«… Πέντε χρόνια τώρα ζω από σένα,/ περνάω την ημέρα μου περιμένοντάς σε./ Όταν αργείς, νομίζω πως πέθανες, / πεθαίνω όταν σε φανταστώ νεκρό,/ ξαναζώ όταν γυρίζεις / κι ύστερα, όσο είσαι κοντά μου,/ πεθαίνω από τον φόβο μου μη φύγεις…».
Η Μαρία Πανουργιά κατεβαίνει στην Μικρή Επίδαυρο σκηνοθετώντας την όπερα Η ανθρώπινη φωνή του Φ. Πουλένκ που βασίζεται στον μονόλογο του Ζαν Κοκτώ.
Επιλέγει μέσα από το έργο τη φράση «Έχω μάτια στ’ αυτιά» για να λειτουργήσει ως υπότιτλος, τονίζοντας το πολυποίκιλο σύμπαν του Ζαν Κοκτώ που ήταν ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ζωγράφος και σκηνοθέτης.
Και η ίδια έχει πολλαπλές ιδιότητες: σκηνοθέτρια, ηθοποιός, ζωγράφος και σκηνογράφος. Σχολιάζουμε πώς πολλές φορές η κοινωνία στέκεται αμήχανη μπροστά στους ανθρώπους καταπιάνονται με πολλά πράγματα γιατί αδυνατεί να τους κατατάξει και να τους βάλει ταμπέλες.
Προσωπικά βρίσκω πολύ υγιές, ειδικά στον χώρο της Τέχνης, κάποιος να μπορεί να λειτουργήσει με διαφορετικούς τρόπους· άλλωστε δημιουργικότητα είναι κάτι που ρέει και σε τίποτα δεν βοηθούν τα στεγανά. Και κάπως έτσι ρέει και η σκέψη της Μαρίας Πανουργιά.
Το έργο είναι η ιστορία ενός χωρισμού. Πρόκειται για ένα ζευγάρι, μάλλον «παράνομο», που ύστερα από πέντε χρόνια σχέσης έφτασε η ώρα να χωρίσει. Εκείνος της έχει υποσχεθεί ότι θα την πάρει ένα τελευταίο τηλέφωνο κι εμείς βλέπουμε αυτή την τελευταία επικοινωνία ακούγοντας μόνο αυτή.
Ο ερωτικός χωρισμός είναι ένα μπανάλ θέμα αλλά ταυτοχρόνως διαχρονικό. Η κεντρική ιδέα της παράστασης είναι ότι φτιάχνουμε στην Επίδαυρο ένα μνημείο χωρισμού. Αυτό σημαίνει ότι είναι ένα μέρος που οι άνθρωποι που έχουν χωρίσει μπορούν να το επισκέπτονται και να αφήνουν πράγματα από τις πρώην σχέσεις τους. Όπως σε ένα μνημείο πεσόντων πολέμου καταθέτουμε ένα στεφάνι, στο μνημείο χωρισμού καταθέτουμε το τελευταίο τηλεφώνημα μεταξύ των δύο πρώην εραστών. Αυτό το τηλεφώνημα μπορεί να επαναλαμβάνεται ως λούπα, κάθε χρόνο στην επέτειο του χωρισμού.
Λένε ότι ο Ζαν Κοκτώ έγραψε το έργο αυτό για τον νεαρό εραστή του. Στο κείμενο φαίνεται εκείνη να είναι μεγαλύτερη από τον σύντροφό της. Θεωρητικά αυτά τα θέματα έχουν ξεπεραστεί αλλά στο Ελλαδιστάν φαίνεται να οπισθοχωρούμε προς τον συντηρητισμό. Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, θα έχουμε και λογοκρισία σε λίγο.
Το 1968 ήταν μια περίοδος που έδειχνε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αλλιώς. Υπήρχε μια αισιοδοξία για το μέλλον που πια δεν υφίσταται. Ποιο είναι τώρα το μέλλον; Εταιρείες, απόλυτη λογοκρισία, έλεγχος. Υποτίθεται ότι η Ευρώπη είναι το πιο φωτεινό σημείο στον πλανήτη αλλά ούτε εδώ υπάρχει κανένα όραμα. Μιλάνε μόνο για την οικονομία, μιλάνε για όλα αποκλειστικά με οικονομικούς όρους λες και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια εταιρεία που την ενδιαφέρουν τα κέρδη και οι ζημίες και τίποτα άλλο. Δεν υπάρχει έγνοια για τον άνθρωπο και την παιδεία.
Κατά πως φαίνεται η ΕΕ θα διαλυθεί, δεν ξέρω αν θα ζούμε για να το δούμε αυτό. Υποτίθεται ότι η Ευρώπη διέπεται από τις ανθρωπιστικές αξίες αλλά τώρα βρίσκεται τόσο μακριά από αυτές. Εκτός κι αν εμφανιστούν φωτισμένοι ηγέτες και δώσουν ώθηση και όραμα στον κόσμο.
Εμείς εδώ έχουμε τον Μητσοτάκη, δεν βλέπω κανένα όραμα. Το ίδιο λέω και για τον Μακρόν. Δεν έχει όραμα ούτε για τη χώρα του, ούτε για την Ευρώπη. Για να μην πούμε τώρα για τις ΗΠΑ και στεναχωρηθούμε, γιατί εκεί είναι η απόλυτη σκοτεινιά. Η εκλογή του Τραμπ ήταν μεγάλη οπισθοχώρηση για ολόκληρο τον πλανήτη.
Υπάρχουν προοδευτικές δυνάμεις αλλά αυτή τη στιγμή είναι αδύναμες. Έχει επικρατήσει τόσο ο καταναλωτισμός και η λογική ότι μόνο το χρήμα έχει νόημα σε αυτή τη ζωή. Εγώ αυτή τη στιγμή δεν ακούω άλλες φωνές. Το ότι είμαστε κάποιοι άνθρωποι και ασχολούμαστε με άλλα πράγματα δεν σημαίνει ότι αυτή είναι η κυρίαρχη τάξη των πραγμάτων. Το ’68 πήγε να γίνει η μεγάλη ανατροπή, ακόμη κι αν δεν έγινε, νιώθω ότι οι άνθρωποι από εκεί εμπνέονται.
Μετά την καραντίνα αυτή η επιστροφή στην «κανονικότητα» είναι το πιο φριχτό πράγμα που λέγεται. Εγώ λέω ότι δεν θα έπρεπε να επιστρέψει κανείς σε τίποτα παλιό.
Χάρη στον κορωνοϊό έγινε εμφανές ότι αυτό το «να γίνουν όλα ιδιωτικά» δεν δουλεύει. Ίσως κάποιοι άνθρωποι στραφούν προς τα εκεί, στο κομμάτι της Υγείας και όχι μόνο, και δώσουν ώθηση για να γίνει κάτι καλό. Και στην Ελλάδα υπάρχουν νησίδες ανθρώπων που δουλεύουν προς αυτή την κατεύθυνση αλλά δεν είναι κάτι καθολικό.
Έχουμε μια συντηρητική κυβέρνηση και δεν βλέπω να πηγαίνει κάτι προς το καλύτερο. Μάλλον μια οπισθοχώρηση βλέπω, σε αυτό που λένε «Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια». Και αυτό γίνεται και γελοία θα έλεγα, γιατί δεν έχουμε και την αστική κουλτούρα άλλων χωρών να γυρνάμε προς τα πίσω έστω με τακτ· εδώ ο τρόπος είναι χονδροειδής. Υπομονή, τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Κάθε φορά που απελπίζομαι σκέφτομαι ότι όλα αλλάζουν.
Προσωπικά κάνω αυτή τη δουλειά προσπαθώντας να καλυτερεύσω τον εαυτό μου. Είναι μια προσπάθεια που την κάνω πολύ συνειδητά και καλυτερεύοντας τον εαυτό μου πιστεύω ότι καλυτερεύω και αυτά που μπορώ να δείξω στους άλλους και μέσα από αυτή διαδικασία να συνομιλήσω και με άλλους ανθρώπους. Αυτό κάνω.
Από την άλλη είναι επίσης ένα επάγγελμα. Κάπως πρέπει να ζήσεις κι αυτό είναι δύσκολο. Πρέπει να είσαι στην αυλή του βασιλιά για να επιβιώσεις, έτσι συνέβαινε πάντα στις τέχνες. Τώρα πια που δεν υπάρχουν και λεφτά όλο και δυσκολεύει το πράγμα. Θα το βλέπεις και εσύ από τη δουλειά σου, ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την Τέχνη πρέπει να είναι «κάπου», δηλαδή να έχουν βρει έναν παραγωγό ή πρέπει να έχουν καλές σχέσεις με το Εθνικό ή με τη Στέγη.
Δεν υπάρχει μια πολιτική, ένα θεσμικό πλαίσιο που να προστατεύει και να χρηματοδοτεί τις τέχνες.
Πιστεύω ότι ο χειμώνας που έρχεται θα είναι το απόλυτο χάος. Θα πρέπει να έχεις πολύ μεγάλη ψυχική δύναμη. Αυτό βέβαια πάντα απαιτούνταν από τους καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Τώρα θα είναι πολύ μεγάλη η δοκιμασία.
Είναι ανήκουστο το ότι οι καλλιτεχνικοί διευθυντές τα τελευταία χρόνια ορίζονται από την κυβέρνηση με πολιτικά κριτήρια. Μου φαίνεται τρομερά οπισθοδρομικό και τρελό. Μάλλον όμως στους υπόλοιπους φαίνεται φυσιολογικό, οπότε εγώ τι να πω. Φαίνεται φυσιολογικό σε αυτούς που ζουν λέγοντας πόσο καταπληκτικά είναι όλα.
Υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις που πραγματικά κάνουν πολύ καλή δουλειά σε θεσμούς, δε λέω ότι δεν υπάρχει κανείς. Άλλους τους τρώνε, άλλους τους αφήνουν, άλλους τους «θάβουν». Ο Λούκος είναι μια τέτοια περίπτωση που ενώ έκανε τόσα για το Φεστιβάλ Αθηνών, τον έδιωξαν. Δε το λέω κομματικά, ο Λούκος επί ΣΥΡΙΖΑ έφυγε, το λέω ως θέμα νοοτροπίας.
Λέμε “Support Art Workers” αλλά αν δεν γίνει μια γενική απεργία, εάν δηλαδή δεν έρθει το συνδικάτο να οργανώσει κάτι καθολικό, ούτε εγώ να κάνω παράσταση, ούτε κανείς άλλος, ούτε συναυλίες, ούτε σινεμά τότε δε θα αλλάξουν τα πράγματα. Πώς να αλλάξουν όταν προσκυνούν τον Λιγνάδη επειδή τους δίνει δουλειά; Είναι λογικό. Οι ηθοποιοί από μόνοι τους δεν μπορούν να κάνουν κάτι, πρέπει να είναι κάτι καθολικό. Είναι εφικτό. Έχει γίνει κατά καιρούς στον κόσμο. Στην Ελλάδα δεν έχει γίνει γιατί ο καθένας σκουπίζει μέχρι την αυλή του κι έξω από εκεί ας γίνεται ο κακός χαμός.
Τι εμπιστοσύνη να έχουμε στο κράτος, αφού το κράτος κάθε φορά είναι απόν;
Μου πήρε χρόνια να δεχτώ τον εαυτό μου. Τώρα όμως έχω καταλήξει ότι είμαι και αυτό και εκείνο και το άλλο, δηλαδή και παίζω και σκηνοθετώ και ζωγραφίζω και κάνω σκηνικά. Και πλέον νιώθω πιο πολύ από ποτέ ότι είμαι εγώ, γιατί ούτως ή άλλως πάντα ένα θέαμα το έβλεπα σφαιρικά. Τώρα που αυτό δεν είναι μόνο θεωρία αλλά το κάνω πράξη, νιώθω πιο ολόκληρη. Ίσως φταίει ότι στο σχολείο μας έμαθαν ότι πρέπει να είμαστε ή έτσι ή αλλιώς, ότι δεν μπορούμε να είμαστε πολλά πράγματα.
Όπως είναι δομημένο το σύστημα της παιδείας στην Ελλάδα η δημιουργικότητα είναι κάτι το απαγορευμένο. Κι εγώ ως παιδί αλλά και πολλά άλλα παιδιά πιέστηκαν πολύ. Αντί να μας επιτρέπουν να είμαστε δημιουργικοί, κάτι που χρειάζεται σε όλα τα επαγγέλματα, μας βάζουν εμπόδια. Ήμουν ντροπαλή και εξακολουθώ να είμαι γιατί ένιωθα ότι δεν μπορούσα να εκφράσω τη δημιουργικότητα με πίστη.