Πώς κατάφεραν οι SAULT να έχουν κυκλοφορήσει μέσα στο 2020 ήδη δύο φορές «το καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς»;

18, 19, 20 φορές, μπορεί και παραπάνω. Έχασα το μέτρημα, αλλά κάπου τόσα ήταν τα repeats στο “Free”, αυτό που μοιάζει περισσότερο με «πρώτο σινγκλ» από το πιο πρόσφατο άλμπουμ των SAULT, Untitled (Rise) (Η λέξη «καινούριο» θα καταλάβετε στην πορεία ότι έχει άλλο νόημα στην περίπτωσή τους.) Ένα πεντάλεπτο αγνής ποπ απόλαυσης που «κολλάει σαν τσίχλα στον εγκέφαλο», αλλά γεμίζει και πολύ πιο βαθιά κουτάκια. Ξεκινάει με ένα τυπικό συγκοπτόμενο funk, διανύει την απόσταση τριών δεκαετιών από τότε που οι Soul II Soul έπαιζαν όλη την ημέρα στο MTV, παγώνει τον χρόνο εκεί που εξερράγη η Neneh Cherry, μοιάζει με αουτσάιντερ του Μπρίστολ πιτσαρισμένο στο +8, ξεκολλάει την ετικέτα guilty pleasure από το “It’s a Shame” της Monie Love και τελειώνει in gloriam με ένα a capella που θα έμοιαζε με λαγό στο καπέλο του Larry Levan κάποιο βράδυ στο Paradise Garage. 

Όμως όλα αυτά είναι namedropping, κιουτ αναφορές. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι κάποια στιγμή, μετά τις διαδοχικές επαναλήψεις, το κομμάτι αυτο «κάθεται» ως κάτι που ήρθε για να μείνει (παρότι προϊόν μιας εποχής που δεν ευνοεί μεγάλες αφηγήσεις και προσδοκίες). Για να παίζει σε 10,15 και 20 χρόνια και να θυμάσαι που ήσουν όταν το πρωτοάκουσες. Για να το «κακοποιήσουν» μέσω του heavy rotation τα FM, να το «σιχαθείς», αλλά κάθε φορά να βρίσκεις μια στιγμή (ένα hook, μια στροφή, μια αλλαγή ρυθμού) και να το «συγχωρείς». Περίπου αυτό που συμβαίνει δηλαδή την 30η φορά σε μια εβδομάδα που παίζουμε στο ραδιόφωνο το “Unfinished Sympathy”.

Πριν ένα τρίμηνο, κάπως έτσι ήταν τα πράγματα με το “Wildfires”. Ντροπαλό, εσωτερικό, ξεγελά ως ερωτικό πριν αποκαλυφθεί ως ευθύ protest song: “Take off your badge/ We all know it was murder/ Murder, murder/ Murder”. Ήταν το κομμάτι που έμοιαζε περισσότερο με «πρώτο σινγκλ» από το προηγούμενο τους άλμπουμ, Untitled (Black Is) που έγινε διαθεσιμο στις πλατφόρμες τον περασμένο Ιούνιο, ακριβώς στον απόηχο της δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ. Αν το αψύ RTJ4 των Run the Jewels λειτούργησε στο ίδιο timing αποτελώντας κάτι σαν «το θερμόμετρο των ημερών», το άλμπουμ των SAULT έσκασε στους περισσότερους από το πουθενά: μια σαρωτική κατάθεση μαύρης περηφάνειας και πνευματικότητας. Στο εναρκτήριό του κομμάτι μια παιδική χορωδία τσιρίζει “The revolution has come (out the lies!) / Still won’t put down the gun”, μέχρι να πάρει το λόγο μια ζεστή γυναικεία φωνή:


“Black is safety / Black is benevolence / Black is a lifeboat after a SOS / Breaker breaker / All clear / Black tells you its all going to be okay in the end / Black is granny / Black is aunty / Black is ‘there’s still meat on that bone little girl’ / ‘Am I eating wrong?’ Black is so warm and so pure / And when everything else fails Black endures”


Ένα σύντομο μανιφέστο για τη μαύρη ταυτότητα, πολύ πιο χρήσιμο από κάθε απόπειρα (δικής μου ή οποιουδήποτε άλλου) «λευκής οικειοποίησης».

