Παρά τις μη-υπερηρωικές ή φανταστικές ρίζες τους, οι Μικρές Κυρίες είναι από τα αειθαλή franchises εντός και εκτός Χόλιγουντ. Από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα, κάθε γενιά έχει γνωρίσει τη δική της εκδοχή του μυθιστορήματος της Λουίζα Μέι Άλκοτ είτε μέσα από μία από τις 7 κινηματογραφικές μεταφορές του είτε μέσα από την τηλεόραση, το θέατρο ή το μπαλέτο. Η Generation X απέκτησε τη δική της εμβληματική βερσιόν το 1994 με την Γουινόνα Ράιντερ στο ρόλο της δυναμικής Τζο και τον Κρίστιαν Μπέιλ ως τον friendzoned Λόρι και τώρα είναι η σειρά των millennials, χάρη στην Γκρέτα Γκέργουιγκ, που επέλεξε ως επόμενο βήμα της μετά το θρίαμβο του Lady Bird να καταπιαστεί ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος με την κλασική ιστορία των 4 αδερφών Μαρτς – στήνοντας και ένα reunion εκείνης της ταινίας, με την Σίρσα Ρόναν και τον Τίμοθι Σαλαμέ ως Τζο και Λόρι.
Η Γκέργουιγκ απευθύνεται πρωτίστως σε φαν του βιβλίου, κρίνοντας από την αμφιλεγόμενη απόφασή της να πετσοκόψει τη γραμμική αφήγηση της Άλκοτ και να αφηγηθεί την ιστορία σε δύο ταχύτητες: μια στην οποία η Τζο κυνηγά το συγγραφικό της μέλλον στην Νέα Υόρκη αλλά αναγκάζεται να επιστρέψει εσπευσμένα στο πατρικό της στην Μασαχουσέτη λόγω ασθένειας της αδερφής της, Μπεθ, και μια με τις αναμνήσεις της Τζο από την οικογενειακή της ζωή 7 χρόνια πριν. Αυτές οι σκηνές των φλασμπάκ, σκηνοθετημένες με τη ζεστασιά που έχει γίνει πλέον το σήμα-κατατεθέν της Γκέργουιγκ, δίνουν ψυχή στις Μικρές Κυρίες: στο σπίτι των Μαρτς επικρατεί μονίμως πανζουρλισμός, αλλά μοιάζει πάντα lived in και φυσικός, όπως και η σχέση της Τζο με κάθε μια τις αδερφές της ξεχωριστά.
Σύσσωμο το καστ λάμπει (η υποψήφια για Όσκαρ Φλόρενς Πίου υποδύεται τη φιλόδοξη Έιμι, η Έμμα Γουάτσον την όμορφη Μεγκ [όταν θέλεις την Έμμα Στόουν αλλά καταλήγεις με την Έμμα Γουάτσον, δεν μπορείς να απαιτείς περισσότερα], η Ελάιζα Σκάνλεν του τηλεοπτικού Sharp Objects την ήσυχη Μπεθ, τη μητέρα τους υποδύεται η Λόρα Ντερν, τον πατέρα τους… σας το αφήνουμε για έκπληξη, τον πλούσιο γείτονά τους ο αγνώριστος Κρις Κούπερ που καταλαβαίνεις ότι είναι εκείνος αφού δεις το πορτρέτο του, και την αυστηρή, πάμπλουτη θεία τους η Μέριλ Στριπ) και η Γκέργουιγκ αξιοποιεί την επιβεβαιωμένη πλέον Ράιαν χημεία της Ρόναν και του Σαλαμέ για να αναδείξει, μέσα από λεπτομέρειες τόσο μικρές που θα μπορούσαν να ήταν outtakes, κάτι πολυτιμότερο από μια αναμενόμενη ρομαντική σχέση.
Είναι αδύνατον να μισήσει κανείς κάτι που εμφανώς δημιουργήθηκε με τόση αγάπη, και είναι τόσο όμορφο (από τα κοστούμια της Ζακλίν Ντουράν που ίσως αποτελέσουν το μοναδικό από τα 6 Όσκαρ για τα οποία είναι υποψήφια η ταινία, ως τη μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά), γι’ αυτό είναι κρίμα που η Γκέργουιγκ βάζει αυτογκόλ πειράζοντας το timeline και υποβιβάζοντας σε βινιέτες σημαντικές εξελίξεις χαρακτήρων, συναισθημάτων και γεγονότων προκειμένου να εκμοντερνίσει ένα βιβλίο 152 ετών. Οι Μικρές Κυρίες της μιλούν “σαν να τους τελειώνει ο χρόνος”, για να δανειστούμε ένα στίχο απ΄ το Hamilton, αμφισβητούν το προκαθορισμένο μέλλον τους που τις προορίζει μόνο για συζύγους, μητέρες και νοικοκυρές, και η φιλοσοφία τους συνοψίζεται από την ατάκα της Έιμι “θέλω να γίνω ή σπουδαία ή τίποτα”. Είναι ένα θαυμάσιο μήνυμα, αν και ίσως υπερβολικά γενναιόδωρο για το υλικό στο οποίο βασίζεται, και επικυρώνεται από τη σχεδόν μεταμοντέρνα έμφαση της ταινίας στην αξία της τέχνης (εδώ της συγγραφής) για να αποκτήσει νόημα η ζωή. Απλώς εδώ θα είχε λίγο περισσότερο αν η Γκέργουιγκ δεν είχε ανακατέψει τις σελίδες…
Εντελώς γυναικεία υπόθεση είναι και το actual υπερηρωικό πιάτο της εβδομάδας, το Αρπακτικά Πτηνά και η Φαντασμαγορική Χειραφέτηση της Χάρλεϊ Κουίν, με την Μάργκο Ρόμπι στον ομώνυμο ρόλο και την σχεδόν άγνωστη Κάθι Γιαν να περνάει από τη δημοσιογραφία στη σκηνοθεσία (το ντεμπούτο της γράφουσας, μια live action ταινία βασισμένη στα M&Ms με το καφέ M&M να είναι ο κακός, μοιάζει πιο κοντά από ποτέ). Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το πόση ρέντα έχει η Ρόμπι τελευταία που της πέτυχε ακόμα κι αυτό το spin-off μιας από τις χειρότερες ταινίες με υπερήρωες που έχουν γυριστεί ποτέ, του Ομάδα Αυτοκτονίας του Ντέιβιντ Άγιερ. Εκεί τον Τζόκερ υποδύθηκε ο Τζάρεντ Λίτο σε μια ερμηνεία ικανή να προκαλέσει νευρικό γέλιο και φρικτούς εφιάλτες την ίδια στιγμή, και που αυτή την Κυριακή θα διαγράψει και τυπικά πλέον ο Χοακίν Φίνιξ με την επερχόμενη οσκαρική του νίκη.
Ευτυχώς, ο Τζόκερ σε οποιαδήποτε εκδοχή του απουσιάζει παντελώς από τα Αρπακτικά Πουλιά – η ταινία λειτουργεί άψογα σαν άλμπουμ χωρισμού για ψυχοπαθείς, αλλά μόνο όταν η οπτική ανήκει σε έναν από τους δύο. Και η Χάρλεϊ Κουίν ξεκινά τη σόλο πορεία της όπως κάθε κορίτσι που καλείται να συνεχίσει χωρίς τον έρωτα της ζωής της: βγαίνοντας, μεθώντας, γκρινιάζοντας στις φίλες της, τρώγοντας παχυντικά φαγητά και σπάζοντας τα πόδια ενοχλητικών αντρών σε κλαμπ. Αυτό το τελευταίο την βάζει στο στόχαστρο του πλούσιου γόνου Ρόμαν Σαϊόνις (ο Γιούαν Μακ Γκρέγκορ ζει στο φουλ την κρίση μέσης ηλικίας του επί της οθόνης, ακολουθώντας τα βήματα του συμπατριώτη του, Χιου Γκραντ), που για να μην την σκοτώσει της αναθέτει να εντοπίσει μια μικρή κλέφτρα (Έλα Τζέι Μπάσκο) που του πήρε ένα διαμάντι-κλειδί στην αμύθητη περιουσία μιας οικογένειας που ο ίδιος ξεκλήρισε στην προσπάθειά του να το αποκτήσει. Το κοριτσάκι προσπαθούν να προστατεύσουν για διαφορετικούς λόγους άλλες τρεις υπερηρωίδες του Γκόθαμ (Μέρι-Ελίζαμπεθ Γουίνστεντ, Ρόζι Περέζ και Τζούρνι Σμολέτ-Μπελ), οι οποίες ενώνουν τις δυνάμεις τους με την Χάρλεϊ για να τα καταφέρουν.
Όπως στις περισσότερες ταινίες του είδους, η πλοκή μπαίνει στη μέση μιας κατά τα άλλα καθόλου απαιτητικής αλλά διασκεδαστικής περιπέτειας, και η αλήθεια είναι ότι μέχρι η Χάρλεϊ να μας ξετυλίξει το περίπλοκο κουβάρι των συστάσεων και των σχέσεων, τα Αρπακτικά Πτηνά πετούν στον αυτόματο, με την ανέμελη, τρελούτσικη ελκυστικότητα της πρωταγωνίστριάς τους και τα visuals-ζαχαρωτά να κουβαλούν την ταινία ως τη στιγμή που η ομάδα θα τα βάλει με τον Σαϊόνις/Μαύρη Μάσκα. Η Γιαν και οι συνεργάτες της (που περιλαμβάνουν το διευθυντή φωτογραφίας του Ένα Αστέρι Γεννιέται και του Μαύρου Κύκνου, Μάθιου Λιμπατίκ) επιδεικνύουν μια ευπρόσδεκτη καθαρή ματιά στις σκηνές μάχης, χωρίς μπερδεμένα εφέ, με γυναικείες πινελιές (“θες λαστιχάκι για τα μαλλιά;”) και μια ελαφρότητα που συνάδει με το υπόλοιπο ποπ παραλήρημα. Σαν εμπειρία, τα Αρπακτικά Πτηνά είναι σαν να λιντσάρει η Κόρτνεϊ Λαβ ένα Claire’s: στην πραγματικότητα δεν έχει καμία ουσία, αλλά πεθαίνεις να το δεις.