Η σύνδεση δεν είναι πολύ καλή και η φιγούρα του Mick Harvey, που μόλις έχει τελειώσει την πρόβα κάπου στα προάστια της Μελβούρνης, φτάνει μέσω Skype στην οθόνη του υπολογιστή μου κάπως τρεμουλιαστή. Το ίδιο και ο ήχος. Αστειευόμαστε λίγο για το πόσο μετ’ εμποδίων μπορεί να εξελιχθεί αυτή η συνέντευξη, κάτι που όμως ευτυχώς δε θα επιβεβαιωθεί. Όχι γιατί η σύνδεση γίνεται καλύτερη, αλλά γιατί ο Mick Harvey, αυτός ο μειλίχιος, ανακουφιστικά χαμογελαστός τύπος, είναι πάρα πολύ πρόθυμος να μιλήσει για όλα. Χωρίς διπλωματία κι επιφυλακτικότητα. Στα 61 του δεν τις έχει ανάγκη πια.
Ξεκίνησε στα μέσα των 70s. Μαθητές Λυκείου ακόμα, μαζί με τον συνομήλικό του Nick Cave σχημάτισαν τους The Boys Next Door, συγκρότημα που ενηλικιώθηκε ως The Birthday Party καθώς το punk άλλαζε τον κόσμο και στα δύο ημισφαίρια. Ένα οριακό σχήμα, αξεπέραστο σημείο αναφοράς για την μεταπάνκ μετάβαση (με έναν τρόπο σημείο αναφοράς και για την συναυλιακή Αθήνα) που ανέδειξε τον Cave αρχικά ως καλτ ήρωα και στη συνέχεια ως σταρ ηγέτη των Bad Seeds. Ο Harvey ήταν πάντα ο πολυοργανίστας στο background, η συγκολλητική ουσία ανάμεσα στις εκρηκτικές προσωπικότητες (insert Blixa), το ίσο στην παραγωγή των συγκλονιστικών άλμπουμ τους. Παράλληλα, συνεργαζόταν με άλλους down under αντι-ήρωες όπως ο Rowland S. Howard, ήταν μέλος των αουτσάιντερ Crime & the City Solution, μέχρι που η ζωή τον έφερε και στο πλευρό της PJ Harvey (συμπαραγωγός στα Stories From the City, Stories From the Sea του 2000 και Let England Shake του 2011).
Στις 22 Ιανουαρίου του 2009, μετά από 25 χρόνια στους Bad Seeds και 35 δίπλα στον Cave, o Harvey αποχώρησε. Με μια ανακοίνωση που δήλωνε λίγα («προσωπικές κι επαγγελματικές διαφορές») και υποννοούσε περισσότερα. Δούλεψε λίγο με την Polly, αφοσιώθηκε και πάλι στην εμμονή του με τον Serge Gainsburg, απόφάσισε ότι στο εξής θα είναι εκείνος που βγαίνει μπροστά. Δεν σταμάτησε ποτέ να μας επισκέπτεται, βέβαια. Επόμενο ραντεβού, η εμφάνισή του με τον J.P. Shilo στην Αγγλικανική Εκκλησία στις 12/11, την επόμενη θα παίξουν και στο Soundtrope Festival των Ιωαννίνων. Ο Harvey επιμένει να αναφερεται στα live ως “double bill” που μοιράζεται ισότιμα με τον Shilo. Ίσως γιατί, όπως θα διαβάσετε παρακάτω, ξέρει πώς είναι να μένεις στην σκιά, όσο πολύτιμος κι αν είσαι…
Το έχεις κάνει τόσες πολλές φορές που αναρωτιέμαι ποιο είναι πια το συναίσθημα λίγο πριν ξεκινήσει άλλη μια μεγάλη περιοδεία; Πάντα έχω ένα αίσθημα ταραχής, ίσως και τρόμου. Αφενός μεν γιατί χρειάζεται πολλή δουλειά για να βγουν σωστά οι εμφανίσεις, είδικά όταν είμαστε μικρά σχήματα δε μας φροντίζουν και πολύ καλά – πρέπει να στήσουμε εμείς τα πράγματα για να γίνουν όλα όπως πρέπει. Κι αφετέρου δε, γιατί είναι δύσκολο να είσαι στον δρόμο: δεν τρως καλά, δεν κοιμάσαι καλά. Κοιτάζω το χρονοδιάγραμμα και πάντα λέω π.χ. πέντε εβδομάδες είναι, θα περάσουν (γέλια).
Θες να μιλήσεις λίγο παραπάνω για το σχήμα με το οποίο έρχεσαι αυτή τη φορά στα μέρη μας; Πώς θα είναι το σόου; Τα τελευταία χρόνια περιοδεύω αρκετά παρουσιάζοντας τις διασκευές μου στον Serge Gainsburg και κάπως ξοδεύτηκα εκεί. Μέχρι που ήρθε μια μέρα ο ατζέντης μου και μου είπε ότι υπάρχουν αρκετοί promoters σε όλον τον κόσμο που είναι διατεθειμενοι να πληρώσουν αρκετά λεφτά για ένα δικό μου solo gig (γέλια). Κάτι που δεν είχα κάνει για αρκετά χρόνια και που θα με βοηθήσει στο επόμενο προσωπικό μου πρότζεκτ (δε θα κάνω άλλο Serge Gainsburg άλμπουμ). Είναι λοιπόν μια ευκαιρία να τεστάρω μερικές νέες ιδέες, ακόμα κι 1-2 καινούρια τραγούδια που έχω γράψει.
Από την άλλη, ο J.P. Shilo είνα συνεργάτης μου εδώ και χρόνια κι έχει κι αυτός ένα καινούριο πολύ ενδιαφέρον προσωπικό άλμπουμ. Είπαμε λοιπόν να στήσουμε ένα ισότιμο double bill προσφέροντας στον κόσμο μια βραδιά καλής μουσικής.
Θυμάμαι ακόμα την αίσθηση απελευθέρωσης που επικρατούσε [στην παρθενική συναυλία των Birthday Party στην Αθήνα]. Ξέρω ότι πριν από εκείνη την βραδιά, το κοινό στην Αθήνα είχε δει μόνο τους Police (ή κάτι τέτοιο), κάτι που σίγουρα δεν μπορούσε να συγκριθεί με εκείνο που κάναμε εμείς τότε
Είναι μαζί σας ο Glenn Lewis και, βέβαια, ο Steve Shelley, επί 25 χρόνια ντράμερ των Sonic Youth. Συγκρίνετε καμιά φορά τα live αυτής της κλίμακας με τις ημέρες των Bad Seeds ή των Sonic Youth; Ο Steve ακόμα παίζει με πολλά και διαφορετικά ενδιαφέροντα σχήματα, πιθανότατα πιο μεγάλα από το δικό μας (γέλια). Κι εγώ, επίσης, συμμετείχα σε δύο παγκόσμιες περιοδείες με την PJ Harvey (σ.σ. πριν 3 χρόνια είχαν έρθει στο Release Festival) άρα δε μας έλειψαν τα μεγάλα venues. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, ακόμα και την περίοδο που οι Bad Seeds γίνονταν όλο και πιο μεγάλοι, εξακολουθούσα να παίζω σε μικρούς χώρους.
Τους προτιμάς; Αν είναι ένας όμορφος χώρος κι όχι ένα σκοτεινό μέρος που στάζει ιδρώτα και είναι όλοι ο ένας άβολα πάνω στον άλλον τότε, ναι, τα προτιμάω τα μικρά λαϊβάδικα. Όχι ότι έχω πρόβλημα με τους μεγαλύτερους χώρους, απλά υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο, ας πούμε η χωρητικότητα 3000 ανθρώπων, που απο εκεί κι έπειτα το live γίνεται διαφορετικό.
Έχεις ιδιαίτερες αναμνήσεις από τις προηγούμενες φορές σου στην Αθήνα; Έχω έρθει πολλές φορές στην Ελλάδα, έχω δώσει αληθινά αξιοσημείωτα σόου. Με το Serge Gainsburg πρότζεκτ, με τους Bad Seeds, με τους Triffids σε ένα μέρος που αν θυμάμαι καλά λέγεται Gagarin, υπάρχει φυσικά κι εκείνη η συναυλία με τους Birthday Party στις αρχές των 80s που ξέρω ότι είναι πολύ σημαντική.
Υπήρξε σημείο αναφοράς στην αθηναϊκή ροκ μυθολογία… Το καταλαβαίνω. Θυμάμαι ακόμα την αίσθηση απελευθέρωσης που επικρατούσε. Ξέρω ότι πριν από εκείνη την βραδιά, το κοινό στην Αθήνα είχε δει μόνο τους Police (ή κάτι τέτοιο), κάτι που σίγουρα δεν μπορούσε να συγκριθεί με εκείνο που κάναμε εμείς τότε.
Ξέρεις, ενώ κάνουμε συχνά συνεντεύξεις με μουσικούς από τη Μεγάλη Βρετανία ή τις ΗΠΑ, σπάνια έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με κάποιον από την Αυστραλία. Πώς είναι η ζωή στους Αντίποδες; Είναι αρκετά άνετη, αρκετά μεσοαστική θα έλεγα. Στις μεγάλες πόλεις δεν υπάρχουν τα φυλετικά προβήματα ή η εγκληματικότητα που συναντά κανείς στις ΗΠΑ. Νομίζω είναι πιο πολιτισμένα κι ασφαλή τα πράγματα εδώ. Δεν ξέρω πως αλλιώς να το περιγράψω, η άνεση είναι μια λέξη που μάλλον θα ξαναχρησιμοποίησω, αν και ξέρω ότι δεν είναι πάντα για καλό.
Έτσι όπως το περιγράφεις, ακούγεται σαν να μην υπάρχουν δημιουργικές προκλήσεις για έναν καλλιτέχνη… Κοίτα, στην Αυστραλία ήταν πάντα δύσκολο να ξεχωρίσεις αν έκανες κάτι διαφορετικό. Δεν υπάρχει κοινό για όλα, έχουμε το ίδιο «πρόβλημα» που αντιμετωπίζουν κι άλλες χώρες. Κάτι που μοιραία οδηγεί πολλούς καλλιτέχνες στις ΗΠΑ ή την Ευρώπη για να βρουν περισσότερες ευκαιρίες. Η Μελβούρνη είναι μια πόλη με αξιόλογη εικαστική σκηνή, οι κινηματογραφιστές τα βρίσκουν πιο σκούρα: δεν είναι εύκολο να βρουν χρήματα και κοινό για να υποστηρίξει λιγότερο mainstream δουλειές. Η μουσική σκηνή ήταν πάντοτε υγιής. Ίσως γιατί οι μουσικοί δεν είχαν ποτέ πολύ μεγάλες προσδοκίες να γίνουν διάσημοι ή πλούσιοι.
Τα σχηματα που συμμετείχες θεωρούνται πολύ καθοριστικά, φαντάζομαι ακόμα περισσότερο στην Αυστραλία. Πώς σου ακούγεται όταν σε αποκαλούν «επιρροή»; Δεν μου προκαλεί και τόση έκπληξη ότι οι Birthday Party ειδικά, αλλά και οι Bad Seeds αναφέρονται ως επιρροές από νεότερα γκρουπ. Είμαι αρκετά χρόνια εκεί έξω και ξέρω ότι τα γκρουπ που συμμετείχα απέκτησαν με τα χρόνια πολλούς και πιστούς οπαδούς. Το ίδιο συνέβη π.χ. και με τους Sonic Youth που λέγαμε πριν. Είναι σημαντική αυτή η αναγνώριση, είναι σημαντικό να αποτελείς έμπνευση, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα συγκροτήματα που ξεχωρίζουν κάθε εποχή είναι αυτά που βρίσκουν τον δικό τους δρόμο και λένε κάτι καινούριο. Προσωπικά, δεν έχω μπει ποτέ στον πειρασμό να επαναπαυθώ σε αυτές τις δάφνες.
