Ο Jean Luc Godard παίζει να είναι στις μέρες μας ο σκηνοθέτης που χαίρει της μεγαλύτερης σεβάσμιας εκτίμησης για ταινίες που έχουν δει οι λιγότεροι απ’ τους ενεργούς πλέον θεατές, περίπου όπως ο Michael Bay είναι μάλλον ο σκηνοθέτης που χαίρει της χαμηλότερης εκτίμησης, με τις ταινίες του να έχουν ξεδιπλωθεί μπροστά στα μάτια των περισσότερων χιλιάδων. Κι είναι λίγο αστείο αυτό, μια και οι δυο τους μοιάζουν περισσότερο απ’ όσο θα ένιωθε άνετα να σού παραδεχτεί ο κριτικός της κυριακάτικής σου.
Έχοντας ξεκινήσει ως κριτικός κι ο ίδιος, στα θρυλικά Cahiers du Cinema (μ’ εκείνη την ομάδα θηρίων, τύπου Andre Bazin, Eric Rohmer, Claude Chabrol και Francois Truffaut μαζί του στη συντακτική ομάδα), ο Godard έβλεπε την σκηνοθεσία ως προέκταση της αποστολής του να ωθήσει τον γαλλικό κινηματογράφο να επανεφεύρει την σκηνοθετική του φόρμα. Για χάρη αυτού του κινηματογράφου, άλλωστε, είχε προς μεγάλη απογοήτευση των αστών Ελβετών γονιών του παρατήσει τις σπουδές του στην Ανθρωπολογία, προτιμώντας να αφιερώνει ατέλειωτες μέρες και νύχτες στις κινηματογραφικές λέσχες του Παρισιού.
Φανατικός υπερασπιστής της χολιγουντιανής αφηγηματικότητας και ακούραστος πολέμιος της άτολμης και συμβατικής γαλλικής ακαδημαϊκότητας που έπνεε τα λοίσθια, με το ντόπιο κοινό να στρέφει την πλάτη στην μεγαλύτερη κινηματογραφική δύναμη της Ευρώπης, ο Godard σύντομα αποφάσισε να σηκώσει τα όπλα. Το ’55 γύρισε το πρώτο του ντοκιμαντέρ, και στην πενταετία που ακολούθησε, δοκιμάστηκε με την μυθοπλασία γυρίζοντας άλλες τρεις μικρού μήκους ταινίες, βοηθώντας παράλληλα τους συμπολεμιστές του απ’ τα Cahiers να προχωρήσουν με τη δικιά τους εισαγωγή στην πρακτική πλευρά της κινηματογράφησης. Η μεγάλη του έκρηξη όμως, ήρθε το 1960.
Το Με Κομμένη την Ανάσα / A Bout de Souffle, εμβληματικός τίτλος ακόμη και μισόν αιώνα και κάτι μετά, ήταν η πρώτη του πλήρης, επιθετική κι ολότερα αναπολογητική εφαρμογή των όσων με ζέση υπερασπιζόταν για χρόνια στα κείμενά του. Κάμερα στο χέρι, αυτοσχέδιοι διάλογοι, guerilla γυρίσματα στα πεταχτά στους δρόμους του Παρισιού, κόψιμο και ράψιμο με αβυσσαλέα jump cuts που έδιναν στην αφήγηση το ρυθμό της αναρχίας, κι αμέτρητες αναφορές στις μεγάλες αγάπες του Godard απ’ το αμερικανικό σινεμά, κανιβαλισμένες σχεδόν πέραν αναγνώρισης απ’ την πυρετώδη του ανατρεπτικότητα. Η πρώτη ταινία του Godard ξεγέννησε τη Nouvelle Vague για όποιον είχε αμφιβολίες μέχρι τότε ότι έρχεται, και ξαφνικά ο κινηματογράφος μετατράπηκε μονομιάς σε κάτι που «έχει αρχή, μέση και τέλος, απλά όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά».
Ρευστό, ριψοκίνδυνο κι ανατρεπτικό, γεμάτο αμφισβήτηση και νεοτερισμό, το σινεμά του Godard ήταν γνώρισμα και παράγωγο συγχρόνως της εποχής του. Η κοινωνικοπολιτική αστάθεια κι η επαναστατική εκρηκτικότητα που την συνόδευε, έβρισκε αδελφή νοοτροπία στην αντικομφορμιστική αντίληψη της Nouvelle Vague για την κινηματογραφική φόρμα. Κι ως ένας απ’ τους αιχμηρότερους εκφραστές της, ο Godard τρόχιζε μονίμως την ακμή της, στρέφοντας την κάμερά του προς όλο το φάσμα του κινηματογραφικού κατεστημένου, για να το γκρεμίσει και να το αναδομήσει: απ’ τη βύθιση των Γάλλων φοιτητών στις γκανγκστερικές τους φαντασιώσεις στο Μια Ξεχωριστή Συμμορία / Bande a Part, ως το φουτουριστικό νουάρ του Αλφαβίλ / Alphaville κι απ’ τις musical τσαχπινιές του Η Κυρία Θέλει Έρωτα / Une Femme est unne Femme ως την ευθύβολα βιτριολική σάτιρα του κινηματογραφικού κυκλώματος στην Περιφρόνηση / Le Mempris, ο Godard περνάει το πρώτο κομμάτι της καριέρας του εδραιώνοντας την επιλογή του να κριτικάρει το σινεμά μέσα απ’ το ίδιο το σινεμά.
