Ένας άντρας όχι τόσο μεγάλος όσο θα πρόδιδαν τα σχεδόν εντελώς λευκά μαλλιά του με το λίγο παιχνιδιάρικο κούρεμα στέκεται στη γωνία ενός δισκοπωλείου. Μία κιθάρα Fender Jazzmaster κρέμεται από το ταβάνι με μία πετονιά. Ο άντρας, με μία ελαφριά παιδικότητα στο ύφος, κρατά ένα δοξάρι και περιδιαβαίνει τα λίγα οριοθετημένα τετραγωνικά μέτρα που αναλογούν σε αυτή την μικρή τελετουργία με απόλυτη φυσικότητα. «Κανονικότητα» ίσως.

Η κιθάρα μοιάζει με ερωμένη που ο άντρας φλερτάρει με το δοξάρι. Στην πίσω πλευρά της βάσης της έχει τοποθετηθεί ένας επιπλέον μαγνήτης που την κάνει να «φωνάζει» με έναν βαθύ βόμβο που θυμίζει μεταλλικό κρουστό. Σε άλλες στιγμές, ο άντρας την τραβάει κοντά του και τη «χαϊδεύει» προκαλώντας τα παρατεταμένα θορυβώδη νεύματά της. Άλλοτε την πετάει μακριά, εκείνη κάνει κυκλικές κινήσεις κι αυτός στέκεται μέσα στην τροχιά του κύκλου της, σκύβει, σηκώνεται, λες και ξέρει με μαθηματικούς υπολογισμούς που να πάει ώστε να μην τον χτυπήσει. Ύστερα αφήνει το δοξάρι, παίρνει μερικά κουδουνάκια ή χρησιμοποιεί τα ίδια του τα χέρια για να προκαλέσει μια διαφορετική αντίδρασή της. Στο τέλος την απελευθερώνει από την πετονιά της και την αφήνει να συνεχίσει το θορυβώδες βουητό της.

Ο άντρας είναι ο Lee Ranaldo κι αυτή η performance (την οποία παρουσίασε και στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2015 συνοδεία φωτογραφιών της γυναίκας του, Leah Singer) θα μπορούσε να συνοψίσει με έναν πολύ λακωνικό τρόπο την καλλιτεχνική οντότητα του 62χρονου καλλιτέχνη από το Λονγκ Άιλαντ με την πολύπλευρη 35αετή πορεία: το νεουορκέζικο no wave, ο καθαρά πειραματικός θόρυβος, το spoken word, φυσικά το πλάσιμο του noise ήχου που έφτασε σε μεγαλύτερα ακροατήρια μέσα από τους Sonic Youth, ακόμη και οι πολύ πιο βατές ηχητικά σόλο κυκλοφορίες του των τελευταίων χρόνων. Όλα χωρούν σε αυτήν την κρεμασμένη κιθάρα. Και σε αυτή τη συνθήκη χωρά φυσικά και η υπόλοιπη καλλιτεχνική του δράση που αφορά τις οπτικές τέχνες με τις οποίες έχει καταπιαστεί εξίσου στενά, με performances και εικαστικές εκθέσεις σε μεγάλες γκαλερί όλου του κόσμου. Ο Lee Ranaldo όμως εξακολουθεί να μοιάζει με τον τύπο της διπλανής πόρτας, το απειροελάχιστα αλλήθωρο βλέμμα του τον περιβάλλει με μία απροσδιόριστη γλύκα, συμπληρώνοντας την αθόρυβη εικόνα μιας πιστής ήρεμης δύναμης. 

Ο μουσικός που το Rolling Stone θεώρησε το 2004 τον 33ο καλύτερο κιθαρίστα όλων των εποχών και το Spin οκτώ χρόνια αργότερα του χάρισε εξ ημισείας την κορυφή του ίδιου τίτλου με το κιθαριστικό έτερον ήμισυ των Sonic Youth, Thurston Moore, αφήνοντας πίσω τους ιερά τέρατα της «εξάχορδης θεάς», ξεκίνησε το ταξίδι του στο καλλιτεχνικό σύμπαν σπουδάζοντας Τέχνη στο Πανεπιστήμιο του Μπίνγκαμπτον, αλλά πολύ γρήγορα εισχώρησε σε διάφορα μουσικά σχήματα της Νέας Υόρκης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 οι δρόμοι του ενώθηκαν, αν μη τι άλλο καθοριστικά, με τον πρωτοπόρο Glenn Branca. Ο Ranaldo έπαιξε για κάποιον καιρό μαζί του, αναλαμβάνοντας μάλιστα την μία από τις τέσσερις κιθάρες που ακούει κανείς στο ιστορικό ντεμπούτο του Branca, The Ascension (1981). Έναν δίσκο που μνημονεύεται ακόμα και σήμερα από την κριτική και μπόρεσε να συνδυάσει την ελευθεριακή λογική του no wave αυτοσχεδιασμού, με τον  κοφτερό ρυθμό που θα ζήλευαν post punk μπάντες, δίνοντας ταυτόχρονα έναν θαυμαστό ηχητικό όγκο. «Είναι ένας σπουδαίος δίσκος, αλλά δεν είχε καμία σχέση με το να στέκεσαι ο ίδιος μπροστά σε αυτά τα 110 decibels»είπε αργότερα για την live εμπειρία του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Λίγο αργότερα ο Thurston Moore κι η Kim Gordon, τον κάλεσαν να φτιάξουν μία μπάντα, αφού τον είχαν δει αρκετές φορές να παίζει ζωντανά στη Νέα Υόρκη. Το τριμελές αρχικά αυτό σχήμα κατέληξε σε αυτούς που ξέρουμε όλοι ως Sonic Youth, με τον Steve Shelley στα ντραμς και «περαστικά» μέλη όπως ο Jim Sclavunos και ο Jim O’Rourke. Είναι μάλλον περιττό να τονιστεί για άλλη μια φορά η σημασία των Sonic Youth στην εναλλακτική κουλτούρα των τελευταίων 4 δεκαετιών, αυτό όμως που έχει σημασία να τονιστεί είναι ο διακριτικός τρόπος με τον οποίο έλαμψε ο Lee Ranaldo μέσα στη δυναμική του σχήματος που κατάφερε να τιθασεύσει το noise rock μέσα από τη μελωδικότητα και να κάνει τον ήχο αυτόν κτήμα ενός ολοένα κι ευρύτερου κοινού.

Αν οι Moore-Gordon ήταν οι Lennon-McCartney των Sonic Youth, ο Ranaldo ήταν ο George Harrison κι αντί για σιτάρ χάρισε την ενέργειά του στις λοξά κουρδισμένες χορδές της κιθάρας του.

Αν οι Moore και Gordon ήταν οι εξωστρεφείς ήρωες των Sonic Youth, ο Ranaldo ήταν εκείνος που κατάφερνε να έχει την ίδια (σε σημεία ίσως και μεγαλύτερη) επιρροή στον ήχο τους χωρίς να βροντοφωνάζει την παρουσία του. Όσες φορές υπήρξε η φωνή τους (όπως στα “Mote”, Eric’s Trip”, “Hey Joni”), έμοιαζε να τραγουδάει με μία αβίαστη χαλαρότητα, ακόμη κι όταν ανέβαζε τους τόνους,: ήταν η δική του απάντηση στο ζοχαδιασμένο φωνητικό στυλιζάρισμα του… ζεύγους που είχε δίπλα του. Για να το πούμε αλλιώς, αν οι Moore-Gordon ήταν οι Lennon-McCartney των Sonic Youth, ο Ranaldo ήταν ο George Harrison κι αντί για σιτάρ χάρισε την ενέργειά του στις λοξά κουρδισμένες χορδές της κιθάρας του.

Στην πραγματικότητα, οι Sonic Youth δεν ήταν παρά μία πλευρά του έργου του Ranaldo – σίγουρα η πιο αναγνωρισμένη. Κι αν τοποθετούσαμε τις αναρίθμητες μουσικές απόπειρές του (με άλλα σχήματα ή σόλο) σε ένα «πειραματικόμετρο», η Sonic Youth πλευρά του έργου του στέκει κάπου στη μέση. Ήδη από το 1987 είχε κυκλοφορήσει την πρώτη του προσωπική δουλειά, From Here To Infinity (SST), ουσιαστικά ένα διαδραστικό ηχητικό installation πάνω σε βινύλιο: αποτελείται από δυνητικά… αιώνιο κιθαριστικό feedback, μιας και στο τέλος του κάθε track υπάρχουν locked grooves (οι τελευταίες στροφές των βινυλίων, λίγο πριν την ετικέτα), πράγμα που σημαίνει ότι ο ακροατής συνεχίζει να ακούει το τέλος του κομματιού μέχρι εκείνος να επιλέξει να μετακινήσει τη βελόνα παρακάτω κι, επομένως, καθορίζει εκείνος τη διάρκεια του δίσκου (στη μισή δεύτερη πλευρά υπάρχει ένα χαρακτικό που… δεν ακούγεται). Επανήλθε στο κόνσεπτ με το πρόσφατο εικαστικό του έργο, την τελευταία δεκαετία παρουσίασε prints που προέρχονται από εκτυπώσεις χαραγμένων βινυλίων. 

Opening

This is the longest movie I’ve ever been in. Nothing can alter these images. This is like a movie, so real to the touch, injected with feelings, with no final fading. This is the same still frame that holds us like frozen lanterns in the middle of embrace. This is the movie that should last forever, always on the screen.

Πόσο προδίδει αυτή η φράση που ανοίγει τον spoken word δίσκο Dirty Windows (1998, Atavistic Records, με συμμετοχή των υπόλοιπων Sonic Youth) την έτσι κι αλλιώς δηλωμένη αγάπη του Ranaldo για τον Jean-Luc Godard; Μοιάζει σαν να σιγοντάρει το «Η ζωή είναι αλήθεια και το σινεμά είναι αλήθεια 24 φορές το δευτερόλεπτο» του γάλλου νεοκυματικού σκηνοθέτη. Τουλάχιστον, το σινεμά σουλάτσαρε έντονα μέσα στην καλλιτεχνική ζωή του Ranaldo ως συχνό σημείο αναφοράς που έδωσε άλλη οντότητα στις avant garde αναζητήσεις του.

Τον θόρυβο τον δάμασε έτσι κι αλλιώς. Για κάθε απόπειρα αγνού noise της Kim Gordon με τους Body/Head, ο Ranaldo μπορούσε να δημιουργήσει από κάτι που ακούγεται σαν την θορυβώδης ambient εκδοχή του Live at Pompeii (Amarillo Ramp (For Robert Smithson), 1998, Starlight Furniture), μέχρι οριακούς free jazz αυτοσχεδιασμούς σε αρκετές δουλειές μαζί με τον William Hooker (ακούστε το ζωντανά ηχογραφημένο Clouds των Ranaldo-Hooker-O’Rourke-Gebbia, 1997, Victo). Και το σινεμά πάντα χώραγε κάπου εκεί δίπλα: είτε με σάουντρακ (Music For Stage and Screen, 2005, Les Disques Du Soleil Et De L’Acier) είτε με πρότζεκτ όπως τους Text of Light, μία κολεκτίβα αυτοσχεδιαστικής μουσικής.

Μέσα από το σινεμά προέκυψε και η συνεργασία με τους δικούς μας Callas. O Λάκης Ιωνάς, λέει πως, μετά από μία πρώτη επαφή που είχαν μέσω κοινών γνωστών, του έστειλαν κάποιο υλικό για την ταινία που ετοίμαζαν (The Great Eastern). Μια σχετική καθυστέρηση στην απάντησή του τούς δημιούργησε αντιδράσεις τύπου «ε οκ, λογικό, σιγά μη ασχοληθεί». Κι όμως, ο Ranaldo ανταποκρίθηκε με καταφατικό ενθουσιασμό. Έτσι μετά από ανταλλαγή αρκετού υλικού, αλλά και πρόβες στην Αθήνα, προέκυψε το από κοινού σάουντρακ της  ταινίας (αναμένεται μάλιστα και κοινή κυκλοφορία the Callas-Lee Ranaldo στα τέλη Οκτωβρίου από τις Dirty Waters/Inner Ear). «Στο μουσικό κομμάτι μας άφηνε να ξεκινήσουμε κι έμπαινε μετά, έψαχνε τα πατήματά του.  Τελικά, ήρθε κι έδεσε σαν να παίζαμε μουσική μαζί για χρόνια»

