Οι περισσότεροι από εμάς μπορούν να θυμηθούν τουλάχιστον μια περίεργη ιστορία που άκουσαν μέσα σε κάποιο ταξί. Ο Moa Bones (κατά κόσμον Δημήτρης Αρώνης) πήγε την εμπειρία ένα βήμα παρακάτω. Καθώς το ταξί διέσχιζε τη νυχτερινή Αθήνα κατηφορίζοντας από το Νέο Ηράκλειο στα Εξάρχεια και ο οδηγός ξετύλιγε το νήμα της ζωής του από τότε που ήταν πλούσιος στην Cape Town, στο μυαλό του άρχισαν να ακούγονται οι πρώτες συγχορδίες του τραγουδιού “The Journey”. Η ιστορία έγινε στίχοι και το κομμάτι βρέθηκε να «ανοίγει» το δίσκο Spun (τον δεύτερο που ηχογράφησε ως Moa Bones μετά το Aquarelles το 2011) που κυκλοφόρησε πριν ένα χρόνο από την Inner Ear και κατάφερε να συμπεριληφθεί σε αρκετές λίστες με τα άλμπουμ της χρονιάς.
Η μουσική του Moa Bones θα μπορούσε να είναι soundtrack σε ανεξάρτητη αμερικάνικη ταινία του Sundance. Έχοντας αφήσει πίσω του τα πιο ροκ χρόνια του ως μέλος των Modrec κι έχοντας μετατρέψει το αρχικό σχήμα Moa Bones σε σόλο πρότζεκτ, ο Δημήτρης φαίνεται να έχει βρει την ταυτότητά του σε ένα ακουστικό μείγμα folk, country και indie που παραπέμπει στον αμερικάνικο νότο, «σπασμένο» με λίγα ψυχεδελικά στοιχεία. Κομμάτια κατά κύριο λόγο χαμηλόφωνα, εσωστρεφή και αφηγηματικά, με ένα υπόγειο groove να κάνει πού και πού την εμφάνισή του, μελωδίες που συνδυάζουν το «αστικό» με το φευγάτο και την on the road αισθητική, αυτό είναι το μουσικό σύμπαν του Moa Bones- το εύηχο όνομά του αναφέρεται σε μεγαλόσωμα πουλιά (Moa) της Νέας Ζηλανδίας που εξαφανίστηκαν από το κυνήγι των Μαορί και ο ίδιος το διάλεξε γιατί του φάνηκε εξωτικό.
Λίγο πριν μοιραστεί μαζί μας τις μουσικές ιστορίες του την Τετάρτη 15 Ιουνίου σε ένα ατμοσφαιρικό λάιβ στο Αστεροσκοπείο Αθηνών, μίλησε στην Popaganda για την ελληνική σκηνή, τα ταξίδια και τα συναισθήματα πίσω από τα τραγούδια του.
Πόσο έχεις αλλάξει μουσικά (και όχι μόνο) σε όλα αυτά τα χρόνια που ασχολείσαι με τη μουσική φτάνοντας στο σήμερα; Ένα από τα πράγματα που έχουν σίγουρα αλλάξει είναι οι αντοχές μου στο σκληρό ήχο. Έπαιζα για κάποιο διάστημα σε ροκ μπάντες και άκουγα πολλή ροκ, αλλά πλέον έχω χαλαρώσει και ακούω ήρεμα πράγματα. Με τραβούσαν σχεδόν πάντα τα μελαγχολικά κομμάτια, οι μπαλάντες, το storytelling στη μουσική και σιγά σιγά ξεκίνησα να γράφω ο ίδιος τέτοια, έπιανα την κιθάρα μου και έκανα δοκιμές. Επίσης, τώρα παίζω μόνος μου. Μου λείπει η επικοινωνία και η αλληλεπίδραση της μπάντας αλλά κάποια πράγματα όπως το οργανωτικό κομμάτι, είναι ευκολότερα. Επίσης, το κομμάτι της σύνθεσης δεν περνάει πλέον από δύο και τρία φίλτρα στην πρόβα. Έχει μια ελευθερία όλο αυτό και μια μοναχικότητα.
Πώς διαχειρίζεσαι το ενεργειακό κομμάτι των λάιβ; Σε αντίθεση με εκρηκτικές πολυμελείς μπάντες, εδώ το κοινό έρχεται να ακούσει κάτι ακουστικό και μίνιμαλ… Το στοίχημα για μένα στα λάιβ είναι να δημιουργείται μια ατμόσφαιρα, μια μυσταγωγία. Στην αρχή ήταν μεγαλύτερη πρόκληση να συμβεί αυτό σε μεγάλα stages και φεστιβάλ όπου ο κόσμος μπορεί να είναι σε διάθεση πάρτυ και να μην έχει όρεξη για storytelling. Ενίοτε αυτή η τάση με επηρεάζει κι εμένα στο να γράφω πιο έντονα κομμάτια ή στο να βγάζω περισσότερη ενέργεια σε κάποια άλλα- είναι μια δυναμική σχέση όπου παίρνω από τον κόσμο και αντίστοιχα επικοινωνώ τη μουσική μου.
