Ο Ντον Nτρέιπερ είναι ένας σκοτεινός ήλιος. Γύρω του στροβιλίζονται γυναίκες πλανήτες. Όλες αυτόφωτες με ετερόφωτες στιγμές. Με το δικό τους προσωπικό big bang. Εκτεθειμένες για επτά σεζόν στην επικίνδυνη ακτινοβολία του. Και αυτός, τώρα λίγο πριν το τέλος, στην πιο δύσκολη στιγμή του, αντίθετα από ότι κάνει ο ήλιος στη δύση του δεν ρουφά τα χρώματα και το φως μέσα του αφήνοντας τα πάντα άχρωμα. Τα πάντα στο σκοτάδι. Κάνει ακριβώς το ανάποδο. Πέφτει, αφήνοντάς τες πίσω του να λάμψουν περισσότερο από ποτέ. Ξεπληρώνοντας τους τις φορές που δίκαια ή άδικα, βίαια ή όχι, με το καλό ή το κακό, για το καλό ή για το κακό τους, τους στέρησε μέρος από τη λάμψη τους. Τώρα τους ανταποδίδει το φως. Σε όλες. Μια προς μια. Γενναιόδωρα. Και μένει εκεί, αυτός, η χωρίστρα το καπέλο και το ποτήρι του να δύει πίσω από τα βουνά που ύψωσε μόνος του, πιο φωτεινός και πιο ζωτικά θερμός από ποτέ.
Μεγκ
Δεν είναι ο πιο αδικημένος, βασικός γυναικείος ρόλος της σειράς. Είναι ανέμελη, νέα, φορές αθώα, όμορφη, σέξι, τσαχπίνα, με όρεξη, και ξεκινά με λευκό ποινικό μητρώο αποτυχίας. Από πότε είναι αδικία να είσαι όλα αυτά; Ήρθε στη σειρά την κατάλληλη στιγμή για τον Ντον. Τότε που αυτός ήθελε κάτι ανάλαφρο, πιο εύκολο, κάτι πιο αναποφάσιστο-θέλω να γίνω διαφημίστρια ή ηθοποιός. Το δικό της δίλημμα αλάφρυνε τα δικό του. Ήταν το δικό του αντιρυτιδικό στη γερασμένη, κουρασμένη του ματαιοδοξία. Πέρα από την -κοίτα τι έχω και πως του χαρίζω- χορογραφία της στο “Zou Bisou Bisou” της βγάζεις το πλατύγυρο 60s καπέλο γιατί θα μπορούσε να είχε κουρνιάσει στην άπιστη αγκαλιά του Ντον και να διεκδικήσει μια εύκολη προσωπική σαπουνόπερα. Επιλέγει να ακολουθήσει το όνειρο της. Τον χωρίζει. Και αυτός της χαρίζει. Περισσότερα μάλιστα από ότι ζητά. Γιατί, ο Ντον είχε ξεχάσει την πολύπλοκη δύναμη του ταλέντου της φιλοδοξίας. Και αυτό είναι κάτι δεν μπορεί να το νικήσει πια, δεν μπορεί να το ακολουθήσει. Μπορεί όμως να το επιχορηγήσει.
Μπέτι
Θα ήταν πολύ εύκολο να δεις σε αυτή απλώς μια καταπιεσμένη, απελπισμένη νοικοκυρά-σύζυγο της 60s νεοϋορκέζικης suburbia που την μεγάλωσαν ως Little Miss Sunshine κι άλλα στερεότυπα. Όμως, η Μπέτι έχει τη δική της νίκη. Γιατί κατάφερε να μην καεί εντελώς από την τοξική παρουσία του Ντον στη ζωή της. Όλοι συμφωνούμε πως θα μπορούσε. Ναι, υπάρχουν στιγμές που περιφέρεται σα θολό, νικημένο, απλοϊκό σαπουνοπερικό θύμα εκλιπαρώντας για συμπάθεια. Σαν εντοιχισμένη ανθρώπινη παρουσία στη κουζίνα του σπιτιού της να ταΐζει μητρικά λάθη τα παιδιά της. Σαν άπειρο, έφηβο σεξουαλικά, κοριτσάκι – καθόλου τυχαίο αυτό το άρρωστο ειδύλλιο με τον παράξενο, πιτσιρικά Γκλεν. Αλλά και πάλι κατάφερε να κρατήσει αλώβητη την Γκρέις Κέλι γοητεία της κρατώντας στα χέρια της με όση ασφάλεια μπορεί ίσως το πιο σημαντικό επίτευγμα του Ντον, τα παιδιά του. Κι αυτή η δύσκολη αποστολή της Μπέτι κρύβει τον ίδιον βαρύ θησαυρό που υπάρχει σχεδόν σε όλα τα κορίτσια του Mad Men που πάσχισαν για επαγγελματική οικογενειακή ευτυχία .
Τζόαν
Αν έπρεπε να παρομοιάσει κανείς τις Τζοαν και Πέγκι με ένα όργανο του σώματος, τότε και οι δυο τους θα ήταν ο αυχένας. Η Πέγκι πάσχει από ευθειασμό. Έχει χάσει πάνω στη ορμή των ονείρων της, τη φυσική καμπύλη της. Κρατά συνεχώς το μυαλό της προτεταμένο σε σχέση με την υπόλοιπη της ύπαρξη. Η Τζοαν όμως έχει μια υπέροχη φυσική καμπύλη ως ψυχοσύνθεση. Πληθωρική, ικανή, έτοιμη να πάρει δύσκολες αποφάσεις, πύρινη, επιβλητική, ξέρει πότε θα αποφύγει την κατά μέτωπο επίθεση ή την οπισθοδρόμηση και πότε θα πάρει την καμπύλη οδό χωρίς σε αυτό να κρύβεται κάποια υπεκφυγή, ούτε κάποια εύκολη καπατσοσύνη. Το αντίθετο. Αυτό της έχει χαρίσει την τρισδιάστατη επίγνωση του τι συμβαίνει γύρω της ανά πάσα στιγμή. Αυτή την γυναίκα-αφεντικό οι δημιουργοί της σειράς μετέτρεψαν σε μια διττή αλληγορία όλων όσων συμβαίνουν ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα, αλλά και σε ένα πελάτη-πωλητή. Με την Τζοαν ως ρόλο να μετατρέπει και τα δυο αλισβερίσια σε ρεαλιστική, γλαφυρή, σέξι, θηλυκή ζωγραφιά που για την ίδια είναι το δικό της έργο ζωής.
Πέγκι
Ίσως το πιο τολμηρό κορίτσι της σειράς. Μια surviror με ψυχολογικό αυχενικό σύνδρομο (και με τη φοβία του φορέματος με το πίσω φερμουάρ) που όμως προσπαθεί αυτό που ονειρεύεται. Τα καταφέρνει ανεβαίνοντας – με κεκαλυμμένες πληγές – πάτωμα το πάτωμα στον αρσενικού γένους ουρανοξύστη της που χτίζει μόνη της όροφο τον όροφο. Εκεί έχει μια υπέροχη αδελφή ψυχή. Τον Ντον. Στο συρτάρι του γραφείου της όμως έχει ξεχασμένο το διαβατήριο για το ταξίδι εκτός επαγγελματικών συνόρων. Ο Ντον είναι πάλι εκεί. Προσπαθεί να της δείξει – με τον τρόπο του- πως αυτό που θέλει να γίνει δεν περιλαμβάνει μόνο δημιουργία και λάμψη, αλλά και φωτιά και πως κάτι ή κάποιος στο τέλος (ακόμη και όμορφα) καίγεται. Με ευκολία ποντάρεις πως η Πέγκι θα κάνει το υπερεπαγγελματικό ταξίδι χωρίς να χάσει τη business class που έχει κερδίσει με τα μολύβια και τα σπαθιά της. Κάποια από αυτά μπορεί να ξεκλειδώνουν και τα πίσω φερμουάρ.