«Δεν έχει ανάγκη να το παίξει κάτι, είναι πολύ πιο κουλ από ένα συγκρότημα πιτσιρικάδων που μπορεί να δεις» – Λάκης Ιωνάς, the Callas

Επιβεβαιώνει μάλιστα την προσιτή κι ακομπλεξάριστη αύρα που αποπνέει ο Lee Ranaldo: «Είναι πάρα πολύ ανοιχτόμυαλος και το βασικό κομμάτι που στηρίχθηκε η συνεννόησή μας είναι ότι έχουμε πολλές κοινές αναφορές. Είναι δηλαδή ένας άνθρωπος που δεν πρέπει υποχρεωτικά να μιλήσεις μαζί του μόνο για μουσική. Συζητούσαμε για ζωγραφική, σινεμά, λογοτεχνία. Έχει όλο αυτό το background που είναι συμβατό με το δικό μας. Κι εξ’ αρχής ήταν σαν να γνωριζόμαστε χρόνια» συνεχίζει ο Λάκης Ιωνάς. «Δεν έχει ανάγκη να το παίξει κάτι, είναι πολύ πιο κουλ από ένα συγκρότημα πιτσιρικάδων που μπορεί να δεις. Είναι πάρα πολύ θετικός».

Κάπως έτσι, φυσικά και αβίαστα, κύλησαν τα πράγματα και στην τελευταία του εμφάνισή του στα μέρη μας, στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσού το 2014, όπως περιγράφει ο Φίλιππος της Arte Fiasco. Η επαφή έγινε όταν ένα χρόνο νωρίτερα κάλεσαν τους Disappears στην Αθήνα και γνώρισαν τον Steve Shelley (ο πρώην ντράμερ των Sonic Youth εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια στις σόλο δουλειές του Lee): «Είναι όπως θα ήθελες να είναι όλοι οι μουσικοί τους οποίους θαυμάζεις. Σούπερ φιλικός, σούπερ προσιτός, καθόλου τουπέ. Είναι σαν να συναντάς κάποιον φίλο σου μετά από πολύ καιρό. Κι ο Steve Shelley είναι έτσι. Επειδή έχω γνωρίσει και το πρώην ζευγάρι Moore-Gordon, εκείνοι είναι περισσότερο σταρ». Ο Ranaldo μάλιστα συζητούσε πολύ για την κατάσταση στην Ελλάδα των μνημονιών κι ανέφερε πολύ και την Ύδρα την οποία ήθελε να επισκεφθεί με την οικογένειά του. 

«Είναι όπως θα ήθελες να είναι όλοι οι μουσικοί τους οποίους θαυμάζεις. Σούπερ φιλικός, σούπερ προσιτός, καθόλου τουπέ. Είναι σαν να συναντάς κάποιον φίλο σου μετά από πολύ καιρό» –  Φίλιππος, Arte Fiasco

