Τι είναι άραγε εκείνο που καθιστά μια θεατρική παράσταση ολοκληρωμένη; Είναι ο χώρος, η σκηνή που ανυψώνει τους ηθοποιούς πάνω από το κοινό, είναι τα κοστούμια, οι ερμηνείες, η σκηνοθετική άποψη, τα φώτα, η μουσική; Είναι όλα μαζί και τίποτα. Όλα γιατί αποτελούν τις συνισταμένες ενός ευρύτερου συνόλου και τίποτα, γιατί αν δεν καταφέρεις να συλλάβεις το συναίσθημα και τον ενθουσιασμό της δημιουργίας τότε όλα θα έχουν πάει στράφι. Μα αυτό θα πείτε είναι η δουλειά του ηθοποιού. Να μεταδώσει το συναίσθημα που ο ίδιος έχει τιθασεύσει. Σωστό, εν μέρει όμως, γιατί εδώ ενυπάρχει ταυτόχρονα και η υποχρέωση του θεατή. Να έχει τα μάτια του ανοιχτά, τις αισθητικές του κεραίες τεντωμένες και να αντιλαμβάνεται πλήρως την τέχνη όταν την βλέπει να ξετυλίγεται μπροστά του.
Υπάρχουν βέβαια και εκείνες οι σπάνιες ευκαιρίες που σου παρουσιάζονται, όπου μπορείς να κοιτάξεις πίσω από την αυλαία πριν εκείνη πέσει, να δεις τη γέννηση της δημιουργίας, “κοιτώντας” από την κλειδαρότρυπα, νιώθοντας λίγο όπως λένε στην Αγγλική, “fly on the wall”. Ή διαφορετικά. θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με τη γέννηση ενός παιδιού. Αλλιώς την αντιλαμβάνεται κανείς αν είναι στο δωμάτιο του τοκετού και αλλιώς αν σου παραδώσουν ένα φασκιωμένο μωρό σε θερμοκοιτίδα. Σκεπτόμενος κάπως έτσι λοιπόν, παρατήρησα μαζί με το φωτογράφο Γιάννη Δρακουλίδη την προετοιμασία μιας παράστασης, χωρίς να εμπλακούμε άμεσα με αυτήν. Είδαμε όμως ιδίοις όμμασι την καλλιτεχνική ανησυχία-αγωνία, τις τελευταίες, φευγαλέες πρόβες πάνω στο κείμενο, το ζέσταμα, το βάψιμο- ντύσιμο, την ετοιμότητα του προσωπικού, ως και το λυτρωτικό κλείσιμο της αυλαίας. Όλα αυτά, μέχρι την επόμενη φορά…
Ίσως και να είναι λίγο αφαιρετικά τα όσα έγραψα έως τώρα, γι’αυτό ας γίνω πιο συγκεκριμένος. Τόπος: το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, Έργο: Οι Βρυκόλακες, του μεγάλου θεατρικού συγγραφέα Χένρικ Ίψεν. Ημερομηνία: 27 Δεκεμβρίου 2013. Λίγο πριν μας αποχαιρετήσει η χρονιά και λίγο πριν συμπληρώσει ένα μήνα παραστάσεων το εν λόγω πόνημα, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού και μέλη του θιάσου, τη Μπέτυ Αρβανίτη στο ρόλο της κυρίας Άλβινγκ, τον Κώστα Βασαρδάνη, στο ρόλο του πολύπαθου γιου Όσβαλντ, του Νίκου Χατζόπουλου στο ρόλο του ηθικοπλάστη πάστορα Μάντερς, που έχει αρκετά προσωπικά συμφέροντα, της Μαρίας Κίτσου, ως νεαρής υπηρέτριας Ρεγκίνε και βέβαια, του Γιώργου Κέντρου, που ενσαρκώνει τον Ένγκστραντ, ο οποίος έχει ως απώτερο (και μοναδικό) σκοπό το κέρδος.