Νιώθεις την ανάγκη μελλοντικά να κινηθείς προς περισσότερο δυναμικό ήχο ή αισθάνεσαι ότι έχεις βρει την ταυτότητά σου; Έχω τέτοιες ιδέες, αλλά νομίζω ότι δεν μπορώ να προβλέψω πού θα βγάλουν. Υπάρχουν περίοδοι που γράφω νυχτόβια και μελαγχολικά κομμάτια και μερικές φορές που ο ήχος είναι εντονότερος. Τώρα, για παράδειγμα, γράφω ήρεμα κομμάτια, αλλά δεν θέλω να περιορίζομαι και με γοητεύει η ιδέα ότι δεν ξέρω πάντα πώς θα εξελιχθούν.
Έχεις πει ότι εμπνεύστηκες το τραγούδι “The Journey” από μια ιστορία που σου είπε κάποτε ένας ταξιτζής. Τι εμπνέει τα βιωματικά κομμάτια που γράφεις; Με εμπνέουν τα συναισθήματα που προκύπτουν από πράγματα που έζησα, που συνέβησαν ή που περιμένω να ζήσω. Ο έρωτας, βέβαια, είναι σταθερή πηγή έμπνευσης. Η πόλη με ενέπνεε κάποτε σε μεγάλο βαθμό- πλέον όμως με έχει μάλλον κουράσει, και στρέφομαι στη φύση.
Με τα ταξίδια τι σχέση έχεις; Μιας και ο ήχος σου δεν είναι «ελληνικός», σκέφτηκες ποτέ να αναζητήσεις την τύχη σου στο εξωτερικό ή στη Νέα Ζηλανδία για παράδειγμα, που ενέπνευσε το μουσικό όνομά σου; Στο παρελθόν φλέρταρα με τη σκέψη να φύγω και να αναζητήσω την τύχη μου στο εξωτερικό αλλά τελευταία συνειδητοποίησα ότι με τα media και τα νέα μέσα μπορείς να βρεις επαφές και να κάνεις συναυλίες στο εξωτερικό έχοντας τη βάση σου εδώ. Γενικότερα πάντως με ενδιαφέρει να ακουστεί η μουσική μου και σε διεθνές επίπεδο. Στη Νέα Ζηλανδία δεν έχω πάει ακόμα, είναι μεγάλο ταξίδι και θέλει πολλή οργάνωση και budget. Είναι όμως, όνειρο ζωής.
Πώς βλέπεις την ελληνική σκηνή σήμερα; Βλέπω ότι υπάρχει πολλή δημιουργικότητα, ίσως περισσότερη από ποτέ. Αυτό που έχει αλλάξει σε σχέση με παλιά είναι ότι πλέον όσοι ασχολούμαστε με τη μουσική γνωριζόμαστε όλο και περισσότερο μεταξύ μας, υπάρχει αλληλοβοήθεια και αλληλεπίδραση, κυκλοφορούν οι ιδέες και αυτό κάνει τη σκηνή να αναπτύσσεται περισσότερο.
Πού θα ήθελες να ακούγεται η μουσική σου; Με εξιτάρει η ιδέα ενός φεστιβάλ μικρού ή μεγάλου όπως το Coachella αλλά και η εικόνα του να κάνει κάποιος μια διαδρομή στην πόλη ακούγοντας το άλμπουμ μου στα ακουστικά του. Με κάνει πολύ χαρούμενο το να συνδέεται κάποιος με τη μουσική μου με αυτό τον τρόπο.
Τι σε κάνει να ξυπνάς το πρωί; Η μουσική, τα ντοκυμαντέρ, το μπάσκετ. Το καλύτερο ξύπνημα όμως είναι ένα ωραίο μήνυμα από φίλο που με ρωτάει πώς θα περάσω τη μέρα.
Τι θα δούμε την Τετάρτη στο Αστεροσκοπείο και ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου; Ανυπομονώ για το λάιβ, με έχει εξιτάρει η ιδέα του χώρου. Θα παίξω πολλά κομμάτια από το Spun, καινούρια κομμάτια και κάποιες διασκευές. Θα υπάρχουν επίσης κάποια guest-έκπληξη από φίλους μουσικούς! Μετά έχω ήδη κανονίσει κάποιες εμφανίσεις τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, αν όλα πάνε καλά, θα κάνω ένα μίνι τουρ στις Κυκλάδες. Επίσης δοκιμάζω πράγματα για το νέο άλμπουμ μου που θα ξεκινήσω να ηχογραφώ το Σεπτέμβρη.