Ήθελα εδώ και πολύ καιρό να μιλήσω με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, σημαντική σύγχρονη ποιήτρια και μεταφράστρια αξιόλογων ποιητικών έργων. Στο διαμέρισμά της, στη Συνεσίου Κυρήνης της Νεάπολης, μας υποδέχθηκε στον χώρο πλησίον του «καθισιού» της, όπως χαρακτήρισε εύθυμα, το βολικό συνδυασμό που την περιτριγυρίζει: τραπέζι-πολυθρόνα-πλαϊνό τραπεζάκι με βιβλία για τη συγγραφική-μεταφραστική της εργασία. Στον απέναντι τοίχο ακριβώς, οι μαυρόασπρες φωτογραφίες των πολυαγαπημένων της γονιών, εκείνης σε μικρή ηλικία, αλλά και οι φωτογραφίες της με το Βρετανό σύζυγό της Ρόντνεϋ Ρουκ, έξω από το εκκλησάκι στην Πλάκα όπου παντρεύτηκαν, καθώς και στον κήπο του σπιτιού τους στην Αίγινα. Ενώ έξω μαινόταν μία σύντομη απριλιάτικη καταιγίδα, η ποιήτρια έδειξε την ηλιόλουστη φωτογραφία του φυστικόδεντρου που αγκαλιάζει εκείνη και τον «αντρούλη» της, όπως αποκαλεί νοσταλγικά τον Ρουκ, το σύζυγό της επί 40 χρόνια. Εδώ και επτά χρόνια εκείνος έχει φύγει από τη ζωή.
Λόγω της μεγάλης αγάπης και των δύο γονιών της για τη γλωσσομάθεια και τη λογοτεχνία (τα γαλλικά της μητέρας της ήταν άπταιστα, ενώ ο πατέρας της μιλούσε επτά γλώσσες), η έμφυτη τάση της στην ποιητική σύνθεση και τη μετάφραση μπόρεσε να καλλιεργηθεί και να αποδώσει πολύ γρήγορα καρπούς. Σε συνδυασμό με την ώθηση και ενθουσιώδη αποδοχή που είχε από τον στενό φίλο του ζεύγους Αγγελάκη και νονού της, Νίκου Καζαντζάκη, ειδικά στην αρχή της ποιητικής της πορείας, έκαναν την Αγγελάκη-Ρουκ να νιώθει πάντα ιδιαίτερα τυχερή και ευνοημένη.
Πράγματι, μέσα στη συγκεντρωτική πρόσφατη έκδοση Ποίηση 1963-2011 (εκδόσεις Καστανιώτη, 2014) βρίσκεται το ποίημα «Μοναξιά» που πρωτοδημοσιεύθηκε – και δεν αναδημοσιεύθηκε σε καμία συλλογή ποιημάτων της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ – στο τεύχος ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 1956 του περιοδικού Καινούρια Εποχή (εκδόσεις Δίφρος), μαζί με γράμμα του Νίκου Καζαντζάκη που συστήνει το ποίημα.
«Ήμουν 17 χρονών τότε που ο Καζαντζάκης με έριξε στα βαθιά νερά και πρότεινε στο Γιάννη Γουδέλη να συμπεριλάβει τη Μοναξιά στην ανθολογία του περιοδικού του. Ο Καζαντζάκης είχε πει ότι ήταν το ωραιότερο ποίημα που είχε διαβάσει ποτέ. Και μάλιστα όταν το έλεγα και τότε, αλλά και τώρα που το λέω σε φίλους, μου λένε “αλήθεια, είχε πει κάτι τέτοιο ο Καζαντζάκης;” “ Ναι, ήταν υπερβολικός” απαντώ. Με φαντάζεσαι τώρα; Καλά που δεν το πήρα επάνω μου! Εκείνος μου έλεγε βέβαια και το άλλο: “Κλωσσοπούλι του Παρνασσού, μη με ντροπιάσεις”», διηγείται η Αγγελάκη-Ρουκ.
Η ποιήτρια μιλά για τη σχέση των γονιών της και τη δική της με τον χαρισματικό συγγραφέα: «Ο Καζαντζάκης ήταν ποιητής, αλλά έγινε διάσημος με την πεζογραφία του πολύ αργότερα. Ειδικά με τον Ζορμπά. Εγώ σαν άνθρωπο δεν τον γνώρισα, παρόλο που μεγάλωνα στη σκιά του. Με βάπτισε το 1939 που γεννήθηκα και εκείνος, όταν ήμουν επτά χρονών περίπου, έφυγε στη Γαλλία. Μετά εδώ, γύρω στο 1950, τον βάπτισαν “κομμουνιστή”, η Εκκλησία τον αφόρισε και έτσι δεν ξαναγύρισε στην Ελλάδα».
Ντοκουμέντο αποτελεί η πολύτιμη επιστολογραφία του Καζαντζάκη προς την οικογένεια Αγγελάκη, κατά τη διάρκεια της απουσίας του από την Ελλάδα. Τον Οκτώβριο του 2013, το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο εξέδωσε τις Επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη προς την οικογένεια Αγγελάκη, σε επιμέλεια-εισαγωγή-σχόλια του Θανάση Αγάθου και πρόλογο της ποιήτριας, η οποία είχε ήδη δωρίσει τις επιστολές αυτές στο Μουσείο. Στην έκδοση συμπεριλαμβάνονται φωτογραφίες του συγγραφέα και της οικογένειας Αγγελάκη, καθώς και μερικές από τις επιστολές.
Πάντα στην ιστορία της ποίησης, έχεις τους ποιητές που αγωνίζονται με τη ζωή τους, ενάντια στο περιβάλλον τους, γιατί όλα πολεμούν την ποίησή τους. Αυτό είναι το πιο συνηθισμένο. Εγώ ήμουν ακριβώς το αντίθετο. Ήμουν τυχερή με τον άντρα μου τον Εγγλέζο, με τους γονείς μου και με τον Καζαντζάκη, που με ενθάρρυναν.
Η Αγγελάκη-Ρουκ μιλώντας για την ποίησή της, ανέφερε την αναπηρία που της άφησε ο σταφυλόκοκκος σε βρεφική ηλικία και πώς αυτό την οδήγησε στο να εστιάσει στον εσωτερικό κόσμο, τα αισθήματα και τις αισθήσεις με κυρίαρχο θέμα πάντα το σώμα, τη φύση και τον έρωτα. «Το σώμα είναι η νίκη και η ήττα των ονείρων. Μεγαλύτερη αξία από το σώμα και τη ζωή, δεν υπάρχει. Από το σώμα υπέφερα, γλίτωσα, αλλά και δοξάστηκα, πιστεύω», δηλώνει χαμογελαστά. Δεν διστάζει, άλλωστε, να περιγράψει ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο, όταν κάποιοι που τη συνάντησαν τυχαία, αφού είχε εμφανιστεί σε δύο τηλεοπτικές εκπομπές και της είπαν «σας είδα στην τηλεόραση» χωρίς να τους ενδιαφέρει για ποιο πράγμα είχε εμφανιστεί στις εκπομπές αυτές. «Δηλαδή, δεν ήξεραν καν ότι έγραφα ποιήματα. Αλλά με είδαν στην τηλεόραση! Θα με πιάσουν τα κλάματα, εκεί έχουμε φτάσει, να πρέπει να ακουγόμαστε με αυτόν τον τρόπο, ώστε να γίνουμε όλοι μας διάσημοι έστω και για μια στιγμή, όπως είχε σχεδόν προβλέψει κάποτε ο Andy Warhol»!
Η νέα γενιά την εντυπωσιάζει. Παρ’ όλο που το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα δεν προβλέπει πλέον τη διδασκαλία της ποίησης στο γυμνάσιο, υπάρχουν νέοι ποιητές που γράφουν πολύ ποιοτικά. «Δεν μπορεί σε μία χώρα που έχει γεννήσει τους μεγαλύτερους ποιητές, να μην υπάρχει νεοελληνική ποίηση στα σχολικά βιβλία. Μία καθηγήτρια με ενημέρωσε ότι αναλύεται το συντακτικό και η γραμματική, δηλαδή υπάρχει μόνο μία γλωσσολογική προσέγγιση των κειμένων. Οι νεοέλληνες ποιητές είναι ανύπαρκτοι σε αυτά τα βιβλία»!
Η Αγγελάκη-Ρουκ σπούδασε στη Γενεύη μετάφραση και λατρεύει το επάγγελμα του μεταφραστή. Αγαπάει ιδιαίτερα τη μετάφραση από τα ρώσικα στα ελληνικά. «Αυτό που δεν ξέρει ο πιο πολύς κόσμος είναι η συγγένεια των δύο αυτών γλωσσών. Αρχίζοντας από το αλφαβητάρι που είναι κυριλλικό και τελειώνοντας με τη σειρά που παίρνει μια φράση. Είναι αδέρφια, δηλαδή. Έχω μεταφράσει Μαγιακόφσκι, Πούσκιν και άλλους. Φυσικά, έχω μεταφράσει και από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Κυρίως ποιητές.»
Η συζήτησή μας επανέρχεται ξανά στην ποίηση. Από το 1963, όταν την ίδια μέρα που παντρευόταν τον Ρουκ εξέδιδε ταυτόχρονα την πρώτη της ποιητική συλλογή, μέχρι σήμερα που σκοπεύει, όπως λέει, να γράψει «κάνα-δυο ποιήματα ακόμη», συνεχίζοντας το ταξίδι της συγγραφής που έχει κρατήσει κοντά μια πεντηκονταετία. «Πάντα στην ιστορία της ποίησης, έχεις την ιστορία των ποιητών που αγωνίζονται με τη ζωή τους, ενάντια στο περιβάλλον τους, γιατί όλα πολεμούν την ποίησή τους. Αυτό είναι το πιο συνηθισμένο. Εγώ ήμουν ακριβώς το αντίθετο. Ήμουν τυχερή με τον άντρα μου τον Εγγλέζο, με τους γονείς μου και με τον Καζαντζάκη που με ενθάρρυναν. Μάλιστα, πήγαμε με τον άντρα μου να μείνουμε στην Αγγλία και εκείνος γνώρισε τον Δοξιάδη που τον ρώτησε αν ήθελε να εργαστεί ως βιβλιοθηκάριός του στην Ελλάδα (σ.σ. ο Ρουκ ήταν κλασικιστής του Cambridge και μιλούσε τέλεια τα ελληνικά). Ο Ρουκ μου είπε να φύγουμε για την Ελλάδα ώστε να εργαστεί εκεί. Παραξενεύτηκα τότε που ήθελε να τα παρατήσουμε όλα στην Αγγλία και να φύγουμε. Εκείνος μου εξήγησε, αρκετά χρόνια αργότερα, το εξής: “Ήθελα να προλάβω την ημέρα που θα μου έλεγες ότι πρέπει να γυρίσουμε στην Ελλάδα για την ποίησή σου”. Αυτό είχε να μου πει ο σοφός Βρετανός»!
Η έκδοση Ποίηση 1963-2011 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.