SAULT, Untitled (Black Is)

Ποια ήταν αυτή η μυστηριώδης «μάλλον κολεκτίβα, μάλλον από το Λονδίνο»; Γιατί ήταν τόσο δύσκολο να εξακριβώσουμε πόσα και ποια είναι τα μέλη της; Γιατί τα social media τους έχουν το μίνιμουμ της πληροφορίας, όπως το λακωνικό “Add a little SAULT to your life” στο Spotify προφίλ τους; Πόση από τη μουσική τους ήταν έτοιμη από καιρό και πόση μια άμεση αντίδραση στο επείγον της στιγμής; 

Το μόνο σίγουρο: ήταν ένα υπέροχο άλμπουμ. Ένα παθιασμένο, δεξιοτεχνικό, ταχύρρυθμο μάθημα μαύρης μουσικής ιστορίας περασμένο από όλα τα σωστά φίλτρα του σήμερα. Broken soul με απαλές φρέσκες φωνές, broken beats μπλεγμένα με κακόφωνα σαξόφωνα σαν κι αυτά της παρέας του Shabaca Hutchings, δαιμονισμένα κρουστά σε πανδημικό afrobeat, αρχετυπικό R&B λες και κάποιος έκανε reboot τις TLC ή τηλεμετέφερε τις En Vogue στο νότιο Λονδίνο του Brexit. 

Μα κι όλα αυτά με τη σειρά τους γεννούν περισσότερα ερωτήματα. 

Έχουν παίξει ποτέ live; Πώς βρέθηκε ο Michael Kiwanuka να κάνει φωνητικά στο “Bow”; Κυρίως, πώς είναι δυνατό μέσα σε διάστημα 12 εβδομάδων να κυκλοφόρησαν δύο άλμπουμ που άνετα ανταγωνίζονται για την κορυφή της λίστας “Best of 2020”; Και το πιο εξωφρενικό, πώς γίνεται (και γιατι δεν μας είχε κανείς ειδοποιήσει;) να έχουν βγάλει άλλα δύο εξαιρετικά άλμπουμ την περσινή χρονιά, το σύνολο 4 σε διάστημα 18 μηνών;

Ας τα πάρουμε από τη μέση για να φτάσουμε στην αρχή…


Στις 12 Ιουνίου, το γκρουπ πόσταρε μια τετράγωνη φωτογραφία Black Power γροθιάς με το εξής μήνυμα: «Σας παρουσιάζουμε το πρώτο μας “Untitled” άλμπουμ σε μια χρονική στιγμή που εμείς ως Μαύροι (κι όσοι έχουν Μαύρη Καταγωγή) παλεύουμε για τις ζωές μας. Ας αναπαυθεί εν ειρηνη ο Τζορτζ Φλόιντ κι όλοι αυτοί που έχουν υποφέρει από την αστυνομική βαρβαρότητα και τον συστημικό ρατσισμό. Η αλλαγή συμβαίνει… Είμαστε συγκεντρωμένοι».

SAULT, Untitled (Rise)

Την επόμενη μέρα, o Τζάιλς Πίτερσον παραληρούσε στην εκπομπή του στο BBC 6 για ένα άλμπουμ που είχε φτάσει στο μέιλ του στις 5 τα ξημερώματα. Το αποκάλεσε «απίστευτο» και το έπαιξε «σε παγκόσμια αποκλειστικότητα», όπως είπε, από την αρχή ως το τέλος – ήταν μόλις η δεύτερη φορά στη ραδιοφωνική του καριέρα που έκανε κάτι τέτοιο. Οι opinion leaders στη μουσική είναι σχεδόν είδος υπό εξαφάνιση, αλλά με τέτοιον ενθουσιασμό από έναν τέτοιον (sorry Gilles) influencer, οι SAULT έγιναν αυτόματα «θέμα». Οι αλγόριθμοι, στη συνέχεια, έκαναν απλά τη δουλειά τους. 

Επόμενο βήμα ήταν να ξεκαθαριστεί η σύνθεσή τους. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, κανένα όνομα στα credits. Κάποια λαγωνικά όμως έσκαψαν στα metadata του Tidal και είδαν ότι συνθέτης/παραγωγός και, προφανώς, εγκέφαλος του γκρουπ είναι ο Inflo (κατά κόσμον Dean Wynton Josiah Cover) – στο βιογραφικό του διαβάζουμε ότι πέρυσι έκανε την παραγωγή στο φανταστικό GREY Area της Little Simz, έγραψε μαζί με τον Κiwanuka το “Black Man in a White World”, ενώ έχει δουλέψει σε άλμπουμ, εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους, καλλιτεχνών, όπως οι Belle and Sebastian, Jungle, The Cooks, Karen O & (προφανώς) Danger Mouse. Συνθετικά credits αποδίδονται επίσης στις Cleo Sol (Cleopatra Nikolic) και Kid Sister (Melissa Young) που είναι και οι βασικές φωνές, χωρίς να έχουμε περισσότερα στοιχεία για την υπόλοιπη ομάδα των μουσικών.

SAULT, 5

Μετά ήταν η ώρα ήταν να σπουδάσουμε τα περσινά τους, το 5 και το 7 όπως είναι αντίστοιχα λιτά τιτλοφορημένα. Λίγο πιο ωμά, λίγο πιο ακατέργαστα, λίγο πιο «νεοϋρκέζικα», λίγο πιο ESG (σε εκείνα τα σημεία στο δικό μου κούτελο αναβόσβησε ένα λαμπερό “Sold”). Θα περίμενε κανείς με τέτοια υπερπαραγωγικότητα οι SAULT (όποιοι κι αν είναι, όσοι κι αν είναι) να ηρεμήσουν λίγο, να αναπαυθούν στις άφθονες δάφνες που τους φόρεσαν τα μουσικά μίντια, να ανησυχήσουν για το δεύτερο κύμα, να αγχωθούν για τις επιπτώσεις ενός ακόμα lockdown, να ασχοληθούν με τα δυσοίωνα επίγεια.

SAULT, 7

Μόνο που εκείνοι, όπως είχαν αφήσει άλλωστε να εννοηθεί, επέστρεψαν. Πριν λίγες μέρες με το Rise. Πιο εξωστρεφές από το Black Is, πιο εμψυχωτικό κι uptempo. Τα σημεία αφετηρίας εδώ είναι η disco των Chic, το UK funky, ακόμα και το house, η πολυρυθμικότητα παραμένει, η παραγωγή ένα κλικ πιο γυαλισμένη. 

Οι SAULT δε δίνουν συνεντεύξεις, δε βγαίνουν φωτογραφίες, δεν παίζουν το εμπορικό παιχνίδι σε μια συνθήκη που έτσι κι αλλιώς δεν προσφέρεται. Παρακολουθούν από τον μυστηριώδη πύργο τους την Μπριόνα Τέιλορ να γίνεται Αχμόντ Άρμπερι και τον Τζορτζ Φλόιντ να γίνεται Τζέικομπ Μπλέικ. Κι αντιδρούν ενστικτωδώς σε αυτήν την απελπιστική αδικία εκφράζοντας με ρυθμούς πολυβόλου την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική παρακαταθήκη του “Black Lives Matter”.

Ελάχιστες φορές στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα ένα γκρουπ εξέφρασε τόσο κατηγορηματικά το zeitgeist…



More SAULT?

(1) Run the Jewels, RTJ4 (Jewel Runners/BMG) “Look at all these slave masters posing on your dollars”, Στο “J$ST” ο Zack de la Rocha (στο πλευρό του Pharrell Williams), διαλύει κάθε αμφιβολία αν η κραυγή του ανατριχιάζει ακόμα. Κι ο Killer Mike με τον El-P κυκλοφόρησαν ένα άλμπουμ συνταρακτικά επίκαιρο με κεντρική ιδέα ότι «η χαρούμενη μουσική είναι μια αυταπάτη – η πραγματική χαρά έρχεται από την αλήθεια», όπως λένε σε αυτήν την θαυμάσια συζήτησή τους με τον Rick Rubin. // (2) Everything Is Recorded, Friday Forever (XL Recordings) O Richard Russell, αφεντικό της XL και γενικά πολυάσχολος, στην καρέκλα του «σκηνοθέτη»/παραγωγού σκηνοθετεί μια Παρασκευή βράδυ στα κλαμπ του Λονδίνου με πρωταγωνιστές-βοκαλίστες την αφροκρεμα του νεου αστικού ήχου της Μεγάλης Βρετανιας // (3) Little Simz, GREY Area (Age 101) Στην ανασκόπηση του 2019 ήταν το νο.9 της λίστας: «Όσο και να προσπάθησαν τα αγόρια, το καλύτερο swagger του 2019 ανήκει σε αυτό το κορίτσι με καταγωγή από τη φυλή των Γιορούμπα που γεννήθηκε πριν ένα τέταρτο του αιώνα στο Ίσλινγκτον. Κάπως σαν να παίρνει μια αόρατη σκυτάλη από το ξεκίνημα της Μ.Ι.Α. δεν αφήνει ούτε λεπτό την ένταση να πέσει και κρατάει high spirits σε όλη τη διάρκεια του τρίτου άλμπουμ της (το πιο feelgood άλμπουμ της χρονιάς;)».

[ Ακούστε τα άλμπουμ στο Spotify (1) // (2) // (3)]


Top Boy

Έκανε πρεμιέρα στη βρετανική τηλεόραση το 2011 έχοντας απατηλες φιλοδοξίες να γίνει κάτι σαν «το Wire του νότιου Λονδίνου». Κόπηκε μετά από τρεις καλές σεζόν, όμως προλάβε να γεμίσει το μάτι του Drake (πριν από αυτό του SNIK κι εκείνο του ΛΕΞ) που έβαλε τα μέσα και η σειρά αναστήθηκε στο Netflix. Απόλυτα ταιριαστό στο κλίμα της σημερινής στήλης, εξαιρετικό σάουντρακ, παίζει μάλιστα κι έναν β’ ρόλο η Little Simz.
[**προσοχή! η σωστή σειρά για να το δείτε στην πλατφόρμα είναι πρώτα το Top Boy Summerhouse (τα βρετανικά επεισόδια) και μετά το Top Boy (η εποχή του Netflix, καινούριος κύκλος αναμένεται το 2021)]

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος