Julia Kent – Το κορίτσι με το τσέλο ξανά στην Αθήνα

Κάποια στιγμή, όλοι πρέπει να ανακαλύψουμε τον Arthur Russell. Το ντοκιμαντέρ αυτό είναι μια καλή αρχή, αν δεν σας έχουν γίνει ήδη τα αποκαλυπτήρια. Για να μυηθείτε στον κόσμο ενός μοναδικά ευαίσθητου ιδιοφυούς συνθέτη που έφυγε από τη ζωή χτυπημένος από τον ιό του AIDS (κι άφραγκος) το 1992 σε ηλικία 41 ετών. Ο Russell διέγραψε μια καριέρα που τον τοποθέτησε κοντά τόσο στο avant garde, ας πούμε του Philip Glass, όσο και βαθιά στα έγκατα των underground Νεοϋρκέζικων clubs που ασπάστηκαν την πιο leftfield πλευρά της disco των πολύ πρώτων ημερών των ‘80s. Πέθανε στην ψάθα, όπως προαναφέρθηκε, αλλά αποτέλεσε σημείο αναφοράς – κλασικό παράδειγμα καλλιτέχνη που αναγνωρίστηκε περισσότερο μετά τον πρόωρο θάνατό του.

Η Julia Kent είναι μια από τις επιγόνους του. Με την ίδια νεοϋρκέζικη «κουλτουριάρα» αύρα, τις κλασικές σπουδές αλλά και τη διάθεση αναζήτησης των καλλιτεχνικών δυνατοτήτων στην πραγματική ζωή μακριά από τα ωδεία και τα μέγαρα. Πάντα με άξονα το τσέλο της, έφτιαξε ή αναμείχθηκε σε υβριδικά σχήματα όπως οι Rasputina μέχρι να γνωριστεί με τον Antony Hegarty και να φτάσει μαζί του (και με τους Johnsons) στο Mercury Prize του 2005. Έκτοτε, συνθέτει μουσική για κινηματογραφικά «δύσκολα» πρότζεκτ, ενώ το 2011 κυκλοφόρησε το πιο ώριμο άλμπουμ της με τίτλο Green and Grey (Important Records). Με τους Joalz συνεργάζεται εδώ και χρόνια, επιστρέφει την Κυριακή για να μοιραστεί μαζί τους την σκηνή του 6 d.o.g.s. (με την Toni Kater στα φωνητικά). Της στείλαμε μερικές ερωτήσεις με το ηλεκτρονικό περιστέρι…

Πότε αποφάσισες (αν τέθηκε θέμα απόφασης)  ότι θα προσπαθήσεις να εξερευνήσεις τις δυνατότητες του τσέλο πέρα από το πεδίο της κλασσικής μουσικής; Με ποια στρατηγική συνδύασες το ακαδημαϊκό στοιχείο με μια πιο pop προσέγγιση προκειμένου να ανταποκριθεί σε ευρύτερο κοινό; Έμαθα τσέλο με έναν τελείως κλασικό και συμβατικό τρόπο. Μάλιστα, για κάποια χρόνια αφότου τελείωσα το μουσικό σχολείο, σταμάτησα να παίζω γιατί ένιωθα ότι αυτό το κλασσικό περιβάλλον, δε μου ταίριαζε.  Αυτό μέχρι να μετακομίσω στη Νέα Υόρκη. Εκεί ανακάλυψα έναν ολόκληρο κόσμο, που δεν αφορούσε την κλασική μουσική κι ένιωθα οικεία. Ξεκίνησα να παίζω με ροκ μπάντες, να αυτοσχεδιάζω και να μπαίνω σε μια εντελώς νέα σφαίρα δημιουργικότητας.

Έχω διαβάσει ότι θαυμάζεις τον Arthur Russell που αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα ακαδημαϊκής συνέπειας αλλά και μαζικής αποδοχής, τουλάχιστον εντός της disco σκηνής. Τι ήταν τόσο ιδιαίτερο σε εκείνον; Κατά τη γνώμη μου, ο Arthur Russell συμβολίζει το πώς μπορείς να δημιουργήσεις μουσική που να είναι ταυτόχρονα έντονα προσωπική αλλά και μαζικά αποδεκτή.  Έχει κάνει πολλούς καλούς δίσκους αλλά το World of Echo είναι πραγματικά αριστούργημα. Αυτές οι καταπληκτικές μελωδίες που μεταδίδονται με έναν εύθραυστο, σχεδόν υποσυνείδητο τρόπο. Είναι σαν να μπαίνεις μέσα στο κεφάλι κάποιου και να ακούς τις σκέψεις του.

