Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Οι Γυναίκες που Τραγουδάνε στο Σκοτάδι

Στο πρώτο κιόλας άκουσμα της φωνής της Keeley Forsyth ξεκινάει το άτυπο παιχνίδι «βρες τι σου θυμίζει». Δεν θα χρειαστούν περισσότερα από δυο-τρία κομμάτια για να εντοπιστούν όλοι οι δορυφόροι της φωνής της. Η singer-songwriter ευαισθησία και εσωστρέφεια που κοιτάει καρφωτή στην Anohni. Η ψυχρή επιβλητικότητα που προδίδει επαναληπτικές ακροάσεις στο Marble Index της Nico. Οι παθιασμένες βιμπράτο αποστροφές που κλέβουν απροκάλυπτα από την Diamanda Galas, σε στιγμές ακόμη κι από την Nina Simone.

Η Forsyth πέρασε διάφορες «πίστες» μέχρι το ντεμπούτο της, Debris, που ήρθε τον πρώτο μήνα του 2020, με την ίδια να έχει περάσει ήδη το κατώφλι των 40. Όλες αυτές οι πίστες δεν ήταν απαραίτητα εύκολες. Η Βρετανίδα τα τελευταία 20 χρόνια έχει μια διόλου ευκαταφρόνητη παρουσία σε σινεμά, τηλεόραση και θέατρο ως ηθοποιός, έχει κάνει σπουδές χορού (κι είναι μεγάλη θαυμάστρια της Πίνα Μπάους) αλλά και μαθήματα όπερας. Το 2017 όμως, γράφτηκε μια μελανή σελίδα στη ζωή της: αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που της στέρησε την δυνατότητα ομιλίας για ένα μήνα. 

Keeley Forsyth, Debris (Leaf Label)

Από αυτή την προσωπική περιπέτεια γεννήθηκε το Debris. Ένας δίσκος με ξεκάθαρο πρωταγωνιστή την ανθρώπινη φωνή που ακόμα κι όταν δημιουργεί μια απόκοσμη ατμόσφαιρα πατά πάντα γερά στα πόδια της για να εξασφαλίσει ένα απόλυτα γήινο αποτέλεσμα. Για κάθε άλτο λαρυγγισμό απόγνωσης, υπάρχει μια «τζονιμιτσελική» στιγμή προσγείωσης (“Black Bull”, “Look To Yourself”). Μεταφράζει άλλωστε τα συναισθήματά της η Forsyth σε μια ποιητικότητα που παίρνει τα υλικά της από την ίδια τη φύση: στην ερώτηση “Is this what madness feels like?”, δίνει την απάντηση, “The smooth space after all boundaries have been dissolved / Where there is wind, high wind / But no tall trees for it to grapple with / No buckets for it to shove around the yard” στο “Lost”. Η ελπίδα όμως παραμονεύει για το τέλος: με αυτό το “Start Again” που ακόμα και μουσικά μοιάζει σαν να κλείνει το μάτι σε κάτι νέο.

Ίσως το πιο γοητευτικό στην περίπτωσή της Keeley Forsyth, εν τέλει, να είναι πως δεν μοιάζει να θέλει να συστηθεί ως άλλη μια singer-songwriter, στο όνομα της οποίας θα πίνει νερό ο εναλλακτικός μουσικός τύπος και η μελαγχολική πτέρυγα του indie ακροατηρίου. Αντίθετα, μοιάζει σαν η μουσική να είναι για αυτήν μια σωματική προέκταση της ως τώρα καλλιτεχνικής της ενασχόλησης και δημιουργίας. 

Lingua Ignota, Caligula (Profound Lore Records)

Στον πλανήτη Lingua Ignota πάλι, οι δορυφόροι είναι ξεκάθαροι. Είναι φως φανάρι πως η Kristin Hayter, όπως ήρθε στον μάταιο τούτο κόσμο, έχει ένα μεγάλο ράφι με noise και industrial δίσκους στη δισκοθήκη της, αλλά τιμάει και το παλιό καλό black metal. Όταν τραγουδάει, ακούγεται σαν η Diamanda Galas να συγκρούστηκε με την Pharmakon (editor’s note: πολύνεκρο). Και στα χαλάσματα αυτής της σύγκρουσης ανιχνεύεται η κλασική παιδεία, οι φιλικές ματιές στην όπερα και μια θρησκευτικότητα που κάνει τις άτυπες ψαλμωδίες της να ακούγονται σαν να «κλέβουν εκκλησία» για να πουλήσουν την ψυχή τους στο διάβολο (θα επιστρέψουμε σε αυτό). 

Ούτε η Lingua Ignota έφτασε ανώδυνα ως εδώ (όπου« εδώ» ο δίσκος Caligula που κυκλοφόρησε μέσα στο 2019). Ως θύμα ενδοοικογενειακής βίας, βλέπει τα τραγούδια της ως «ύμνους επιβίωσης», όπως έχει δηλώσει. Ξεκίνησε την ενασχόλησή της με τη μουσική τραγουδώντας στην τοπική της εκκλησία ως παιδί, ακολούθησε σπουδές στην σχολή καλών τεχνών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο αλλά σπούδασε και λογοτεχνία στο Brown University του Ρόουντ Άιλαντ, ενώ για τη διατριβή της αποδείχθηκε τουλάχιστον εφευρετική, γράφοντας μια χειρόγραφη εργασία 10 χιλιάδων σελίδων με υλικό από extreme μουσικά παρακλάδια που εξιδανικεύουν τον μισογυνισμό, συνδυασμένο με υλικό από τις δικές της προσωπικές εμπειρίες βίας.

Εξίσου προσωπική ακούγεται και η μουσική της. Νιώθεις πως η Lingua Ignota τραγουδάει γιατί το χρωστάει στον εαυτό της. Στο Caligula που είναι η τρίτη δουλειά της καταπιάνεται με μια βίαιη πρώην σχέση της και ξεκαθαρίζει ακόμη καλύτερα την αισθητική που είχε προτείνει στο πιο lo-fi προκάτοχό του All Bitches Die (2017). Νιώθει εξίσου άνετα όταν τη συνοδεύει βιολί (“Faithfull Servant Friend Of Christ”), όταν δοκιμάζει την τύχη της στην πολυφωνία (“Do You Doubt Me Traitor” και highlight του δίσκου), αλλά κι όταν το growl της ακούγεται σαν να ξεπετάχτηκε από κάποιο ματωμένο b-side των Mayhem.

Δανείζεται γενικά έντονα από το μέταλ αφήγημα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα τελετουργίας αλλά κυρίως παίζοντας ένα γιν-γιανγκ μεταξύ θεού και δαίμονα. Ο βίαιος σύντροφος είναι ο «σατανάς» που προσπαθεί να αποτάξει επί 66 συναπτά λεπτά (έτσι τον χαρακτηρίζει στο “Do You Doubt Me Traitor”), όσο εναποθέτει τις ελπίδες της στον «πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρόντα» (αν το “God alone knows my sorrow” από την σχεδόν α καπέλα φωνή της στο “Sorrow! Sorrow! Sorrow!” δεν σας πείθει, ψάξτε για τα «Κύριε Ελέησον» -ναι, στα ελληνικά- που τραγουδά στο “If The Poison Won’t Take You My Dogs Will”).

Η μεν Keeley Forsyth προβάλλει την μελαγχολία, η δε Lingua Ignota το θυμό, για να διαχειριστούν και οι δυο τους, τελικά, το ίδιο ακριβώς πράγμα: τον πόνο. Η διαφορά, όμως, είναι πως η Keeley Forsyth τραγουδάει ακριβώς την στιγμή της πτώσης ανάμεσα στα θραύσματα (όπως και σημαίνει το Debris) που δημιουργούνται, ενώ η Lingua Ignota μοιάζει σαν να έρχεται μέσα από τη γη, να σκάβει και να αναδύεται στην επιφάνεια θέλοντας να μας μάθει τη δική της υβριδική «άγνωστη γλώσσα» (όπως μεταφράζεται το καλλιτεχνικό της όνομα στα λατινικά).

Η μία φλερτάρει με την απλότητα και η άλλη με την ακρότητα. Και οι δυο τους πάντως, σίγουρα νιώθουν πιο άνετα στο σκοτάδι. 

Ελένη Τζαννάτου

Share
Published by
Ελένη Τζαννάτου