μας όμως ήταν κάτι γέροι που τρώγανε πάστες και σπαστήκαμε. Σε ένα διάλειμμα έρχεται ο γιος του αφεντικού και λέει «Μην στενοχωριέστε. Αύριο θα το έχει μάθει όλο το νησί. Θα κολλήσω αφίσες σε όλα τα χωριά». Την επόμενη μέρα έγινε χαμός. Τα τραπέζια γέμισαν και πολλοί στέκονταν όρθιοι. Ο ζαχαροπλάστης τρελάθηκε και τα γκαρσόνια του δεν προλάβαιναν. Τελικά, κάναμε ένα από τα ωραιότερα καλοκαίρια της ζωής μας. Ώσπου γνώρισα μια Ιταλίδα και μια μέρα μου είπε «φεύγω για Μιλάνο. Έρχεσαι;». Πήγα. Εκεί άκουσα Λούτσιο Μπατίστι για πρώτη φορά και εντυπωσιάστηκα. Μέχρι τότε άκουγα πολύ Ντίλαν και Κοέν.

Αποφάσισα να ζω με τα απαραίτητα, αρκεί να ‘ναι καλά η ψυχή μου. Με είπανε τρελό υποστηρίζοντας ότι μπορούσα να βγάλω εκατομμύρια, αλλά τα πέταξα, χωρίς να γνωρίζουν πώς αισθάνομαι. Πάντως, ακόμα σχεδιάζω έπιπλα. Είναι η τρέλα μου.

Έκανα ένα γκρουπ με Ιταλούς. Πάντα, πριν τις πρόβες είχα το συνήθειο να γυρίζω στα μαγαζιά, να βλέπω βιτρίνες και να τις βαθμολογώ. Αυτό έκανα και στο Μιλάνο. Μια μέρα, είδα ξαφνικά κάτι απίθανα φινετσάτα έπιπλα, κάνοντας αυτόματα σύγκριση με τα τεράστια σύνθετα που έφτιαχαν τα αδέρφια μου στην Ελλάδα. Έτσι, παράλληλα με τη μουσική, γράφτηκα σε μια σχολή σχεδίου. Ώσπου κάποια στιγμή επιστρέφω στην Ελλάδα για Χριστούγεννα, αλλά κόλλησα. Είχα νοσταλγήσει τον Πειραιά και τους φίλους, με αποτέλεσμα να θέλω να μείνω. Από μουσική όμως δεν είχα τίποτα εδώ γιατί οι Πρόκες είχαν διαλύσει. Έτσι, κουβεντιάζοντας με τα αδέρφια μου, τους είπα τι είδα στην Ιταλία δείχνοντάς τους και έναν φάκελο με δικά μου σχέδια. Μιλάμε για κόκκινη λάκα, μαύρη λάκα κλπ. Εδώ είχανε κλασικά όπως μαόνι και καρύδι. Εντυπωσιάστηκαν και αποφασίσαμε να μπω στη δουλειά με μερικά δικά μου σχέδια που τελικά, πήγανε σφαίρα. Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησα το πρώτο δικό μου μαγαζί στο Καλαμάκι, μετά στο Φάληρο, στην Κηφισίας, στο Κολωνάκι. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Ήμουν όμως μόνο σχεδιαστής και όχι μάστορας.

Στο μεταξύ, με τον Αντώνη (σ.σ. Τουρκογιώργη) κάναμε τρεις δίσκους στη Lyra, αλλά δεν προχωρούσαν. Ενδιάμεσα, με παίρνει και ο Παπακωνσταντίνου για να πει το «Βράδυ Σαββάτου». Το κομμάτι γίνεται γνωστό και αρχίζει να ακούγεται λίγο το όνομά μου. Πάω στη Θεσσαλονίκη και ένας ραδιοφωνικός παραγωγός του Ant1 μου λέει ότι το «Έλα μωράκι μου» έχει γίνει επιτυχία εκεί. Το έβαλε για πλάκα στην γκόμενά του και πήραν φωτιά τα τηλέφωνα. Μετά από έναν χρόνο παίζεται και στην Αθήνα με αποτέλεσμα να ακούγεται περισσότερο το όνομά μου.

Εγώ έπαιζα ροκ και ο πατέρας μου μού έλεγε «Άσε τις μαλακίες και παίξε κάνα ζεϊμπέκικο. Αυτά είναι τραγούδια» δείχνοντάς μου τον Πάνου.

Κάνουμε το «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» με τον Αντώνη να τρέχει στις εταιρείες να το πλασάρει, αλλά δεν το θέλει καμιά από τις εφτά εταιρείες! Βάλαμε τα τραγούδια στο συρτάρι και συνέχισα στα έπιπλα. Κάποια στιγμή ετοιμάζονταν για γάμο ο Πολυχρονίου με την Χαραλαμπίδου και ήρθαν να ψωνίσουν έπιπλα. Γνωριζόμασταν με τη Μάγκυ και ρώτησε τι κάνω από μουσική. Της είπα για τον δίσκο και ζήτησε να τον ακούσει. Την επόμενη μέρα με παίρνει εντυπωσιασμένη παροτρύνοντας τον Γιώργο να πάρει τον δίσκο στη Sony, τη μοναδική εταιρεία που δεν είχε προσεγγίσει ο Αντώνης. Τον ακούνε και μου είπαν ξανά όχι. Την επόμενη μέρα όμως, με ξαναπαίρνουν ζητώντας να με δουν. Τι είχε γίνει; Ο Γερμενίδης (σ.σ. αναφέρεται στον τότε διευθυντή της Sony Δημήτρη Γιαρμενίτη, που ο Κυριαζής επιμένει ακόμα να τον αποκαλεί Γερμενίδη) έβαλε να ακούσει τα κομμάτια στο σπίτι του χωρίς ενδιαφέρον. Εκείνη την ώρα όμως, η γυναίκα του που τα άκουγε από το διπλανό δωμάτιο του είπε «Αν δεν βγάλετε αυτόν τον δίσκο, θα κάνετε μεγάλη βλακεία». Φαντάσου πόσοι παραγωγοί τον απέρριψαν που υποτίθεται ήταν γνώστες. Ο Γερμενίδης αποφάσισε να τυπώσουμε δυο χιλιάδες τεμάχια να δούμε πώς θα πάει. Μόλις μπαίνει ο δεύτερος μήνας, με παίρνουν από τη Sony. Δεν θα ξεχάσω τη φράση τους «Πήραν φωτιά τα κομπιούτερ». Σκέψου ότι δεν είχε γίνει καμία διαφήμιση, δεν εμφανιζόμουν πουθενά και δεν είχε γυριστεί ακόμα το βίντεο κλιπ με τη Βάνα.

Στην αρχή υπήρχε ενθουσιασμός αλλά δεν μου έλεγε κάτι όλο αυτό. Εμφανιζόμουν έξι μέρες την εβδομάδα. Ώσπου βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη και ήδη κάνω σκέψεις να αποχωρήσω για λίγο. Μια μέρα, όπως είμαστε στην πίστα, ο βιολιστής με ενημερώνει ότι πρώτο τραπέζι δεξιά είναι ο Άκης Πάνου με δυο φίλους του. Άκουγα τον Πάνου από παιδί, από τους δίσκους του πατέρα μου. Εγώ έπαιζα ροκ και ο πατέρας μου μού έλεγε «Άσε τις μαλακίες και παίξε κάνα ζεϊμπέκικο. Αυτά είναι τραγούδια» δείχνοντάς μου τον Πάνου. Ο Τάσος (σ.σ. Φαληρέας) μου είπε ότι έπρεπε να κατέβω στο τραπέζι του, αλλά αυτό δεν το είχα κάνει για κανέναν πελάτη. Όσο αναρωτιόμασταν τι θα κάνουμε, μπαίνει στο καμαρίνι ο Άκης. «Δάσκαλε, καλησπέρα» του είπα ενώ σηκωνόμουν. «Κάτσε κάτω ρε», απάντησε. 

Πήγαμε σε μια ταβέρνα με τον Πάνου που σύχναζαν με τον Καζαντζίδη. Είχε παντού φωτογραφίες τους. Πιάσαμε κουβέντα για πολλά, αλλά η ατάκα που με παρότρυνε να κάνω πράξη αυτό που σκεφτόμουν ήταν «Κυριαζή, ξέρεις το κόλπο και γράφεις καλά τραγούδια. Πρόσεχε μη σε κάνουν γυαλιστερό. Μην κυκλοφορείς πολύ σε τηλεόραση και εξώφυλλα». Μόλις μου είπε αυτό, γύρισα στην Αθήνα και σταμάτησα τα πάντα τραγουδώντας πλέον μόνο για πάρτη μου, σε φίλους, σε εκδρομές και ψαρέματα.

Πάντα προτρέπω τους γονείς να παίρνουν μια κιθάρα στα παιδιά τους, κι ας μη μάθουν. Απλά, να υπάρχει στο δωμάτιο. Ποτέ δεν ξέρεις.

Επέστρεψα στα έπιπλα, αλλά οι μάστορες που είχα ήταν μεγάλοι. Ήθελα όμως να πουλάω δικά μου πράγματα και όχι εισαγόμενα. Έτσι, έψαξα καινούργιους μαστόρους, αλλά δεν βρήκα σαν αυτούς που είχα. Το γεροντάκι είχε υπομονή και δούλευε με τη ράσπα πολλή ώρα για να βγάλει την πλάτη μιας καρέκλας, ενώ οι νέοι θέλουν να γίνει άρπα κόλλα η δουλειά. Ο κύκλος των επίπλων έκλεισε και βρέθηκα μόνο με ελάχιστα έσοδα από την ΑΕΠΙ. Αποφάσισα να ζω με τα απαραίτητα, αρκεί να ‘ναι καλά η ψυχή μου. Με είπανε τρελό υποστηρίζοντας ότι μπορούσα να βγάλω εκατομμύρια αλλά τα πέταξα, χωρίς να γνωρίζουν πώς αισθάνομαι. Πάντως, ακόμα σχεδιάζω. Είναι η τρέλα μου.

Έπεσα σε σιωπή με μόνη διέξοδο το ψάρεμα και το στούντιο. Γίνονταν προτάσεις από μεγάλα ονόματα, αλλά δεν ενθουσιαζόμουν. Μέχρι που με πήρε ο γιος μου λέγοντας ότι θέλει να μου γνωρίσει έναν φίλο του. Ήταν ο Μαραντίνης των Onirama που πρότεινε να τους δώσω κάποιο τραγούδι μου και να πούμε μαζί κάποιο άλλο. Μόλις δέχτηκα, μου λέει «Και κάτι άλλο. Θέλουμε να εμφανιστούμε μαζί». Αρχικά, αρνήθηκα, αλλά ο γιος μου με παρότρυνε να το κάνω. Όταν γύρισα σπίτι, σκέφτηκα ότι οι Onirama είναι γκρουπ και θυμήθηκα το δικό μου. «Πλάκα θα ΄χει να ζήσουμε καμιά τέτοια κατάσταση» σκέφτηκα. Ήταν η λέξη «γκρουπ» που μου έκανε κλικ.

Υπήρχαν άνθρωποι που με επηρέασαν πολύ στη ζωή μου. Ο πατέρας μου μού πήρε την πρώτη μου κιθάρα, μια Fender Telecaster ίδια ακριβώς με αυτή που κρατούσε ο Κιθ Ρίτσαρντς σε μια αφίσα στο δωμάτιό μου. Είναι μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Πάντα προτρέπω τους γονείς να παίρνουν μια κιθάρα στα παιδιά τους, κι ας μη μάθουν. Απλά, να υπάρχει στο δωμάτιο. Ποτέ δεν ξέρεις.

Τα τραγούδια βγαίνουν μέσα από δυσκολίες. Όταν έχεις χαρά, δεν γράφεις, αλλά ζεις. Οι εικόνες έρχονται όταν είσαι μόνος σου, βάζεις κάτι να πιεις και σκέφτεσαι. Ελάχιστα κομμάτια μου είναι χαρούμενα. Τα περισσότερα είναι νταρκίλα, ενώ συχνά αναφέρω ποτά. Δεν έπινα ποτέ πολύ. Το παράκανα μόνο σε ιδιαίτερες στιγμές, όπως όταν έχασα τη μάνα μου. Ξέφυγα γιατί δεν είχα αλλού βοήθεια. Λένε ότι το αλκοόλ είναι νερό ανακατωμένο με ζωή. Βάζω ένα ποτό όταν γιορτάζω, βάζω ένα όταν είμαι χάλια και βάζω ένα μπας και γίνει κάτι.

Γιώργος Κοβός

Share
Published by
Γιώργος Κοβός