Ο δικός σου ορισμός για το μινιμαλισμό; Θα χαρακτήριζες έτσι τον εαυτό σου; Για να είμαι τελείως ειλικρινής, ποτέ δε κατάλαβα ακριβώς τον όρο, τουλάχιστον σε σχέση με τη μουσική. Για μένα, το μεγάλο χαρακτηριστικό στα επονομαζόμενα «μινιμαλιστικά»  έργα είναι και η ανάπτυξη μέσω της επανάληψης. Προσφατα, διάβασα κάπου ότι κάποιοι από τους μινιμαλιστές συνθέτες όπως o Glass, o Riley και ο Reich, ήταν οι πρώτοι τους οποίους χαρακτήρισαν «υπνωτικούς» και για μένα αυτό έχει περισσότερο νόημα ως περιγραφικός όρος.  Φυσικά, η γνώμη μου δεν έχει ακαδημαϊκή βαρύτητα, απλά λέω αυτό που αισθάνομαι!
Δεν είμαι σίγουρη, νομίζω κάθε είδους μουσική μπορεί πραγματικά να χαρακτηριστεί «μινιμαλιστική».  Σίγουρα, ποτέ δε θα περιέγραφα με αυτόν τον όρο τη μουσική μου, αλλά επειδή η επανάληψη αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της, μπορώ να κατανοήσω αυτούς που το κάνουν. Ο  μινιμαλισμός  συνεπάγεται κάτι μακρινό, υπονοεί μια προσπάθεια αποφυγής έντονων συναισθημάτων, κάτι το οποίο βρίσκεται αρκετά μακριά από μένα. Έτσι νομίζω τουλάχιστον.

Ποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό απέκτησες ή ανέπτυξες μέσα από την επιτυχημένη συνεργασία σου με τον Antony Hegarty (Antony & The Johnsons); Ο Anthony είναι ένας μοναδικός και υπέροχος καλλιτέχνης. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα από αυτόν τόσο για τη μουσική όσο και για τη ζωή.  Ήταν προνόμιο να δουλέψω μαζί του και να περιοδεύσουμε σε όλον τον κόσμο. Θυμάμαι όταν είχαμε παίξει στην Αθήνα, ήταν μια πολύ όμορφη και ιδιαίτερη συναυλία.

Πες μας μερικά παραπάνω πράγματα για την Leaf Records. Πως κατέληξες στη συγκεκριμένη εταιρεία;  Ήσουν ήδη fan της πριν υπογράψεις; Ήμουν και μάλιστα πολύ μεγάλη. Έχουν κυκλοφορήσει εκπληκτικές δουλειές και θαυμάζω την αισθητική τους. Ένας γνωστός μου, είχε τη καλοσύνη να τους δώσει μια από τις προηγούμενες κυκλοφορίες μου, κι όταν τελικά είπαν «ναι» στο να κυκλοφορήσουν το Character ήμουν πραγματικά πολύ χαρούμενη! Και φυσικά είναι πολύ ωραία, να δουλεύεις μαζί τους.

Πως συναντηθήκατε με τους Joalz και ποια είναι η συμβολή σου σε αυτή τη συνεργασία;  Γνώριζες τίποτα για την ελληνική μουσική πριν να τους γνωρίσεις; Γνώρισα τον Leon (σ.σ. Segka) αρχικά, μέσα από το μαγικό διαδίκτυο, και ύστερα στο Βερολίνο, όπου έμενε τότε. Ήμουν πολύ χαρούμενη που θα συνέβαλα στο δίσκο τους και είμαι ενθουσιασμένη που θα παίξουμε live μαζί στην Αθήνα. Δε γνωρίζω πολλά πράγματα για την ελληνική μουσική σκηνή, αλλά έχω κάνει κάποιες γνωριμίες από τις προηγούμενες φορές στην πόλη σας. Όπως αυτή με τον Νίκο Βελιώτη, τσελίστα και συνθέτη που δημιουργεί πολύ όμορφη κι ενδιαφέρουσα μουσική. Επίσης, συνέβαλα στο δίσκο του κιθαρίστα και συνθέτη, Τηλέμαχου Μούσσα, πριν λίγο καιρό. Ακόμα, κάποια στιγμή, έπαιξα στο ίδιο φεστιβάλ με ένα φανταστικό γκρουπ με folk ήχο, τους Burgundy Grapes. Νομίζω ότι η ελληνική μουσική συνδυάζει ένα ευρύ φάσμα επιρροών και αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον.

Ποια είναι η προσέγγιση σου στην κινηματογραφική πλευρά της δισκογραφίας σου; Κάποιος συγκεκριμένος σκηνοθέτης που θα ήθελες να συνεργαστείς; Λατρεύω να συνθέτω μουσική για ταινίες, είναι πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία να δημιουργείς μουσική που θα συνοδεύει μια εικόνα ή τη συναισθηματική ατμόσφαιρα μιας ταινίας.  Δε μπορώ να πω ότι υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος που θέλω να δουλέψω μαζί του αλλά όσον αφορά το σύγχρονο ελληνικό ζήτημα, θέλω να πω ότι μου αρέσουν πολύ οι ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου και της Αθηνάς – Ραχήλ Τσαγγάρη. Η δουλειά τους είναι στ’ αλήθεια σπουδαία.

Νέα Υόρκη, είναι κατάλληλο μέρος για να δημιουργείς μουσική το 2014; Σε εμπνέει ή είναι πολύ δύσκολο να τα βγάλεις πέρα οικονομικά; Ποια είναι τα αγαπημένα σου μέρη για να περπατάς και να συχνάζεις; Η Νέα Υόρκη, δυστυχώς, έχει γίνει λιγότερο ενδιαφέρουσα από ότι ήταν κάποτε. Τουλάχιστον στο Μανχάταν, πολλοί δημιουργικοί χώροι έχουν τιμολογούνται εκτός λογικής πια.  Πιθανώς να ακούγεται αφελές, αλλά μου φαίνεται ότι όλο και περισσότερο η τέχνη και ο πολιτισμός  θεωρούνται λιγότερο σημαντικά σε σχέση με το κέρδος, το οποίο προφανώς δεν είναι ότι καλύτερο για την κοινωνία.  Πρέπει να πω ότι έχω παίξει πολύ περισσότερο στην Ευρώπη από ότι στην Αμερική: το κοινό δείχνει πιο δεκτικό στο είδος της μουσικής που κάνω. Αλλά η Νέα Υόρκη πάντα θα είναι το σπίτι μου. Έχει μια ενέργεια, κάτι πολυσύνθετο που δεν το έχω βρει πουθενά αλλού. Ακόμα αγαπάω τη γειτονιά μου, τη δυτική πλευρά του Μανχάταν, η οποία αναπτύσσεται μεν ραγδαία αλλά διατηρεί δε κάποια ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά κι ένα κομμάτι από την ιστορία της.

3 στερεότυπα για τους Έλληνες που είχες στο μυαλό σου πριν έρθεις προς τα μέρη μας. Ξέρεις, δεν είμαι σίγουρη αν είχα κάποιο στερεότυπο για την Ελλάδα ή τους Έλληνες  πριν (αλλά και μετά) την επίσκεψη μου. Και δεν έχω περάσει τόσο χρόνο στην Ελλάδα, ώστε να δημιουργήσω κάποιο! Λατρεύω το γεγονός ότι μπορώ να ακούσω  μια κατά τα άλλα ακατανόητη συνομιλία στα ελληνικά, και να αναγνωρίσω μερικές  από τις λέξεις που έχουμε δανειστεί στην αγγλική γλώσσα. Φαίνεται ότι το πιο όμορφο και πιο πλούσιο κομμάτι του αγγλικού λεξιλογίου προέρχεται από την Ελλάδα.

Julia Kent & Joalz feat. Toni Kater @ 6 D.O.G.S.,  Κυριακή  23/3, 21.00, €10 – μια παραγωγή της Kontakt Productions

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος