Ήταν το 1962, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε, και ο Δημήτρης Χορν ερμήνευσε «Ηθοποιός σημαίνει φως. Είναι καημός πολύ πικρός και στεναγμός πολύ μικρός.» Και το βλέμμα του Χορν μαζί με τους στίχους του Χατζιδάκι δε διστάζουν καθόλου να αποκαλύψουν πως ο ηθοποιός δεν θα έπρεπε να διεκδικεί το ρόλο του άψυχου Άδωνι, του πανωραίου γκόμενου σε μια βιομηχανία θεάματος, αλλά του φωτός σε μια κοινωνία τυφλών.
Αλλά ένα fast forward στο 2017 και ένα γρήγορο ταξίδι στην άλλη άκρη του Ατλαντικού έρχονται να μιλήσουν για τον κόσμο του Χάρβει Γουαϊνστάιν. Κι όμως, ακόμα και σ’ ένα κόσμο όπου η ασχήμια ισοδυναμεί με ποινή ισόβιας κάθειρξης στην αφάνεια υπήρξαν ηθοποιοί που την απαρνήθηκαν για ένα ρόλο και μια νέα καριέρα, μερικά χιλιόμετρα μακριά από τον «όμορφο» κόσμο του Γουαινστάιν και πιο κοντά στο ρόλο τους ως «φως».
Αφορμή για το άρθρο είναι ο Βινς Βον όπου πρόσφατα είπε αντίο στη γοητεία και το «πρόσωπο του καλού παιδιού» για το ρόλο ενός ανθρώπου σε ελεύθερη πτώση που παίρνει τη μοιραία απόφαση να γίνει έμπορος ναρκωτικών στην ταινία “Brawl in Cell Block 99”. Μέχρι να δούμε αν θα μας πείσει σ’ αυτό το ρόλο-βίαιο ξέσπασμα, υπάρχουν πάντα χρήσιμα συμπεράσματα στη διάθεση μας από τους πρώτους διδάξαντες.
Είναι ξανθιά, γαλανομάτα με δίμετρα πόδια, ιδανική βασίλισσα σε ένα βασίλειο όμορφων. Έτσι, στο ξεκίνημα της καριέρας της ήταν η ωραία κυρία του κυρίου στο «Δικηγόρο του Διαβόλου» και στη «Γυναίκα του Αστροναύτη».
Το 2003, τα βρόντηξε όλα στο “Monster” κι έκανε την ανατροπή. Με καμιά τριανταριά κιλά παραπάνω και το κατάλληλο make up εξάλειψε κάθε ίχνος στερεοτυπικής ομορφιάς από πάνω της για να παίξει μια πρώην πόρνη που μετατρέπεται σε serial killer για χάρη της ερωμένης της. Ήταν μια ερμηνεία ορμητική που δεν άφησε όρθια, ούτε κεφάλια αντρών αλλά ούτε και βλέμματα και αντιδράσεις θεατών. Πήρε και το Όσκαρ παραμάσχαλα και σάλπαρε για μια καριέρα στην οποία η ομορφιά δεν είναι αυτοσκοπός.
Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ήταν ένας απ’ αυτούς τους κούκλους μαζικής παραγωγής που κοσμούν εφηβικές ντουλάπες. Το 2013, όμως, ήταν η χρονιά της μεγάλης μεταμόρφωσης. Είναι η ταινία “Dallas Buyers Club” και ο ρόλος ενός καουμπόι που πάσχει από AIDS, για χάρη του οποίου κάνει το μεγάλο βήμα. Έχασε 20 κιλά και μάλλον κατέβηκε από αφίσα σε εφηβικά δωμάτια. Κέρδισε όμως ένα Όσκαρ και μια καριέρα σε νέα πια βάση, αυτή του καλού ηθοποιού. Και σα να μην πίστεψε ούτε ο ίδιος ότι έβγαλε από πάνω του τη σφραγίδα του ωραίου, την επόμενη χρονιά πρωταγωνίστησε στον εξαιρετικό πρώτο κύκλο της σειράς “True Detective” ως ένας αστυνομικός κάτισχνος, πρώην ναρκομανής με ιδιαίτερη αδυναμία στο αλκοόλ και στα βίαια ξεσπάσματα.Και κάπως έτσι εδραιώθηκε τελεσίδικα ως ένας εξαιρετικός ηθοποιός και απέδειξε ότι όποιος πιστεύει πως το six-pack ταιριάζει μόνο σε ρομαντικές κομεντί και γυναικείες φαντασιώσεις κάνει μέγα λάθος.
Ίσως, ο άρχοντας των μεταμορφώσεων. Μια γοητεία παλιάς κοπής και μια μοναδική ικανότητα να ερμηνεύει εξαιρετικά όποιον ρόλο πάρει στα χέρια του. Το 2000 ήταν ένας καλογυμνασμένος γόης πλην όμως serial killer στο «American Psycho», το 2004 ήταν 55 κιλά για χάρη του κλειστοφοβικού θρίλερ «The Machinist», το 2012 ήταν και πάλι καλογυμνασμένος και γοητευτικός στο «The Dark Night Rises», ενώ στο «American Hustle» είναι ένας παχουλός ευφυής απατεώνας στη δεκαετία του ’70.
Η Naomi Watts είναι αυτή η όμορφη πλην εύθραυστη γυναίκα, χωρίς το κραυγαλέο σεξαπίλ, αλλά με μια ομορφιά που βγάζει μάτι.Εδώ δεν είχαμε ποτέ το μεγάλο μπαμ, την ακραία μεταμόρφωση, αλλά μια καριέρα που πέρασε από σαπουνόπερες και από B-movies σε μια καριέρα γεμάτη συνεργασίες με κορυφαίους δημιουργούς όπως ο Haneke, ο Cronenberg και ο Lynch.
Το μικρό μπαμ που σηματοδότησε την αλλαγή πορείας ήταν το “Mullholand Drive”, ο ρόλος μια επίδοξης ηθοποιού και η κατάδυση στο παρανοϊκό σύμπαν του David Lynch. Από τότε δεν διεκδίκησε ποτέ τις δάφνες της ωραίας γκόμενας. Αντίθετα διεκδίκησε και πήρε ρόλους σε ταινίες όπως το “Funny Games”, τα “21 Γραμμάρια”, «Η δολοφονία του Ρίτσαρντ Νίξον» και οι «Επικίνδυνες Υποσχέσεις» . Με ερμηνείες σταθερά καλές και εμφανίσεις χωρίς φανφάρες και υπερβολές αποδεικνύει πως η ομορφιά είναι απλώς ένα μικροσκοπικό βέλος στη φαρέτρα ενός καλού ηθοποιού.
Μπορεί να είναι φτιαγμένος για να γυρνάει κεφάλια και να λιώνει γυναικείες αντιστάσεις, αλλά δεν πήρε τον εύκολο δρόμο. Το 2010,κι ενώ δεν είχε βρει ακόμα τα πατήματα του, επέλεξε, το ρόλο ενός νεαρού, του Michael Peterson, ο οποίος μετά από μια απόπειρα κλοπής περνάει 30 χρόνια στη φυλακή. Με τα χρόνια, o Michael χάνεται τελείως και κερδίζει ο Bronson, το alter-ego του.
Είναι φαλακρός με ένστικτα ζωώδη, ένα θηρίο που μπήκε στη φυλακή ήμερο και το «σωφρονιστικό σύστημα» το έκανε όχι μόνο ανήμερο, αλλά πέρα για πέρα παράφρον.
Μ’ αυτή την ερμηνεία, τη γεμάτη τρέλα και βία, έδωσε ένα χαστούκι στην ίδια του την ομορφιά και σε ότι αυτή συνεπάγεται στον κόσμο του Χόλιγουντ και κέρδισε με το σπαθί του μια καριέρα αξιώσεων.
Είναι μια γυναίκα που πετάει σπίθες σεξαπίλ στο πέρασμα της- κάτι σαν τον θηλυκό Tom Hardy. Και ακριβώς όπως κι εκείνος, η Lea έκανε το δικό της μπαμ με ένα ρόλο πέρα από τα όσα επιτάσσει ο κόσμος της ομορφιάς για μια γυναίκα με τέτοια σεξουαλικότητα.
Στη «Ζωή της Αντέλ» έχει μπλε κοντά μαλλιά και κυκλοφορεί σε ολόκληρη την ταινία χωρίς ίχνος μακιγιάζ . Είναι μια νεαρή γυναίκα, μποέμ σε ένα κόσμο μικροαστών, που έρχεται να ερωτευτεί τη 15χρονη Adele και να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή της.
Κι έτσι, με το μπλε αυτό μαλλί κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση και ένα Χρυσό Φοίνικα για την ερμηνεία της. Και φυσικά η συνέχεια είχε συνεργασίες με το Γιώργο Λάνθιμο, το Wes Anderson και τον Xavier Dolan.
Αν προσπαθούσε κανείς να ορίσει τον «Λατίνο Εραστή» θα κατέληγε αβίαστα στον Javier Bardem.
Κι όμως αυτή η ζεστή φωνή με την ισπανική προφορά δεν επέλεξε σχεδόν ποτέ το ρόλο του «εραστή». Μπορεί να είναι ακόμα καρφωμένος σε γυναικεία μυαλά και όνειρα ως μια από τις γοητευτικότερες παρουσίες των τελευταίων ετών στο “Vicky Cristina Barcelona” αλλά η παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα τον μνημονεύει και τον αγαπά για τις μεταμορφώσεις του.
Το 2004 ο Alejandro Amenabar του εμπιστεύτηκε το ρόλο ενός τετραπληγικού πρώην ναυτικού ο οποίος μάχεται για το δικαίωμα του στην ευθανασία. Το 2010 θα ξαναμεταμορφωθεί για τους αδερφούς Κοέν και για την ταινία «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους». Εδώ είναι ένας θηριώδης ημιπαράφρων αδίστακτος δολοφόνος. Και μ’ αυτό το ρόλο ήρθε και το πλήρωμα του χρόνου για το θείο Όσκαρ να του χαρίσει ένα βραβείο.
Τη φαντάζεσαι να περπατά ξυπόλυτη χέρι χέρι με έναν Έλληνα σε κάποια παραλία της Αμοργού. Εκείνη του μιλάει Γαλλικά, εκείνος δεν καταλαβαίνει γρι αλλά την κοιτάζει ερωτοχτυπημένος. Αυτό το στερεότυπο της Γαλλίδας, λίγο απόμακρο και έμφυτα κομψό θα μπορούσε να διεκδικήσει ρόλους- σύμβολα ομορφιάς.
Και όμως, ο ρόλος που την καθιέρωσε και της χάρισε και ένα Όσκαρ ήταν αυτός της Edith Piaf στην ταινία «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο». Ωχρή από το ξεκίνημα της ταινίας, με φρύδια σχεδόν ανύπαρκτα και ένα μέτωπο που έμοιαζε πελώριο, χάρισε μια ερμηνεία καθηλωτική. Ξεκίνησε ορμητική όταν ακόμα η Piaf ήταν στα πάνω της για να καταλήξει να ραγίζει καρδιές αβίαστα όταν έφτανε πια το τέλος.
Ε, και μετά ήρθε ο Nolan, οι Αδερφοί Dardenne, o Woody Allen, o Audiard. Όλοι για να αποδείξουν με το δικό τους τρόπο πως πρόκειται για μια εξαιρετική ηθοποιό που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να ανταποκριθεί στο ρόλο της ωραίας.