Σάλι
Θα μπορούσαμε απλώς να παραδεχτούμε πως όλα έγιναν για να μεταμορφωθεί το κοριτσάκι με το κοντό ξανθό καρέ και τα ατροφικά δοντάκια του πρώτου κύκλου στη συγκινητικά παθιασμένη, αστεία, αυθόρμητη, γλωσσοκοπάνα, με το σαρδόνιο χιούμορ, έφηβη Σάλι του σήμερα. Της κόρης του Ντον. Της πρώτης πραγματικής γενιάς Ντρέιπερ που διαμορφώθηκε σε μια δεκαετία, σε μια κοινωνία, σε μια οικογένεια που όλα γύρω της άλλαζαν. Διαρκώς. Με την ίδια να εκλιπαρεί για αλήθεια όταν η τελευταία ήταν πιο αβέβαιη και ευμετάβλητη από ποτέ. Μεγαλώνοντας σεζόν με τη σεζόν, επεισόδιο το επεισόδιο σταθερά με τον πιο cool τρόπο μετατρέπονταν σε έναν απλοποιητή καθρέφτη των καλειδοσκοπικών πορτρέτων της ψυχογεωγραφίας του Mad Men. Κυρίως όμως σε καθρέφτη του πατέρα της (από διαβολική σύμπτωση έχουν αυτή την ίδια πλαστικότητα γύρω κι ανάμεσα στα φρύδια που τους επιτρέπει σχεδόν να αλλάζουν χαρακτηριστικά με τις εκφράσεις τους). Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τη Σάλι στην Νέα Υόρκη των 70s ανασαίνοντας στίχους του Lou Reed να προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα αν ήμαστε πιο δυνατοί από το περιβάλλον μας, από την άυλη κληρονομία μας. Να προσπαθεί με σχέσεις-μαντζούνια να καταπολεμήσει το hangover δύσκολης, αλλόκοτης παιδικής ηλικίας που ο πατέρας της δεν κατάφερε ποτέ.
Για αυτό ανάμεσα σε αυτούς τους δυο χαρακτήρες ρέει μια ενέργεια οδυνηρή στην περίπτωση τους μα και διαχρονική, άοκνη, συγκινητικά πάναγνη, αληθινή και αυθόρμητη σα καρδιοχτύπι. Και ταυτόχρονα απροσδόκητη όπως εκείνο το σ’ αγαπώ που εκσφενδονίζει η Σάλι στον Ντον ένα βράδυ στο τέλος του δεύτερου επεισοδίου της 7ης σεζόν (πριν τις πρώτες νότες του “This Will Be Our Year” των Zombies). Ένα σ’ αγαπώ που τον παραμόρφωσε, που του απομάγεψε την θρησκεία της μοναξιάς του, που του συντάραξε τα θεμέλια της εκκλησίας του με τον ένα πιστό. Τον εαυτό του. Ένα άφιλτρο σ’ αγαπώ-φίλτρο που μελετημένα ειπώθηκε στην αρχή της τελευταίας σεζόν για να του αφήσουν οι δημιουργοί της σειράς το περιθώριο να δράσει. Να απαλλάξει τον ήλιο Ντον από όλες τις αμαρτίες του, το ζόφο, τους δαίμονες τους. Να τον αφήσει (απ)αλλαγμένο από όλες τις επικίνδυνες ακτινοβολίες του, τις εκρήξεις στο πυρήνα του. Αφημένο σε μια ήπια πρωτόγνωρη γι’ αυτόν θέρμη. (“Like the warmth from the sun”, το τραγουδούν και οι Zombies). Και αυτό θα ήταν ένα κάποιο τέλος. Ένας κάποιος θάνατος.