Πάμε σε μια μεγαλύτερη συζήτηση, στην οποία επιστρέφουμε συνεχώς. Η ροκ μουσική, η κιθαριστική μουσική αν προτιμάς, είναι διαχρονική. Είναι όμως κι επίκαιρη σήμερα; Ξέρω ότι έχει μπολιαστεί με πολλά ηλεκτρονικά ή προηχογραφημένα στοιχεία, αλλά το ότι λιγότεροι μουσικοί παίζουν παραδοσιακά όργανα δεν κάνει λιγότερο έγκυρη τη μουσική τους. Αυτό που δεν μπορεί να εκλείψει είναι η άισθηση του να παίζεις στο ίδιο δωμάτιο μαζί με άλλους μουσικούς την ίδια στιγμή. Αυτό δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κανένα software. Όχι μόνο για μας τους παίκτες, αλλά και για το κοινό. Κι αυτό είναι κάτι που δε θα αλλάξει.
Κρίνοντας με τη συσσωρευμένη σοφία των 61 σου ετών κι από τα γκρίζα, σχεδόν λευκά, μαλλιά σου, υπάρχει κάτι που θα έκανες διαφορετικά στην καριέρα σου; (γέλια) Σίγουρα θα άλλαζα πράγματα.
Όπως; (ξεφυσάει χαρακτηριστικά) Όπως ότι ήμουν την ίδια στιγμή full time μέλος δύο συγκροτημάτων. Δε θα έπρεπε να το είχα κάνει. Η περίοδος από το 1986 ως το 1991 ήταν απλά too much. Εξοντωτική, στρεσογόνος, με συνέπειες στην προσωπική μου ζωή. Στα τέλη των 90s ήμουν έτοιμος να παρατήσω τους Bad Seeds, είχα μπει σε σκέψεις για το αν γενικά πρέπει να κανω αυτή τη δουλειά. Αλλά, τελικά με τράβηξαν πάλι μέσα και τη συνέχεια την ξέρετε.
Θεωρείς τον εαυτό σου επιζήσαντα; Υπήρχαν απώλειες στην πορεία, όπως εκείνη του Rowland (σ.σ. S. Howard), ας πούμε. Για χρόνια ήταν πολύ άγριο το lifestyle της σκηνής αυτής… Ναι, αλλά εδώ δε θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι διαφορετικά εγώ. Δεν μπορούσα να αποτρέψω κανέναν από το να φέρεται άσχημα στον εαυτό του. Ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει τις επιλογές του και πίστεψε με οι χαρισματικοί άνθρωποι που έβαλαν τους εαυτούς τους σε μπελάδες δεν έπαιρναν από λόγια. Κατέληξαν βέβαια με μεγάλα προβήματα όπως η ηπατιτίδα C κι άλλες ασθένειες ή βρέθηκαν σε αληθινά άσχημες καταστάσεις.
Είναι μάλλον γενική η αίσθηση ότι είσαι ο τύπος που αποκαλούμε «ήρεμη δύναμη». Έμοιαζες πάντα να είσαι ο «εγκέφαλος» και όχι η «εικόνα» της εξίσωσης… Εχω υπάρξει αυτό που περιγράφεις, αλλά δε νομίζω ότι με ενδιαφέρει να εξακολουθήσω να το κάνω. Κοιτάζοντας όλα αυτά που έχω κάνει στο παρελθόν, αισθάνομαι ότι έχω συνεισφέρει ένα τεράστιο κομμάτι της ενέργειας και των ιδεών μου και, παρότι είναι πολλοί που το αναγνωρίζουν, συνήθως στο τέλος ήταν ο Nick που έπαιρνε όλη τη δόξα.
