Η Καίτη Κωνσταντίνου πέρασε από τα «Εγκλήματα» της τηλεόρασης στα εγκλήματα του Ριχάρδου τoυ Γ’ ισορροπώντας πάνω σε ένα λεπτό σκοινί

Σε ένα υποβλητικά σκοτεινό σκηνικό η φιγούρα της Καίτης Κωνσταντίνου μέσα ένα μαύρο, γοτθικής αισθητικής κοστούμι αναμετράται με έναν από τους σημαντικότερους ήρωες του παγκόσμιου ρεπερτορίου, τον Ριχάρδο τον Γ’. Ένα στέμμα που μοιάζει με ακάνθινο στεφάνι καλύπτει το κεφάλι της στις τελευταίες σκηνές του έργου. Μια συζήτηση μαζί της αναδεικνύει την πρόθεσή της να αναδειχθεί το βάθος της προσωπικότητας του ήρωα και να μη σταθεί σε μια επιφανειακή πρώτη ανάγνωση.

Η επιλογή να υποδυθείτε τον Ριχάρδο ΙΙΙ ήταν στο πλαίσιο ότι ούτως ή άλλως ο ηθοποιός καταργεί τον εαυτό του άρα και το φύλο του πάνω στη σκηνή ή ήταν ένα statement ότι ο δικός μας Ριχάρδος έχει και γυναικεία φύση; Ήταν μια πρόταση του σκηνοθέτη μας , του Τάκη Τζαμαργιά, ενώ μιλούσαμε για άλλα πράγματα, πίνοντας καφέ μου είπε: «Σε βλέπω για Ριχάρδο». Εγώ γέλασα στην αρχή αλλά επέμενε και δέχτηκα γιατί όντως είναι πολύ μεγάλη η πρόκληση να ασχοληθείς με ένα τέτοιο κείμενο, με έναν τέτοιο ρόλο. Ένιωθα απόλυτα προστατευμένη με τον σκηνοθέτη γιατί δουλέψαμε πολύ ωραία, αλλά πέρα από αυτό, επειδή δεν εστιάσαμε ότι είμαι μια γυναίκα που υποδύομαι έναν άνδρα, αφού η προσπάθεια μας είναι να βγάλουμε ένα άφυλο πλάσμα, ένα πλάσμα που ασχολείται αποκλειστικά με το παιχνίδι της εξουσίας. Από την άλλη ο Ριχάρδος παρουσιάζεται ως σκηνοθέτης, ως θεατρίνος που στήνει το παιχνίδι της εξουσίας σαν παράσταση, συνεπώς ούτε από αυτή την άποψη μας ενδιέφερε το φύλο. Να πούμε ότι δεν έχουμε την παγκόσμια πρώτη, στο εξωτερικό σπουδαίες ερμηνεύτριες έχουν παίξει τον Ριχάρδο, αλλά είναι αλήθεια ότι αυτό για πρώτη φορά γίνεται στην Ελλάδα. Δεν νιώθω ότι η δυσκολία μου είναι ότι υποδύομαι έναν άνδρα, και το λέω με ειλικρίνεια αυτό, η δυσκολία μου ήταν το πώς να πιάσουμε ένα κείμενο τέτοιας εμβέλειας. Πρόκειται για έναν ρόλο που πρέπει να σκάψεις σε μεγάλο βάθος. Εκ πρώτης όψεως είναι ο απόλυτα αρνητικός ήρωας αλλά ο στόχος μας δεν ήταν να τον παρουσιάσουμε ως τέτοιο. Θέλαμε να εμβαθύνουμε πιο πολύ στο μυαλό του, στη σκέψη του και να βγει και μια συμπάθεια προς αυτόν, όσο κι αν φαίνεται περίεργο για ένα τέτοιο πρόσωπο, έναν ιντριγκαδόρο άνθρωπο που σκοτώνει συνεχώς. Νομίζω ότι με τον τελικό μονόλογο κάπως το καταφέρνουμε.

Η συμπάθεια έγκειται στο ότι ο Ριχάρδος ενώ είχε όλες τις πιθανότητες εναντίον του, καθώς ήταν από τους τελευταίους στη σειρά διαδοχής για να ανέβει στον θρόνο, τα κατάφερε έστω και με αυτούς τους τρόπους; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το περιβάλλον που κινήθηκε ο Ριχάρδος δεν ήταν υγιές, ούτως ή άλλως. Γι’ αυτό όταν παίρνει την εξουσία την εξευτελίζει και συμπεριφέρεται ως αντιεξουσιαστής χτυπώντας τα κακώς κείμενα, λέει αλήθειες. Είναι ένας γοητευτικός ήρωας που σαγηνεύει με τον λόγο του και το μυαλό του καθώς δεν έχει άλλα όπλα. Τον συμπαθούμε γιατί όταν φτάνει να κατακτήσει το στέμμα δεν το θέλει πια, έχει γίνει ένα έρμαιο του εαυτού και του πάθους του. Επίσης στο τέλος έρχεται αντιμέτωπος με τη συνείδησή του και τότε δεν μπορείς παρά τον νιώσεις σαν άνθρωπο, όχι να ξεχάσεις τα όσα έκανε.

«Όσο κακός κι αν είναι ένας ήρωας που καλούμαι να υποδυθώ ψάχνω να δικαιολογήσω το τι του συμβαίνει γιατί κανείς δεν μπορεί να είναι μόνο αρνητικός ως προσωπικότητα».

Ο Ριχάρδος όταν στο τέλος του έργου υποφέρει από τύψεις, μετανοεί; Δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε για μετάνοια, τουλάχιστον δεν το ομολογεί έτσι ανοιχτά. Πάντως η συνείδησή του τον τυραννά, δεν ξέρω τι θα γινόταν εάν δεν πέθαινε. Στη δική μας εκδοχή φαίνεται σα να διαλέγει ο ίδιος τον θάνατό του, σαν να έχει αποδεχτεί όλα αυτά που έχει κάνει και μοιάζει ότι δεν έχει διάθεση πια να κάνει οτιδήποτε άλλο. Είναι κουρασμένος.

Συνήθως λέμε ότι η εξουσία διαφθείρει, αλλά στην περίπτωση του Ριχάρδου μιλάμε για έναν διεφθαρμένο που όταν φτάσει στην εξουσία τότε έρχεται αντιμέτωπος με τη συνείδηση του; Όταν πια είναι βασιλιάς αρχίζουν τα λάθη του, σαν να μην τον ενδιαφέρει πια όλο αυτό. Παραμερίζει και σκοτώνει ανθρώπους ακόμη και ανθρώπους που τον βοήθησαν γιατί πια έχει πετύχει τον στόχο του. Τελικά δεν τον ενδιέφερε η ίδια η εξουσία αλλά όλο αυτό το παιχνίδι που έστησε για να φτάσει σε αυτήν. Ο μεγαλύτερος του αντίπαλος είναι ο ίδιος του εαυτός. Όσο κακός κι αν είναι ένας ήρωας που καλούμαι να υποδυθώ ψάχνω να δικαιολογήσω το τι του συμβαίνει γιατί κανείς δεν μπορεί να είναι μόνο αρνητικός ως προσωπικότητα.

Όταν δουλεύατε τον ρόλο είχατε στο μυαλό σας στοιχεία από πολιτικούς, σύγχρονους ή παλαιότερους, από την Ελλάδα ή από διεθνές στερέωμα; Όχι, δεν ανέτρεξα. Βλέπουμε βέβαια ομοιότητες και αναφορές σε εξουσιαστές, αλλά αυτό είναι αναμενόμενο αφού το θέμα μας είναι τα παιχνίδια εξουσίας. Κατά τη γνώμη μου η εξουσία πια μεταμορφώνεται επιτυχώς και γι’ αυτό γίνεται πιο επικίνδυνη αφού δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε εάν είναι καλή ή κακή. Επίσης τα παιχνίδια εξουσίας παίζονται όχι μόνο σε επίπεδο κρατών αλλά και σε μικρότερες κλίμακες, στις φιλίες, στις οικογένειες, στα ζευγάρια. Από εκεί και πέρα είναι θέμα ωριμότητας πώς μπορείς να χειριστείς που μπορεί να σου δοθεί και πώς δε θα επιτρέψεις να σε διαφθείρει, πράγμα πολύ δύσκολο.

«Νιώθω ότι οι θεατές είναι ένας επιπλέον ηθοποιός»

Γιατί παίζεται το παιχνίδι της εξουσίας ανάμεσα σε ένα ζευγάρι αφού υποτίθεται στην αγάπη φτάνουμε στην κατάργηση του εγώ; Πολλές φορές ένα τέτοιο παιχνίδι μπορεί να είναι και πολύ ευχάριστο, όταν γίνεται στην αρχή και είναι ανώδυνο. Πολλές φορές βέβαια ξεπερνάμε τα όρια και χάνουμε τον μπούσουλα. Οι άνθρωποι είμαστε ανασφαλείς και έχουμε ταυτίσει την έννοια της εξουσίας με εκείνη της δύναμης. Ευτυχώς ή δυστυχώς η δύναμη είναι κάτι που πάντα γοητεύει. Εξαρτάται τη διαχείριση, μπορεί να είναι από ένα παιχνίδι πολύ χαριτωμένο μέχρι καταστροφικό για τον άλλον αλλά και για τον ίδιο σου τον εαυτό.

Όταν βρίσκεστε στην σκηνή νιώθετε ότι έχετε εξουσία πάνω στους θεατές; Εξουσία όχι, νιώθω όμως ότι έχω μια συνομωσία μαζί τους. Έτσι θέλω να πιστεύω. Νιώθω ότι οι θεατές είναι ένας επιπλέον ηθοποιός. Δίνω και μου δίνουν. Θα μπορούσαμε να πούμε κιόλας ότι περισσότερο ότι το κοινό εξουσιάζει τους ηθοποιούς γιατί αναλόγως με την ανταπόκρισή του χτίζεται μια άλλη παράσταση.

Σε μια κωμωδία φαντάζομαι ότι καταλαβαίνετε την αντίδραση του κοινού εύκολα, φαντάζομαι από τα γέλια που θα ακουστούν ή όχι στα σημεία που αναμένετε. Τώρα που παίζετε τον Ριχάρδο πώς αντιλαμβανόσαστε το πώς εκλαμβάνουν όσα συμβαίνουν στη σκηνή; Όταν ο ηθοποιός είναι πολύ παρών πάνω στη σκηνή κι όταν αποζητά το πάρε δώσε νιώθει τον παλμό του κόσμου. Εδώ νιώθω πόσο συμμετέχει ακόμη και με την σιωπή του, ακόμη κι ένα τρίξιμο καρέκλας μου στέλνει ένα μήνυμα.

«Στην τηλεόραση καταλαβαίνεις πώς πρέπει να δουλέψεις έτσι ώστε να φτάσεις πιο γρήγορα στο ζητούμενό σου κι αυτό είναι μια σπουδαία άσκηση».

Συνεπώς αυτό είναι το προτέρημα του θεάτρου σε σχέση με τον κινηματογράφο και την τηλεόραση; Το θέατρο είναι κάτι ζωντανό, κάτι μαγικό. Την τηλεόραση την εκτιμώ ως μέσο, έχουν γίνει κι εκεί ωραία πράγματα. Δε τη σνομπάρω γιατί με έμαθαν μέσα από την τηλεόραση.

Τα «Εγκλήματα» είναι μια σειρά που ακόμη μνημονεύεται ως μια από τις δυνατές της ιδιωτικής τηλεόρασης αν και έχουν περάσει 16 χρόνια από τότε που προβλήθηκε για πρώτη φορά. Ήταν μια πρωτοποριακή και διαχρονική δουλειά. Δεν είναι παρωχημένη. Απλώς η τηλεόραση, εν γένει, είναι αναγκαστικά, λόγω έλλειψης χρόνου, πιο fast food. Αν όμως μπεις μέσα στο παιχνίδι καταλαβαίνεις πώς πρέπει να δουλέψεις έτσι ώστε να φτάσεις πιο γρήγορα στο ζητούμενό σου κι αυτό είναι μια σπουδαία άσκηση. Από την άλλη θυμάμαι όταν ξεκινούσαμε γυρίσματα οκτώ η ώρα το πρωί και βαφόμασταν για τους ρόλους αναρωτιόμασταν μεταξύ σοβαρού και αστείου «Μα καλά τι κάνουμε τώρα; Πάμε με τα καλά μας;».


Ριχάρδος ο Γ’, Σύγχρονο Θέατρο, Ευμολπιδών 45, Γκάζι. Παραστάσεις: Τετάρτη & Κυριακή στις 7μμ, Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 9μμ
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.