Έφτασα περίπου μιάμιση ώρα πριν την έναρξη της παράστασης. Έξω καταρρακτώδης βροχή. Φτάνοντας, το θέατρο ήταν εύλογα άδειο, με τις ταξιθέτριες να έχουν όμως ήδη ξεκινήσει την προετοιμασία. Ο προθάλαμος του θεάτρου, αν και μικρός σε έκταση, επρόκειτο να δεχθεί αρκετό κόσμο, μιας και το έργο είναι ιδιαίτερα δημοφιλές τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια των εορτών και παρ’όλο το ζοφερό του ύφος. Ο χώρος είναι πολύ φιλόξενος, θυμίζει πολύ έντονα ένα μικρό και βολικό σπίτι που εξυπηρετεί απόλυτα το σκοπό του. Στον τοίχο βρίσκονται φωτογραφίες από παλαιότερες παραστάσεις, όπως η περσινή επιτυχημένη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Περιμένουμε την έλευση των ηθοποιών. Οι πρώτοι δυο που καταφθάνουν είναι οι Μπέτυ Αρβανίτη και Κώστας Βασαρδάνης, με τον δεύτερο να έχει επωμιστεί την επιπρόσθετη ευθύνη του πιανίστα στην παράσταση, μιας και πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ικανό μουσικό. Ακολούθησε η χαμογελαστή Μαρία Κίτσου και τέλος οι Νίκος Χατζόπουλος και Γιώργος Κέντρος. Το πρώτο που προσέχεις είναι η απλότητα και η χαλαρότητα που αντιμετωπίζει ένας ηθοποιός το επάγγελμά του. Οι συζητήσεις αναμεταξύ τους, αλλά και μαζί μας, ήταν απλές, καθημερινές, απόλυτα ταιριαστές με ένα εργασιακό περιβάλλον. Το σημαντικότερο είναι πως η χαλαρότητα δεν πηγάζει από τη ρουτίνα, αλλά από την άνεση που νιώθει ο κάθε επαγγελματίας με την εργασία του.
Το πολύ σημαντικό στάδιο της ενδυμασίας/βαψίματος έχει μόλις αρχίσει. Οι ηθοποιοί εδώ έχουν και το “ρόλο” του ενδυματολόγου. Τα κοστούμια -όπως και τα σκηνικά- είναι της Ελευθερίας Μανωλοπούλου, αλλά το βάψιμο το κάνουν οι ίδιοι οι ηθοποιοί. Ήρθε η ώρα να περάσω στα παρασκήνια μαζί με τη βοήθεια του φωτογράφου και να μιλήσω στην κυρία Αρβανίτη. Το καμαρίνι είναι μικρό, με έντονα αρώματα και ακόμη πιο έντονο φωτισμό. Στον καθρέφτη είναι κολλημένες φωτογραφίες και παιδικά σκίτσα, πρόδηλο σημάδι ότι ένας καλλιτέχνης με χαρακτήρα και προσωπικότητα βρίσκεται εδώ. Στο σύντομο διάλογο που είχαμε, περιγράφει τον απαιτητικότατο ρόλο της μητέρας, έναν από τους πλέον περιζήτητους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Πώς προετοιμάζεται για έναν τέτοιο ρόλο;. Η απάντησή της ειναι απλή αλλά απόλυτα κατατοπιστική: “Ο ηθοποιός πρέπει να είναι απόλυτα προετοιμασμένος τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Το κλειδί είναι η χαλαρότητα, η ηρεμία σώματος και πνεύματος. Τώρα από εκεί και πέρα, κάθε ηθοποιός έχει τους δικούς του μηχανισμούς”. Αναρωτιέμαι εάν ο πενταμελής θίασος κάνει τα πράγματα ευκολότερα ή δυσκολότερα; “Το κείμενο” ,απαντά, “όλα τα υπόλοιπα έπονται. Το κείμενο καθορίζει τη δυσκολία της παράστασης”.
Στον προθάλαμο του θεάτρου αρκετοί θεατές περιμένουν κι όλας , λόγω της βροχής και του τσουχτερού κρύου, συζητώντας περί ανέμων και υδάτων.Με την έλευση του κόσμου αυξάνεται προοδευτικά και η κινητικότητα στις τάξεις των υπαλλήλων του θεάτρου. Πολύ γρήγορα, ο χώρος γίνεται πολυάσχολος, οι ταξιθέτριες στο κυλικείο εξυπηρετούν τον κόσμο και οι φροντιστές κάνουν τους καθιερωμένους ελέγχους για να βρίσκονται όλα στην εντέλεια. Πίσω στα παρασκήνια, συναντώ τον Γιώργο Κέντρο, που ενσαρκώνει τον “κακό” της υπόθεσης, Ένγκστραντ. Ευγενικός, προσηνής και ανοιχτός στο διάλογο, ανήγαγε τη συνομιλία μας σε μια πολύ πιο ελεύθερη συζήτηση πάνω στο ρόλο, τον Ίψεν και γενικότερα πτυχές του θεάτρου και της τέχνης, από τον πρόσφατο χαμό του Νίκου Δημητράτου (που γνώριζε και εκτιμούσε βαθύτατα) μέχρι το ιαπωνικό kabuki. Έχει ήδη φορέσει τα ρούχα της παράστασης, και με το “χαλαρωτικό” τσιγάρο στο στόμα, περιγράφει το ρόλο του Ένγκστραντ και το πώς έχει εκσυγχρονιστεί για να ταιριάξει (ακόμα) πιο πολύ στη σημερινή εποχή. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως το κείμενο έχει υποστεί δραματικές αλλαγές, μιας και η διαχρονικότητα των μηνυμάτων και η ψυχολογική καταγραφή των χαρακτήρων καθιστούν το εν λόγω έργο ένα από τα από τα πλέον σημαντικά του θεάτρου. Αυτό το “βαρύ” ψυχολογικό έργο, που συχνά φέρνει στο νου αρχαία Τραγωδία, λέει ο Γιώργος Κέντρος, έχει ξεκάθαρη απήχηση στον κόσμο και τους ηθοποιούς, ακριβώς λόγω της δυναμικής που αποπνέει η γραφή του Ίψεν.
