Φαίνεται πως οι Αμερικανοί ό,τι και να γίνει θα ενδιαφέρονται πάντα για την βίαιη απώλεια και την επίπτωση που έχει επάνω στο άτομο. Το μεγάλο μπαμ είχε κάνει το Lost, για να ακολουθήσουν αρκετές σειρές με εξαφανισμένους που έρχονται από το υπερπέραν, με τους συγγενείς τους και όλες τις συναισθηματικές αντιδράσεις που μπορεί να επιφέρει κάτι τέτοιο. Όμως, αυτή τη φορά, ο Damon Lindelof (του Lost και του Προμηθέα) συνδυάζει το υπερφυσικό με το θρησκευτικό και μας πετάει σε μια ζωντανή κόλαση με το The Leftovers.
Η σειρά, που βασίζεται στο βιβλίο του Tom Perrotta, αναφέρεται στην ξαφνική εξαφάνιση 140 εκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον κόσμο μια τυχαία ημέρα, στις 14 Οκτώβρη, μόνο που αυτή τη φορά δεν ασχολούμαστε με αυτούς που έφυγαν, αλλά αυτούς που έμειναν. Η τύχη των αγνοούμενων δεν μας αποκαλύπτεται κι εμείς μένουμε πίσω, με τους συγγενείς στη μικρή πόλη του Mapleton, στη Νέα Υόρκη. Στην πορεία της βέβαια, η σειρά ξετυλίγει όλον το θρησκευτικο-κοινωνικό ιστό, τον οποίο και επικρίνει βαθύτατα, σα να θέλει να τονίσει ακόμη περισσότερο την υπαρξιακή κόλαση των χαρακτήρων κάτω από την απώλεια της πίστης, χτίζοντας έτσι μια δυστοπική μικρή κοινότητα όπου η απουσία και η κατάθλιψη, η απελπισία και η απόγνωση που ακολουθούν είναι τόσο απτές, ώστε μπορείς να τις κόψεις με το μαχαίρι. Γιατί, αν το καλοσκεφτεί κανείς, η εξαφάνιση -τουλάχιστον στην πρώτη σεζόν- μοιάζει με πρόφαση, για να στηθούν όλες οι καινούριες διαπροσωπικές σχέσεις και να γκρεμιστούν εκείνες που είναι ετοιμόρροπες.
Η σειρά όμως ξεχωρίζει και γιατί καταφέρνει είτε με πιο διακριτικό είτε με πιο οξύ τρόπο να καυτηριάσει όλες εκείνες τις αμερικανικές παρανοϊκές σχεδόν συνήθειες που συνοδεύουν το ανεξήγητο: Όταν δηλαδή, τα talk shows και οι ειδήσεις προσπαθούν να λύσουν αυτό που οι επιστήμονες (ή ακόμη και η θρησκεία) δεν μπορεί, ο «γόρδιος δεσμός» του FBI και της ATFEC (Alcohol, Tobacco, Firearms, Explosives, and Cults) που είναι έτοιμες ανά πάσα ώρα και στιγμή να εκτελέσουν αυτούς που προκαλούν προβλήματα, εν προκειμένω τις σέχτες που ξεπήδησαν μετά την «εξαφάνιση», θίγοντας έτσι και παραδείγματα από το πρόσφατο παρελθόν όπως τους «μεσσιανικούς» David Koresh ή τον Shoko Asahara, οι ιστορίες των οποίων είναι βαμμένες με αίμα. Εκτός από αναφορές σε αυτούς τους δυο, η σειρά έχει και τέτοιες περσόνες, όπως αυτή του «Holy Wayne» ως παντοδύναμου ψευδοπροφήτη που αγκαλιάζει τον πόνο και μοιράζει ελπίδα στους μη έχοντες.
Αυτό που προκάλεσε και δίχασε κάπως τους θεατές, κυρίως στις ΗΠΑ, είναι η ωμή βία, λεκτική, σωματική και ψυχολογική σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα αφοριστική οπτική, που γουστάρει να κλονίζει την πίστη συθέμελα, να σταματάει προσωρινά και μετά να συνεχίζει ακάθεκτη. Και οι χαρακτήρες είναι εκείνοι που βρίσκονται μέσα σε αυτό το χωνευτήρι. Ο κεντρικός πρωταγωνιστής, Kevin Garvey, που υποδύεται ο Justin Theroux, είναι ο αρχηγός της αστυνομίας του Mapleton και ο μόνος που φαίνεται να νοιάζεται για τη σέχτα των Guilty Remnants, ανθρώπων που καπνίζουν μανιωδώς, φοράνε άσπρα και δεν βγάζουν άχνα. Σαν ζόμπι, περιδιαβαίνουν τους δρόμους της πόλης και (παρ)ακολουθούν τα πιθανά νέα μέλη τους. Ο ίδιος, ενώ προσπαθεί παράλληλα, να ελέγξει το πλήθος, που δεν πολυβλέπει και με καλό μάτι την κάστα για να διατηρήσει την τάξη, νοιάζεται και για ένα επιπλέον λόγο: Η γυναίκα του είναι μέλος της «αίρεσης» και έχει εγκαταλείψει τον ίδιο και τα δυο τους παιδιά.
Μέσω του πρωταγωνιστή, λοιπόν, μπορούμε να δούμε και τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Την ψιλοαποξενωμένη κόρη του, τη γυναίκα του που δε μιλάει σχεδόν καθόλου σε όλη την πρώτη σεζόν, τον ιερέα, που προσπαθεί να σώσει την παραπαίουσα εκκλησία του, αφού ο κόσμος έχει φύγει μακριά από την πίστη μετά το συμβάν και κάποια μέλη των «GR», ειδικά της «αρχηγού» Patti, προσπαθώντας κι εμείς να καταλάβουμε σε τι πιστεύουν και τι πρεσβεύουν. Ίσως και να μην έχει μεγάλη σημασία, γιατί αυτό που πρέπει να δούμε είναι η εκτενής ανάλυση των χαρακτήρων. Αυτό δημιουργεί το δράμα.
Το πιο εντυπωσιακό ίσως στοιχείο της σειράς, είναι η αργή και βασανιστική ανάπτυξη. Σε αυτή την πρώτη σεζόν, υπάρχουν πολύ σωστά τοποθετημένα επεισόδια που αλλάζουν τη ροή της ιστορίας, φτιάχνοντας μια καινούρια και λογικά σε κάποιο σημείο των επόμενων σεζόν, όλα θα εμπλακούν. Απλώς ελπίζουμε να μην γίνει με απογοητευτικό τρόπο, γιατί όσο περισσότερο χτίζεις την αναμονή, τόσο περισσότερο πρέπει να τη δικαιώνεις κιόλας. Από το τρίτο επεισόδιο, όπου η προσοχή φεύγει από την οικογένεια Garvey και πηγαίνει προς τον ιερέα της πόλης (ένας πολύ καλός Christopher Eccleston στο συγκεκριμένο ρόλο) που προσπαθεί να σώσει ό,τι σώζεται από την εκκλησία του και το ποίμνιό του, ή το έκτο επεισόδιο με την αδερφή του, Nora και τους δικούς της προσωπικούς δαίμονες ή ακόμη και το πολύ εντυπωσιακό προτελευταίο επεισόδιο που λειτουργεί ως prequel, μιας και διαδραματίζεται λίγες ώρες πριν την «εξαφάνιση», παρατηρούμε πως ακόμη και η δομή του όλου εγχειρήματος είναι προσεκτικά σχεδιασμένη και συμβάλλει με τον τρόπο της στη σωστή προώθηση του δράματος.
Αναμένουμε λοιπόν με αγωνία τη δεύτερη σεζόν. Γιατί πέρα από την αξία της σειράς ως προϊόν (είναι σαφέστατα «καλή τηλεόραση»), μοιάζει σα να εκθέτει ένα ατόφιο κομμάτι του αμερικανικού ψυχισμού των τελευταίων είκοσι περίπου ετών, με όλα τα «παρανοϊκά» συμβάντα που έχουμε δει πέρα από τον Ατλαντικό κατά καιρούς (Δίδυμοι Πύργοι, L.A Riots, Columbine, Waco-Texas) κι έχουν αφήσει την παγκόσμια κοινή γνώμη άφωνη.