Την οποία Ύδρα κι επισκέφθηκε μαζί με τους Callas την επόμενη χρονιά. Ήθελε να δει τα Σφαγεία του ΔΕΣΤΕ όπου είχε γυριστεί το The Great Eastern, ενώ δούλευαν παράλληλα μαζί κάποια εικαστικά projects. Αυτό που μοιάζει να τον χαρακτηρίζει είναι ένας αγνός, σχεδόν παιδικός ενθουσιασμός. «Του αρέσουν πολύ οι καμπάνες, τον ενθουσιάζει ο ήχος τους. Στην Ύδρα, μάλιστα, είχε χτυπήσει μία καμπάνα κι ένας παπάς του είχε κάνει παρατήρηση, βγήκε και ρώταγε “Τι βαράτε;”», εξιστορεί ο Λάκης Ιωνάς. Αλλά και στην Αθήνα υπήρξε εξίσου… εξερευνητικός: «Του φαίνεται πολύ φιλική πόλη και του αρέσουν πολύ τα φαγητά. Του αρέσει να χαζεύει μεταχειρισμένα όργανα στο Μοναστηράκι, είναι πολύ θετικός κι έχει πολλή περιέργεια να μαθαίνει» συνεχίζει το 1/4 των Callas. Ο Φίλιππος τον πήγε μπαρότσαρκα στο Galaxy, όπου υπήρξε λαλίστατος με τον κύριο Γιάννη πίσω από τη μπάρα, με τα φωτογραφικά αναμνηστικά διαπιστευτήρια να το επιβεβαιώνουν. 

Αυτή η απλότητα του ανθρώπου Lee Ranaldo, αντικατοπτρίζεται τα τελευταία χρόνια και στη μουσική του. «Πρέπει να γνωρίζεις και τις δύο όψεις του νομίσματος. […] Στην καριέρα μου, ήμουν αρκετά τυχερός να υπάρξω σε μία περίοδο που δεν χρειαζόταν να εξαλείψεις την μία πλευρά προς χάριν της άλλης». Όταν κλήθηκε από το The Quietus πριν περίπου ένα χρόνο να επιλέξει 13 αγαπημένα του άλμπουμ, ο Ranaldo συμπεριέλαβε και τρεις δίσκους από singer-songwriters. Μοιάζει λογικό, επομένως, ότι ύστερα κι από τη διάλυση των Sonic Youth το 2011, κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση αφήνοντας -δισκογραφικά τουλάχιστον- πίσω του τους πειραματισμούς μέχρι νεοτέρας. 

Είτε με τους Dust, είτε μόνος, τα τελευταία χρόνια έχει παρουσιάσει τις πιο προσιτές δουλειές του και σίγουρα τις πιο δυνατές της εκτός Sonic Youth καριέρας του. Απλές αλλά όχι απλοϊκές. Στο περσινό Electric Trim κάλεσε τον συγγραφέα Jonathan Lethem να συνυπογράψει τους στίχους, μιας και ο Ranaldo έχει καταπιαστεί πολύ και με το γράψιμο εκδίδοντας πολυάριθμα βιβλία και ποιητικές συλλογές.

Κοιτώντας το εξώφυλλο του Between The Times And The Tides, βλέπει κανείς τον Lee Ranaldo του σήμερα. Ανθρώπινες μορφές στο background που πηγαίνουν άλλες πίσω κι άλλες μπροστά, η κάθε μία ελαφρώς διαφορετική, όλες με μία κοινή σχηματική αφετηρία. Ο Ranaldo κοιτά προς την κάμερα με πλήρη ηρεμία. Οι μορφές θα μπορούσαν να είναι όλες οι καλλιτεχνικές ενσαρκώσεις μίας πολύπλευρης δημιουργικής προσωπικότητας εδώ και 40 χρόνια. Μοιάζει να τραγουδά “Hey Joni, put it all behind you / Hey Joni, now I’ve put it all behind me too”, αφήνοντας τα πάντα πίσω και κρατώντας απλά την κιθάρα του.

Όπως ακριβώς θα έρθει δηλαδή και στην Αθήνα. 

*Ο τίτλος προέρχεται από το κομμάτι “Call mr. Lee” των Television.

O Lee Ranaldo θα εμφανιστεί solo στα Πανοραμικά Σκαλιά του ΚΠΙΣΝ την Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου στις 21:30, στο πλαίσιο των SNFCC Sessions. Στις 20:00 θα προηγηθεί ανοιχτή συζήτηση με τον Παναγιώτη Μένεγο στον Πύργο Βιβλίων ΕΒΕ.
Ελένη Τζαννάτου