Η παράσταση βρίσκεται πλέον προ των πυλών. Ο ρυθμός των κινήσεων αλλάζει. Οι ηθοποιοί συγκεντρώνονται στο βεστιάριο και ακούγονται σκόρπιες ατάκες από το έργο και ορισμένες ασκήσεις φωνητικής. Πίσω από την κουρτίνα του βεστιάριου, βρίσκεται το τελικό στάδιο της “μεταμόρφωσης”, αυτής της λεπτής διαχωριστικής γραμμής που χωρίζει έναν απλό άνθρωπο από έναν ολοκληρωμένο και συνειδητοποιημένο καλλιτέχνη, με πλήρη επίγνωση του αντικειμένου του. Τώρα, όλα “πίσω από την αυλαία” μοιάζουν έτοιμα. Περίπου το ίδιο συμβαίνει και στην είσοδο του θεάτρου, αφού ο κόσμος έχει μεταφερθεί στις θέσεις του. Υπάρχει, βέβαια, μια ολιγόλεπτη καθυστέρηση, φαινόμενο αρκετά συχνό, γιατί κάτι πηγαίνει στραβά λίγο πριν το φώτο-φινις. Αυτή τη φορά, η καθυστέρηση έχει προκληθεί λόγω κάποιων αργοπορημένων θεατών, που δικαιολογούνται ωστόσο λόγω της κακοκαιρίας. Το μοτίβο της βροχής που ακούγεται απέξω πάντως -άκρως ειρωνικά και ταιριαστά- ταυτίζεται απόλυτα, τουλάχιστον με την εισαγωγή του θεατρικού έργου,αν όχι με όλη του την ατμόσφαιρα.
Γύρω στις 21:00, τα φώτα στα παρασκήνια σβήνουν και εμείς και περιμένουμε μαζί με τους ηθοποιούς, συμμεριζόμενοι απόλυτα την -σχεδόν απτή- ένταση των λίγων λεπτών πριν βγει ο ηθοποιός στη σκηνή. Το άγχος εντείνεται λίγο πριν το άνοιγμα της αυλαίας. Η δουλειά μας εδώ τελειώνει και ξεκινάει εκείνη των ηθοποιών. Το τρίτο κουδούνι ακούγεται λίγο αργότερα από το αναμενόμενο και δίνει το έναυσμα για το ξεκίνημα της παράστασης στις 21:20. Πρώτος κατεβαίνει από την κυρίως σκάλα ο Κώστας Βασαρδάνης, που “προλογίζει” το κείμενο παίζοντας πιάνο, για να τον ακολουθήσει ο Γιώργος Κέντρος με τη Μαρία Κίτσου. Έπειτα από την πολύ όμορφη μουσική εισαγωγή, ακούγεται η φωνή της Μαρίας Κίτσου: “Τι θέλεις πάλι”; Το Ιψενικό δράμα πήρε σάρκα και οστά για μια ακόμη φορά με επιτυχία μπροστά στα μάτια μας , μονάχα επί σκηνής και όχι -ευτυχώς- εκτός αυτής…
*Οι Βρυκόλακες του Χένρικ Ίψεν, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού και μετάφραση Γιώργου Δεπάστα, με τους Μπέτυ Αρβανίτη, Γιώργο Κέντρο, Νίκο Χατζόπουλο, Κώστα Βασαρδάνη και Μαρία Κίτσου παίζεται κάθε Τετάρτη στις 7 μ.μ, Πέμπτη μέχρι Σάββατο στις 9 μ.μ και Κυριακή 8 μ.μ στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας (Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη, 210-8838727)