Δεν θα ήταν κι ολότελα άδικο να τον κατηγορήσει κανείς για φορμολαγνεία, μιας κι έτσι κι αλλιώς πρωταρχικό του μέλημα ήταν ξεκάθαρα ο τρόπος που θα αφηγηθεί την ιστορία του, παρά η ιστορία του η ίδια. Κι όσο η κινηματογραφική του αισθητική άλλαξε το πρόσωπο της κινηματογραφικής έκφρασης στο πρώτο κομμάτι της φιλμογραφίας του, άλλο τόσο τον ώθησε στην περιθωριοποίηση που ακολούθησε το δεύτερό της. Μετά από την παθιασμένη πολιτικοποίηση που ακολούθησε τον κοινωνικό αναβρασμό του Μάη του ’68, με τον Godard να συνιδρύει την κινηματογραφική κολεκτίβα Dziga-Vertov και να ενσωματώνει στις ταινίες του ντοκουμέντα απ’ την γαλλική εξέγερση, να δοκιμάζεται στα πολιτικά δοκίμια, και να γυρίζει αντισυστημικές ταινίες που δεν προβάλλονται ποτέ, ο άλλοτε θορυβώδης αναμορφωτής του φιλμ στρέφεται σε πιο εσωτερικά μονοπάτια.
Περνά το δεύτερο κομμάτι των ‘70s πειραματιζόμενος με το βίντεο κι επιχειρεί να επανεφεύρει τον εαυτό του στη δεκαετία του ’80, έχοντας όμως χάσει αρκετή απ’ την αρχική του ανταπόκριση απ’ το κοινό. Περισσότερο μιλώντας με τον εαυτό του, παρά δημιουργώντας ταινίες που προκαλούν τον διάλογο με τον θεατή, ο Godard μπορεί να διατηρεί τη θέση του σεβάσμιου πατέρα στο ενδο- και παρακινηματογραφικό κύκλωμα (ο Norman Mailer, ο Leos Carax, ο Woody Allen κι ο Peter Sellers πέταξαν τη σκούφια τους όταν τους πρότεινε να αναλάβουν βασικούς ρόλους στο αφηγηματικό αναποδογύρισμα του σαιξπηρικού Βασιλιά Ληρ το ’87), όμως ο μπούσουλάς του δείχνει να παύει να επηρεάζει πια την πορεία του παγκόσμιου σινεμά.
Όχι ότι, βέβαια, δεν το έχει κάνει ήδη αρκετά. Απ’ τον Scorsese και τον Coppola, μέχρι τον Soderbergh και τον Tarantino η παρακαταθήκη του Godard έχει διαμορφώσει το auter-ίστικο αμερικανικό σινεμά του σήμερα όσο τίποτε άλλο, ενώ αυτή η εικονοκλαστική μανία του Γάλλου κι ο τρόπος που χόρεψε στο rock ‘n’ roll το ευρωπαϊκό σινεμά, είναι αυτός που έμαθε και τους εμπορικότερους των εμπορικών να αγαπάνε τη δύναμη της εικόνας και του ήχου και της εκρηκτικότητας που κρύβει η αμφισβήτηση των συμβάσεων και των φορμών, και τους επέτρεψε να κάνουν τα μεγάλα όνειρα που έφεραν στην οθόνη σου τα αναπολογητικά fanboy-ίστικα υπερθεάματα σαν το The Rock.
Κι αν τα εκστατικά jump cuts του Michael Bay, δεν είναι αρκετά για να σε πείσουν για τις πολιτισμικές ομοιότητες της Nouvelle Vague με το νέο κύμα των blockbuster-ιών που εισήγαγε στα 90s με τα Κακά Παιδιά του, ή αν πνίγεσαι από ψηλομύτικη κενότητα μπρος στο τεχνικό μεγαλείο των Transformers του, ας πούμε, που μοιάζει με punk όπερα μπροστά στην άκρατη συμβατικότητα ντετερμινιστικών πλασιέ ποπ-κορν σαν τον Harry Potter, σημείωσε πως, πριν καμιά πενηνταριά χρόνια, ένας κύριος Orson Welles κάτι παρόμοια έλεγε και για τον Godard: «τα σκηνοθετικά του χαρίσματα είναι τεράστια, απλά δεν μπορώ να τον πάρω στα σοβαρά ως στοχαστή: τα μηνύματά του, για τα οποία νοιάζεται τόσο πολύ, χωράνε να τα γράψεις στο κεφάλι μιας καρφίτσας».
Το Τώρα Γκοντάρ, η πλήρης ρετροσπεκτίβα στο έργο του Jean Luc Godard, που ξεκινά σήμερα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος και περιλαμβάνει 33 μεγάλου, 5 μεσαίου και 13 μικρού μήκους ταινίες του, θα σου δώσει μέχρι τις 18 Ιούνη ένα σκασμό ευκαιρίες να δεις όλα όσα χρειάζεσαι για να καταλάβεις γιατί είναι στ’ αλήθεια ο επιδραστικότερος εν ζωή σκηνοθέτης των καιρών μας