Nick Mauss: Ο neo dandy της αμερικανικής ζωγραφικής στην Αθήνα

Δεν είναι λίγα αυτά που κανείς έχει να πει για τον Nick Mauss. Στα 35 του ο Αμερικανός εικαστικός έχει ένα βιογραφικό που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει μια συνεργασία με την Kim Gordon και το Μπαλέτο της Νέας Υόρκης και συμμετοχές σε εκθέσεις του Whitney Museum στη Νέα Υόρκη, αλλά και το όνομα του σε συλλογές όπως αυτή του ΜΟΜΑ.

Τυπικά ο Mauss είναι Αμερικανός, ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις πριν τον γνωρίσεις. Παρ’ όλα αυτά τα δέκα χρόνια ζωής στο Βερολίνο, έχουν αφήσει επάνω του μια εντελώς ευρωπαική θέση για το πως βλέπει την ζωή. Σίγουρα όχι με τo loud attitude και την βιασύνη που διακρίνει πολλές φορές τους Νεοϋορκέζους. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Νέα Υόρκη, σε μια από τις πιο hardcore σχολές της πόλης με Μαρξιστικό background, το Cooper Union. Η πόλη στα τέλη της δεκαετίας του ’90, γεννούσε συνεχώς καινούργιες τάσεις στη τέχνη. «Απορρόφησα πολλά πράγματα εκείνη την εποχή, που δεν αναφέρονταν στην Σχολή γιατί κάποια τα θεωρούσαν εμπορικά, αλλά συνέβαιναν τόσο πολλά πράγματα στην πόλη, ήταν πολύ καλή εποχή για έναν καλλιτέχνη να είναι εκεί», λέει. 

Τον ρωτάω για την Νέα Υόρκη του σήμερα που την ξαναζεί μετά από δώδεκα χρόνια στο Βερολίνο. «Έζησα μια περίοδο στο Βερολίνο που είχε μεγάλο ενδιαφέρον γιατί μεταμορφωνόταν συνεχως μέχρι να φτάσει στο σήμερα. Το 2000 ήταν πολύ ενδιαφέρουσα χρονιά, πολλά πράγματα ήταν ρευστά, δεν ήταν ακόμα το κέντρο της τέχνης που είναι σήμερα. Μου έκανε καλό γιατί η Νέα Υόρκη είχε γίνει ανυπόφορη. Οι άνθρωποι που έβγαιναν από την Καλών Τεχνών είχαν πολύ συγκεκριμένο πλάνο καριέρας, για μένα αυτό δε έβγαζε νόημα οπότε πήγα στο Βερολίνο, παρ’ όλο που κρατούσα δεσμούς, έδειχνα την δουλειά μου στη Νέα Υόρκη. Στην Ευρώπη υπήρχαν πολλά non-profits και μου άρεσε να κάνω δουλειές πιο πειραματικές με τέτοιους χώρους. Το 2012 μετά από ένα χρόνο στο Αμβούργο όπου δίδασκα στη Σχολή εκεί, ένιωσα νοσταλγία για τη Νέα Υόρκη και γύρισα. Και την βρίσκω τώρα πολύ πιο ενδιαφέρουσα απ’ όσο ήταν όταν την άφησα, κι ας λένε όλοι λένε οτι έχει “μαλακώσει”. Εγώ την βρίσκω εκπληκτική, αν εξαιρέσεις τα έξοδα που αυξάνονται. Αυτό που μου έλειπε είναι η πληθώρα επιλογών και το οτι έχει από την πιο experimental σκηνή μέχρι το πιο παγιωμένα πράγματα, ενώ στο Βερολίνο ένιωθα πια οτι οι γενιές μεταξύ καλλιτεχνών δεν επικοινωνούσαν». 

Του λέω πως το ίδιο συμβαίνει εδώ, πως οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες δεν επικοινωνούν τόσο πια με τους νεότερους. «Στη Νέα Υόρκη, όλοι μπλέκονται με όλους. Η νεότερη γενιά είναι πολύ φρέσκια και βλέπω νέες δουλειές που δεν τις ξέρω που απορρίπτουν πολλά από αυτά που έχουν παγιωθεί, βρίσκουν νέους τρόπους έκφρασης. Για παράδειγμα η ποίηση, υπάρχει τώρα στην πόλη μια αναβίωση της ποιητικής σκηνής με ποιητές 25χρονους, που γεμίζουν underground χώρους». Μιλάμε για την παλιά γενιά, παραδόξως ξέρει τον Βλάση Κανιάρη, τον μεγάλο Έλληνα καλλιτέχνη της γενιάς του ’60 και μου λέει πως του αρέσει πολύ. 

Η νέα του έκθεση στην γκαλερί της Ελένης Κορωναίου είναι μια άσκηση συγκέντρωσης και ισορρροπίας μεταξύ ζωγραφικής και γλυπτικής. Και όμως ο ίδιος λέει οτι το σχέδιο είναι ο βασικός του άξονας. «Παρουσιάζω μια σειρά από φωτογράμματα, που έχω φτιάξει με χειροποίητα γυάλινα αρνητικά που τα έχω περάσει από καπνό κεριού αλλά και σχέδια σε ύφασμα». Η περιγραφή θα έλεγα πως αδικεί τα υπέροχα έργα που υπάρχουν στην έκθεση. Η λεπτότητα, αλλά ταυτόχρονα η χειρουργική προσοχή που επιδεικνύει στον τρόπο που χειρίζεται υλικά αλλά και την ίδια την επιφάνεια, κάνουν τον Mauss ένα από τα πιο σημαντικά παραδείγματα στη σύγχρονη ζωγραφική. «Θα έλεγα πως είναι σχέδια σε διαφορετικά φορμάτ» λέει ο ίδιος. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τον ρωτώ αν με ένα τρόπο ορίζει ξανά την διαδικασία του σχεδίου. «Ενδιαφέρον, δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Αλλά ναι, μάλλον έχει μια δόση αλήθειας αυτό που λες. Σπούδασα δοκιμάζοντας πολλά μέσα, κατέληξα πολύ να ασχολούμαι με φωτογραφία και γλυπτική, και άρχισα το σχέδιο μετά, αφού έφυγα από τη Σχολή. Με το που έφτασα στη Γερμανία ασχολήθηκα με το σχέδιο, γιατί με ενδιέφερε πολύ τότε ποιο είναι το στάδιο πριν το τελικό έργο, πριν λυθούν όλα τα ερωτήματα που έχουμε σαν καλλιτέχνες όταν παράγουμε. Και για κάποιον λόγο το σχέδιο ήταν το μέσο που θεώρησα οτι πρέπει να ερευνήσω». Στην δουλειά του πολλές φορές νιώθεις οτι αμφισβητεί την ίδια την υπάρχουσα εικόνα και σαν αισθητική και σαν θεωρία, αλλά και την διαδικασία αυτής, μέσω της γλώσσας του σχεδίου. «Είναι αλήθεια ότι τις περισσότερες φορές η φωτογραφία είναι το διεργετικό – κάποιες φορές και το κείμενο. Αλλά με ενδιαφέρουν και τα λάθη στη μετάφραση μιας φωτογραφίας. Για τα έργα εδώ στην Αθήνα, ακολουθώ αυτό που κάνω κάθε φορά, με ενδιαφέρει να παρουσιάζω μια διαδρομή που έχω εφεύρει που είναι άγνωστη και σε μένα, πειραματίζομαι με υλικά κάθε φορά που δεν έχω χρησιμοποίησει, όπως εδώ με το γυαλί και τα αρνητικά, τον καπνό από κεριά, όλα αυτά που έχουν να κάνουν με το να χάνεις τον έλεγχο της διαδικασίας». 

Αναρωτιέμαι αν η δουλειά που παρουσιάζει επηρεάστηκε από τις εικόνες της Αθήνας που βλέπει ο κόσμος τα τελευταία χρόνια. «Σκέφτομαι πάντα το κοινό, αλλά όχι με τέτοιο τρόπο, περισσότερο με ενδιαφέρει ο χώρος, παρά η πόλη, άλλωστε ποτέ δεν ξέρεις ποιο είναι το κοινό, είναι αρκετά φαντασιακό». Του αναφέρω πως το γυαλί που χρησιμοποιεί και η ευθραστότητα του, μου θυμίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται Αθήνα σήμερα. «Ο χώρος και το μικρό-περιβάλλον είναι αρκετά σημαντικά για μένα στο να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο για το έργο. Οι συνδέσεις επίσης με ενδιαφέρουν για ένα κοινό πιο οικουμενικό και η ευθραστότητα αυτή που ανέφερες είναι σημαντική».

Μιλώντας για ευθραστότητα θυμάμαι το project με το μπαλέτο της Νέας Υόρκης, που έδειξε στο Whitney. «Ο κλασσικός χορός έχει ένα fragility. Δεν ήταν αυτονόητο το να δουλέψω με κλασικούς χορευτές, όλοι μου έλεγαν “μα γιατί δεν δουλεύεις με τον μοντέρνο χορό”. Αλλά πολλές φορές αυτή η κοινή γλώσσα που έχουμε για το σύγχρονο εμένα με απωθεί και θέλω να εξερευνήσω τις κλασσικές έννοιες και πως τις σπας». 

Μιλάμε για την Ann De Keersmaeker, για την παρουσίαση της χορογραφίας της ως έργο τέχνης στο μουσείο Wiels των Βρυξελλών. «Είναι τόσο ενδιαφέρον έργο, πήγα στις Βρυξέλλες ειδικά για να το δω. Τα τελευταία χρόνια που όλοι σκέφονται πως βάζεις την performance σε μουσείο, κατάλαβα πως με τον χορό είναι ακόμα πιο πολύπλοκο, αλλά αυτή πραγματικά το κατάφερε. Ο τρόπος που έφτασα εγώ να δουλέψω με το μπαλέτο βέβαια ήταν πιο τυχαίος, το έργο δεν ξεκίνησε έτσι, με το μπαλέτο ως αφετηρία, αλλά με τον καλλιτέχνη που δούλευε με το μπαλέτο, τον Christian Berard, που έφτιαξε τα σκηνικά για την Ωραία Κοιμωμένη του Κοκτώ. Μου άρεσε πολύ η δουλειά του, αλλά δεν ήταν το έργο μου ένα homage στον καλλιτέχνη αυτόν απλά και εδώ αυτός ήταν μια αφετηρία». H «χαμένη» ιστορία του σκηνογράφου αυτού, έκανε τον Mauss να παράξει ένα έργο εξαιρετικό που μετά οδήγησε σε μια ακόμα συνεργασία με την Kim Gordοn και κλασσικούς χορευτές.  «Χρόνια μετά κάποιος επιμελητής, μου είπε μα γιατί δεν δουλεύεις με χορευτές, και το σκέφτηκα για ένα διάστημα, και προσέγγισα το μπαλέτο με τον ίδιο τρόπο όπως προσέγγισα τον Berard. Και εδώ ήρθε και η Kim Gordon για να σπάσει αυτό το fragility». 

Ο Mauss βλέπει τα πάντα ως υλικά, τα οποία χρησιμοποιεί με σχεδόν ευλάβια ενός εμμονικού θρησκόληπτου, αλλά με την απόλυτη ελευθερία ενός άθεου. Ίσως για αυτό κάθε παρουσίαση της δουλειάς του αποτελεί μια ανέλπιστα νέα θέαση για το τι είναι έργο τέχνης, τόσο «άπιαστη» αλλά και τόσο ανακουφιστική. 


Μέχρι 28/11 , Γκαλερί Ελένη Κορωναίου, Δημοφώντος 30 & Θορικίων 7, τηλ. 210-3411748.  Ώρες λειτουργίας: Τρ.- Παρ. 12:00-18:00 Σαβ. 12:00-16:00, Κυριακή κλειστά.
Ηλιάνα Φωκιανάκη

Share
Published by
Ηλιάνα Φωκιανάκη