Δεν γέλασαν μόνο οι θεατές το περασμένο Παρασκευοσάββατο στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Πρέπει να γελούσε πολύ ευχαριστημένος και ο Αριστοφάνης, αφού απέδειξε, για άλλη μια φορά, ότι το έργο του εξακολουθεί να αγαπιέται από το κοινό. Ετσι, στη μοναδική κωμωδία στα φετινά Επιδαύρια, στις «Νεφέλες», σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, την πρώτη του σε κωμωδία, του , έσπευσαν 5.500 (κοντά στις 6) χιλιάδες θεατές την Παρασκευή και κοντά στις 8 χιλιάδες το Σάββατο.
Τι είναι οι Νεφέλες; Είναι η γνώση, η έμπνευση, η δημαγωγία, η μόρφωση, η τέχνη του λόγου, η δημιουργία, η αναζήτηση; Λίγο απ’ όλα και όλα μαζί θέλησε να είναι και ο Αριστοφάνης και ο Δημήτρης Καραντζάς και η όψη των πρωταγωνιστών της παράστασης (μερικοί από τους καλύτερους σύγχρονους Ελληνες ηθοποιούς) παρέπεμπε σε όλα αυτά με μεγάλες δόσεις σουρρεαλισμού (κοστούμια φωτεινά και γοητευτικά αλλόκοτα της Ιωάννας Τσάμη) και εύστοχου χιούμορ. Και ταυτοχρόνως παρέπεμπαν, με υπαινικτικές πινελιές, σε πολλά και διάφορα πρόσωπα από τον ευρύτερο χώρο της τέχνης. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη εμφανίζεται με περούκα που θυμίζει Μέρυλιν Μονρόε, η Αλέξάνδρα Αϊδίνη θα μπορούσε να είναι η Χάιντι, οι δύο μαθητές (Παναγιώτης Εξαρχέας και Πάνος Παπαδόπουλος) είναι κάτι σαν πιερότοι που βγήκαν από κάποιο παραμύθι, η Ελίνα Ρίζου θυμίζει Στρουμφίτσα. Οσο για τον Γιάννη Κλίνη (αποκάλυψη, που πρέπει να διέσχισε άπειρες φορές την ορχήστρα) το κοστούμι του παραπέμπει σε Μαρία Κάλλας, σε Κατίνα Παξινού και σε Νάνα Μούσχουρη. Μαζί. Αλλά και το σκηνικό (Κλειώ Μπομπότη) στήνει το σχολείο του Σωκράτη σαν ένα τεράστιο κουτί, λαμπερό και καλογυαλισμένο εκ πρώτης όψεως, ανάστατο έως χύμα όταν ανοίγει σιγά σιγά (σχεδόν επιθετικά), απροσπέλαστο, σνομπ και φιλάρεσκο για όσους βρίσκονται απ’ έξω.
Εκεί απευθύνεται ο απλοϊκός και λαϊκός Στρεψιάδης (Γιώργος Γάλλος σε άλλη μια απολαυστική ερμηνεία, με τις σωστές δόσεις χιούμορ και ευαισθησίας), που απευθύνεται στον Σωκράτη για να δεχθεί τον γιο του τον Φειδιππίδη για μαθητή. Θέλει να τον διδάξει επιχειρήματα για να αντιμετωπίσει τους δανειστές του, αναζητεί στη γνώση τον τρόπο να επιβληθεί ξεγελώντας. Αυτό πιστεύει ότι προσφέρει η γνώση. Κι όταν ο γιος του (Αινείας Τσαμάτης, ο κακομαθημένος, ο αραχτός, ο αδιάφορος) αρνείται, αποφασίζει να… σπουδάζει επιχειρήματα ο Στρεψιάδης.
Κι από εκείνο το σημείο και μετά στήνεται μια παράσταση ευφυής, σύγχρονη, με θέση και άποψη και ως προς το κείμενο του Αριστοφάνη και ως προς τον τρόπο που τον προσεγγίζει το σύγχρονο θέατρο, με μεγαλειώδες σαρκαστικό χιούμορ στις μέχρι τώρα αριστοφανικές αναγνώσεις και παρουσιάσεις, με έναν θίασο που είναι ταυτόχρονα και χορός απολαυστικός, και με δύο παραβάσεις για ανθολόγηση: του Χρήστου Λούλη που υποδύεται τον Αριστοφάνη και του Νίκου Καραθάνου που υποδύεται τον Σωκράτη. Οι φαλλοί, το κυρίαρχο σκηνικό και ενδυματολογικό στοιχείο των αριστοφανικών παραστάσεων μέχρι τώρα, σαρκάζεται επίσης, με χιούμορ και γόνιμη αναίδεια. Στην παράσταση του Δημήτρη Καραντζά μόνο στην παράβαση εμφανίζονται (και αφήνονται σε παράταξη στο έδαφος της ορχήστρας, περίπου όπως κατεβάζουμε τα κάδρα σε μια μετακόμιση) φαλλοί και γυναικεία στήθη, ψεύτικα, χοντροκομμένα, αυτά που τόσα χρόνια καταλάμβαναν κυρίαρχο χώρο στην ορχήστρα της Επιδαύρου και αποσπούσαν το εύκολο γέλιο του κοινού, κρύβοντας πίσω από το μέγεθος των φαλλών, την ποίηση, τα ερωτήματα και τη σκέψη του Αριστοφάνη. Είχε κάτι το τρυφερά αναιδές αυτή η παράβαση, ήταν ένα ιδιόρρυθμο και απολαυστικό homage, σε ό,τι τόσα χρόνια είχαμε μάθει να είναι ο Αριστοφάνης, με το βλέμμα στραμμένο στις μελλοντικές παραστάσεις. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο στην παράβαση. Ούτε καν αυτό που έκανε το θέατρο της Επιδαύρου διάσημο: η ακουστική του. Και το ρίξιμο ενός κέρματος στη θυμέλη, που συνοδεύεται από τον «έκπληκτο» θαυμασμό του θιάσου, υπογραμμίζει τα στερεότυπα που μας ακολουθούν, όλα εκείνα που συνοδεύουν την πλημμελή γνώση της κοινής γνώμης για πολλά.
Τι άλλο ήταν οι Νεφέλες του Δημήτρη Καραντζά εκτός από την περιπαικτική αναδρομή και τον σχολιασμό στην εικόνα που έχουμε για την κωμωδία του Αριστοφάνη; Ηταν εύστοχο σχόλιο για τη δημαγωγία, για την επιβολή μέσω της δεξιοτεχνικής χρήσης του λόγου, για τη φιγούρα μέσω της γνώσης που γίνεται εξουσία, για το αδιέξοδο της επανάληψης και της συντήρησης (έξοχη και σε κωμικό ρόλο η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ως Δίκαιος Λόγος), για την αυθάδεια της στεγνής παιδείας και την εξάπλωση των παπαγαλίστικων γνώσεων, για τη χειριστική συμπεριφορά που καλύπτει τον φιλοτομαρισμό ή τη λαμογιά.
Γι’ αυτό του το στοίχημα (που το κέρδισε), ο Δημήτρης Καραντζάς είχε δίπλα του τους καλύτερους και επί σκηνής και εκτός σκηνής. Τι να πει κανείς για την κίνηση που δίδαξε ο Τάσος Καραχάλιος; Εύσημα και στη μετάφραση του Γιάννη Αστερή. Το μόνο μείον, γιατί δεν συνόδευσε όσο θα έπρεπε την παράσταση ή γιατί δεν φάνηκε να την συνοδεύει, ήταν η μουσική του Ανρί Κεργκομάρ, που ξεκίνησε καλά αλλά κάπου στην πορεία ήταν σαν να εξαφανίστηκε.
Πικρή κωμωδία είναι οι «Νεφέλες» και ακολούθησε πιστά την αντίληψη του Αριστοφάνη ο Δημήτρης Καραντζάς. Την ανέδειξε, τη βάθυνε. Πικρή γεύση άφησαν και οι δικές του «Νεφέλες». Γιατί πικρές είναι συχνά οι διαπιστώσεις που αφορούν τις σύγχρονες συμπεριφορές, την κατ’ επίφαση διανόηση, την επίδειξη γνώσης, την απουσία διαλόγου εν τέλει. Και ήταν ασφαλώς μια παράσταση που μπορεί να μπει κάλλιστα δίπλα στη «Λυσιστράτη» του Μιχαήλ Μαρμαρινού και στους «Ορνιθες» του Νίκου Καραθάνου και να επιβεβαιώσει ότι η νέα εποχή για τον Αριστοφάνη περπατάει σε καλό και γόνιμο δρόμο. Οτι ο Αριστοφάνης γύρισε απ’ τα θυμαράκια.