Ήταν ενοχλητικό αυτό; Ήταν επιλογή μου. Ή και λάθος μου, αν θες. Ποτέ δεν ήθελα να γίνω τόσο διάσημος όσο εκείνος. Είναι κάτι που βρίσκω αρκετά δυσάρεστο. Το μόνο που λεω είναι ότι πολλές φορές οι άλλοι καρπώθηκαν επαίνους για τη δική μου δουλειά. Αλλά είναι μέρος του συστήματος κι αυτό. Δεν υπάρχει χώρος για 5000 διάσημους ανθρώπους στο ίδιο τετράγωνο (γέλια). Δε δουλεύει έτσι η βιομηχανία. Και με την Polly, το ίδιο συμβαίνει. Την ακολουθούμε στην περιοδεία τόσοι πολλοί μουσικοί, παρατώντας π.χ. τις προσωπικές μας δουλειές, και στο τέλος της ημέρας όλα τα kudos είναι δικά της. Στα 61 μου, λίγο πιο σοφός όπως είπες κι εσύ, δε μετανιώνω για κάτι, έχω αποφασίσει όμως να κοιτάξω πιο πολύ τον εαυτό μου και να μη θυσιάζω χρόνια από τη δική μου ζωή για τις καριέρες των άλλων. Μερικές φορές, ναι, υπήρξα η δύναμη στο background, αλλά μάλλον δε θα το κάνω ποτέ ξανά.
Έχετε καλές σχέσεις με τον Nick; Άκουσες τον καινούριο δίσκο του(ς); Κοίτα, ο Nick δε μιλάει με πολλούς ανθρώπους για την καριέρα ή την οικογένειά του. Απ’ όταν άφησα τους Bad Seeds πέρασαν 1-2 χρόνια για να κάτσει λίγο η σκόνη, αλλά έκτοτε είμαστε ΟΚ. Αυτήν την εποχή, μάλιστα, έχουμε αρκετή επικοινωνία για μια έκθεση με θέμα τους Bad Seeds που οργανώνεται στην Κοπεγχάγη.
Κοιτάζοντας όλα αυτά που έχω κάνει στο παρελθόν, αισθάνομαι ότι έχω συνεισφέρει ένα τεράστιο κομμάτι της ενέργειας και των ιδεών μου και, παρότι είναι πολλοί που το αναγνωρίζουν, συνήθως στο τέλος ήταν ο Nick που έπαιρνε όλη τη δόξα (…) το ίδιο συμβαίνει και με την Polly.
Είμαι πολύ περίεργος να μάθω τι είναι αυτό που σε τράβηξε τόσο πολύ στον Serge Gainsubrg ώστε να ασχοληθείς μαζί του για τέσσερα άλμπουμ σε βάθος δύο δεκαετιών; Πάντα με ενδιέφερε η μουσική και τα τραγούδια του, αυτή είναι προφανώς η κινητήριος δύναμη του πρότζεκτ. Είχα και μια λίγο διεστραμμένη επιθυμία να τα πάω πιο πέρα, να επεκτείνω το σύμπαν του. Τράβηξε αρκετά, ξέρω, είναι τρελό, αλλά το ευχαριστήθηκα και πολύ. Στην πορεία ανακάλυπτα συνεχώς νέο υλικό, από τις πιο άγνωστες δουλειές του, που με κρατούσε κοντά στο σύμπαν του.
Υπάρχει χώρος στην εποχή μας για να αναδειχθεί μια ανάλογη προσωπικότητα; Δεν είμαι σίγουρος, υποθέτω πως ναι απλά δεν υπάρχει κανείς σαν τον Gainsburg αυτήν την στιγμή. Αλλά και πριν από αυτόν, ούτε π.χ. στα 40s υπήρχε κάτι ανάλογο. Ήταν τόσο μοναδικός χαρακτήρας, χωρίς να είναι ο μοναδικός τέτοιος. Κατάφερε να φτιάξει ένα εντελώς δικό του είδος και να κινηθεί εκεί μέσα φτιάχνοντας τον μύθο του.
Νομίζω, δεν ξέρω για εσένα, ότι όλοι αγαπάμε παράφορα μια εποχή/ένα μέρος που δεν ζήσαμε – «δανεική νοσταλγία», το λένε κάποιοι. Το δικό μου είναι το Δυτικό Βερολίνο των 80s. Να κλείσουμε λοιπόν με το πώς θυμάσαι εκείνη την περίοδο; Οι Bad Seeds είναι ένα κομμάτι της μυθολογίας της, μετακόμισαν στην πόλη το 1982-83… Κάποιος πρέπει να γράψει ένα βιβλίο για να περιγράψει πως ήταν το Δυτικό Βερολίνο στα 70s και τα 80s (σ.σ. έχουν γραφτεί δύο σχετικά πρόσφατα – εδώ κι εδώ). Ήταν ένα πολύ ασυνήθιστο περιβάλλον.
Τι ήταν αυτό που τράβηξε εσένα; Υπήρχαν πολλοί καλλιτεχνίζοντες τύποι που κυκλοφορούσαν στην πόλη χωρίς να τους νοιάζει η καταγωγή τους, σαν απάτριδες. Απ’ όλη την Ευρώπη, φυσικά από την υπόλοιπη Δυτική Γερμανία (κατέφευγαν εκεί για να γλιτώσουν την στρατιωτική τους θητεία), ακόμα κι άνθρωποι εξόριστοι από τον τόπο τους. Η ίδια η πόλη συμβόλιζε, λόγω του Τείχους, τη διαίρεση ή/και την καταστροφή. Το Τείχος ήταν πανταχού παρόν φυσικά, ορατό από το στούντιο, το διαμέρισμα ή το ξενοδοχείο, δημιουργούσε μια κλειστοφοβική αίσθηση. Επιπλέον, η πόλη ήταν πολύ φθηνή, ενώ υπήρχαν και πολλά επιδόματα π.χ. σε νεόνυμφα ζευγάρια για να ζήσουν εκεί. Από τη μία λοιπόν ήταν σαν να είσαι κολλημένος κάπου, ήξερες ότι πίσω από το Τείχος δεν υπήρχε δα κι ένας απέραντος ωκεανός (γέλια), από την άλλη υπήρχε αρκετός ζωτικός χώρος για όλους όσο παρείσακτοι κι αν έμοιαζαν. Μου είναι δύσκολο να το περιγράψω, αλλά αν τα συνθέσεις όλα αυτά μαζί θα καταλάβεις γιατί ήταν ένα ελκυστικό μέρος.
Κάποιος από τους Bad Seeds είχε πει κάποτε «στο Δυτικό Βερολίνο των 80s είχαμε να κοιμηθούμε δύο χρόνια»… Μάλλον ήταν κάποιος που έπαιρνε πολλές αμφεταμίνες, όχι εγώ. Ίσως ο Blixa, είναι αλήθεια ότι δεν κοιμόταν και πάρα πολύ. Ούτε ο Nick, τώρα που το σκέφτομαι…Κι εγώ είχα θέματα με τον ύπνο για άλλους λόγους, υπέφερα από αϋπνίες. Αλλά το Βερολίνο ήταν η ιδανική πόλη για να τις ξεπεράσω, πάντα υπήρχαν ανοιχτά μπαρ όλη τη νύχτα.