Categories: FeaturedΒΙΒΛΙΟ

Μια ιστορία από την Κατοχή: Η Κυρά Ουρανία και ο Ρούντη

Στη γειτονιά της Αμπέλας, στη νότια παρυφή του χωριού, στην πρώτη σειρά το σπίτι της κυρά-Ουρανίας. Στην αυλή της δεμένο το μουλάρι τους. Ζώο εντυπωσιακής εμφάνισης.

Ο άντρας της λείπει την ώρα αυτή από το σπίτι. Συγυρίζει το νοικοκυριό της, όταν κάποια στιγμή ακούει βήματα στην αυλή της. Απ’ την ανοικτή πόρτα της βλέπει έναν ένοπλο Γερμανό να λύνει το σχοινί, που δενόταν σε ένα σιδερένιο κρίκο του τοίχου της, και να της παίρνει το μουλάρι. Θολώνει το μυαλό της και μες στη σύγχυσή της ορμάει σαν τίγρης που της πείραξαν το μωρό της εναντίον ενός ένοπλου. Του παίρνει βίαια το σχοινί απ’ τα χέρια και διπλώνοντας την άκρη του απειλεί να του μαστιγώσει το πρόσωπο, χωρίς να σκεφτεί πως κινδυνεύει και να την εκτελέσει ακόμα πυροβολώντας την επιτόπου για επαναστατική συμπεριφορά και αντίσταση! Ο Γερμανός μπροστά στη μαινόμενη Ουρανία υποχωρεί!

Πιο πέρα, λίγα μόλις βήματα, στέκει ένας άλλος Γερμανός στρατιώτης. περιχαρής τρίβει τα χέρια του και δεν κρύβει το αυθόρμητο χαμόγελο που απλώνεται στα χείλη του. χαίρει και επικροτεί την τολμηρή αντίσταση μιας απλοϊκής γυναίκας. Το ίδιο βράδυ εκφράζεται με θαυμασμό για τη μαχητική στάση της συνομιλώντας με τους αδελφούς Φουρτούνη στο μαγαζί τους όπου συχνάζει. Ο ενθουσιασμός με τον οποίο αφηγείται το περιστατικό εντυπωσιάζει τα αδέλφια, που πείθονται απόλυτα πως ειλικρινά επικροτεί την αντιστασιακή συμπεριφορά κατά της κατοχικής τακτικής, απ’ όπου κι αν προέρχεται! Η αρχή για να τον εμπιστευτούν έχει γίνει! Απ’ αυτό το βράδυ αυτοί και πολλοί φίλοι τους συμπαθούν τον Ρούντη τον αντιχιτλερικό. Τον καθηγητή της φυσικής, τον καλλιεργημένο και καλοσυνάτο στρατιώτη! Περνούν οι μέρες και η γνωριμία βαθαίνει, η εμπιστοσύνη στεριώνει. Με πολλή πειστικότητα τους περιγράφει στις ιδιαίτερες συζητήσεις τους τα φρικιαστικά βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθη πριν την επιστράτευσή του. Αιτία τα δημοκρατικά του φρονήματα! Και κάτι το ανήκουστο, δυο φορές, όπως αναφέρει ορκιζόμενος, του χώσανε τα μούτρα στη γεμάτη βρωμιές λεκάνη συλλογής περιττωμάτων από τα κελιά των βαρυποινιτών. Όταν χρειάστηκε να τον επιστρατεύσουν, τον κατατάξανε στους ημιονοδηγούς. Τόσο αξιολόγησαν την επιστημονική του κατάρτιση και τόσος ήταν ο σεβασμός τους στην έννοια της αξιοκρατίας!

Το απόγευμα πριν από την επίθεση των κομάντος για την ανατίναξη του ραδιοφάρου στο Θυμιανό, ο Ρούντη βρισκόταν, όπως και κάθε απόγευμα σχεδόν, στο μαγαζί των Φουρτουναίων. Ο Νίκος, γνωρίζοντας τη μέρα και την ώρα του επικείμενου εγχειρήματος, προσπαθεί να τον κρατήσει με κάποιο τέχνασμα μακριά από τη συμπλοκή. Να του μιλήσει ανοικτά αποκλειόταν. Ο μόνος τρόπος που απόμενε, η παραπλάνησή του κι η καθυστέρηση της επιστροφής του στο Θυμιανό ως την ώρα της επίθεσης. Του προτείνει, λοιπόν, να πιούνε ένα κρασάκι στο εξοχικό μας, στα Παλάτια, μαζί με τον πατέρα μου. Εκείνος διστακτικός στην αρχή, στο τέλος έδειξε να συμφωνεί. «Εγώ», του είπε ο Νίκος, «μπορεί και ν’ αργήσω λίγο. Μη φύγεις από τα Παλάτια πριν έρθω. Να με περιμένετε ακόμα κι αν αργήσω λίγο, ό, τι κι αν συμβεί θα ‘ρθω εξάπαντος.» Σίγουρος πως το θέμα είχε κανονισθεί, ασχολήθηκε ήσυχος με τις τρέχουσες δουλειές του μαγαζιού τους ο Νίκος.

Έχει νυχτώσει για τα καλά, καθόμαστε στην αυλή του εξοχικού μας, όταν ξαφνικά πρόβαλε μέσα από το σκοτάδι ο Νίκος. Ταραγμένος κι ανήσυχος. Κι ούτε που καλησπέρισε. Ρωτάει κατευθείαν τον πατέρα μου. «Πώς τον άφησες να φύγει τόσο νωρίς, αφού ξέρεις! Είχαμε πει να τον καθυστερήσομε όσο γινόταν, δεν είπαμε;» «Μιλάς για τον Ρούντη; Κι εγώ τον περιμένω ακόμα. Ούτε που φάνηκε, όμως», απάντησε ο πατέρας μου. «Να πάρει, να πάρει… Πάλι αυτή του η αθεράπευτη διακριτικότητα! Σίγουρα σκέφτηκε πως θα σας περιβαρούσε. Σε καλό να του βγει.» Μας καληνύχτισε κι έφυγε αναστατωμένος!

Κοιμόμουνα και ξύπνησα, όταν οι κρότοι των εκρήξεων κι οι αναλαμπές ξεσήκωσαν τη γειτονιά των Παλατιών. Φοβούνται πως κάτι σοβαρό συμβαίνει και ρωτούν να μάθουν. Ο πατέρας μου τους καθησυχάζει, «Αύριο θα μάθομε, κοιμηθείτε τώρα». Λίγο μετά τα μεσάνυχτα ακούγονται συνεχείς κτύποι της καμπάνας του χωριού. Αυτό ήταν! Σύσσωμη η γειτονιά χειροκροτεί και ζητωκραυγάζει, «Ερήνη ζήτως – ερήνη ζήτως». Είναι σίγουροι πως οι κωδωνοκρουσίες αναγγέλλουν το τέλος του πολέμου, πως η πολυπόθητη ειρήνη επιτέλους έφθασε! Από την αυλή μας ο πατέρας μου τους φωνάζει να σωπάσουν. Τον ακούω να τους συμβουλεύει: «Αν δείτε Γερμανούς να πηγαίνουν προς το Θυμιανό, μη φοβηθείτε, αν όμως έρχονται προς τα εδώ, τρέξετε και κρυφτείτε στα πιο κρυφά μέρη, στις ποταμιές, στα βουνά. Κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει, θα ξέρουμε αύριο.»

Η επόμενη μέρα ήταν η δραματικότερη της κατοχής. Το μπλοκ των Γερμανών, η κωδωνοκρουσία για τη συγκέντρωση του κόσμου, ο διαχωρισμός των ενηλίκων αντρών και ο εγκλεισμός τους στο σχολείο, οι απειλές για επικείμενο τουφεκισμό τους, συνθέτουν την πιο ζοφερή μέρα του πολέμου. Η δραματική αυτή περιπέτεια τέλειωσε ευτυχώς χωρίς καμιά εκτέλεση. Μόνο μερικούς νέους πήραν ως ομήρους αποχωρώντας οι Γερμανοί κι αυτούς τους άφησαν μετά από λίγες μέρες ελεύτερους.

Την μεθεπόμενη της επιχείρησης βρέθηκα στο Θυμιανό. Εκείνο που τράβηξε την προσοχή μου δεν ήταν το μέγεθος των καταστροφών από τις εκρήξεις μόνο. Στην άκρη του αυτοκινητοδρόμου και σχεδόν στο τέλος του, βρισκόταν πεσμένο στο αριστερό του πλευρό, το πολύ γνωστό μου μουλάρι του Ρούντη. Η τουμπανισμένη κοιλιά του ήταν διάτρητη από σφαίρες. Δύο ριπές πολυβόλου την είχαν γαζώσει. Μου ήταν πολύ εύκολο να φανταστώ και το γάζωμα του αναβάτη του, κάτι που δεν ήθελα ούτε να σκέφτομαι. Ο Ρούντη στην προσπάθειά του να προλάβει να παραδοθεί στους κομάντος, ελπίζοντας να αιχμαλωτισθεί και να φύγει μαζί τους, δέχθηκε μες στο σκοτάδι και λίγα μόνο βήματα πριν την συνάντησή τους τις ριπές του πολυβόλου της οπισθοφυλακής εκείνων που ήθελε και φανταζόταν ελευθερωτές του.

Το βιβλίο του Χαράλαμπου Νικολή Το περίσσεμα της Αγάπης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό 

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA