Γράφει ο Ίρβιν Γουέλς συνέχεια το ίδιο βιβλίο; Η ερώτηση συνιστά υπεραπλούστευση, αλλά μια γρήγορη, εξίσου απλοϊκή, απάντηση θα μπορούσε να είναι «ναι». Έτσι κι αλλιώς, από τα 15 μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων που έχει υπογράψει, τα 12 έχουν να κάνουν λίγο ή πολύ με το Εδιμβούργο και στα μισά μπαινοβγαίνουν εναλλασσόμενοι σε πρωταγωνιστικούς και δεύτερους ρόλους οι ίδιοι χαρακτήρες, διαμορφώνοντας ένα από τα πιο χαρακτηριστικά λογοτεχνικά σύμπαντα της μοντέρνας λογοτεχνίας. Είναι τα παιδιά που υπέφεραν από την κληρονομημένη ταξική τους συνείδηση στα χρόνια της Μάργκαρετ Θάτσερ κι ακολούθησαν μια σχεδόν προδιαγεγραμμένη μοίρα: πανκ, ημιπαρανομία, (σκληρά) ναρκωτικά, ανεργία, επιδόματα, ρέιβ, διαψευσμένα όνειρα κοινωνικης κινητικότητας, θρυμματισμένες προσωπικές σχέσεις – μια διαδρομή από το no future της Μάγκι στο no future του Brexit και του δημοψηφίσματος για την σκωτσέζικη ανεξαρτησία.
Ο Γουέλς παρακολουθεί, σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, αυτούς τους ήρωες. Από την ενηλικίωσή τους μέχρι το κατώφλι της μέσης ηλικίας που βρίσκονται τώρα. Δεν τους ζωντανεύει απλά, κάθε φορά που τους τοποθετεί είτε στο κέντρο της μυθοπλασίας του, είτε τους εμφανίζει σε απρόσμενα cameos. Ο Γουέλς τους λατρεύει αυτούς τους ήρωες.
Γι’ αυτό ίσως η ερώτηση χρειάζεται να διατυπωθεί ορθότερα: Είναι καλό αν γράφει συνέχεια το ίδιο βιβλίο; Και η απάντηση, διαβάζοντας το ενδέκατο του μυθιστόρημα με τίτλο Η Τέχνη της Λεπίδας που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις ΟΞΥ σε μετάφραση του Θάνου Καραγιαννόπουλου που το βοηθά να διαβάζεται με μια ανάσα (κι με ένα ευρηματικό εξώφυλλο που σχεδίασε ο Γιάννης Καρλόπουλος), είναι αβίαστα καταφατική. Όταν προσπάθησε να ξεφύγει από αυτό το σύμπαν και να μεταφέρει τη δράση του στην Αμερική, όπου ζει εδώ και πάνω από μια δεκαετία, το αποτέλεσμα δεν ήταν εφάμιλλο.
Έχοντας κλείσει την τριλογία του Trainspotting εδώ και μια πενταετία με το prequel Skagboys (άσχετα αν λόγω της περσινής απογοητευτικής κινηματογραφικής συνέχειας, το sequel Πορνό επανήλθε στην επικαιρότητα), ο Γουέλς καταπιάνεται με ένα άλλο μέλος της παρέας στην Τέχνη της Λεπίδας. Τον Φράνκο Μπέγκμπι. Τον εθισμένο, όχι στην ηρωίνη αλλά στην παραλυτική βία, φυλακόβιο της παρέας. Δυο φορές εξαπατημένο στο παρελθόν από τον κάποτε διπλανό του στο σχολείο, Μαρκ Ρέντον. Μόνο που πια δε λέγεται έτσι, δε ζει στη Μεγάλη Βρετανία και δεν είναι μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη ανά πάσα στιγμή να εκραγεί. Ακούει στο όνομα Τζιμ Φράνσις, ζει στην Καλιφόρνια, γνωρίζει μια σχετική επιτυχία ως καλλιτέχνης που κατακρεουργεί πορτρέτα διασήμων και είναι ένας άλλος άνθρωπος, σύζυγος της Μέλανι και πατέρας δύο γλυκύτατων κοριτσιών. Έχει να βάλει χρόνια έστω και μισή σταγόνα αλκοόλ στο στόμα του, ζει μια δεύτερη ζωή ως δική του εκδοχή για το αμερικάνικο όνειρο.
(Είναι σχεδόν αδύνατον να συνδέσουμε τους ήρωες με κάτι διαφορετικό από τους αντίστοιχους ρόλους των ταινιών και ο Ρόμπερτ Καρλάιλ στο ρόλο του Μπέγκμπι υπήρξε μια ομολογουμένως φανταστική επιλογή. Όμως, η χρήσιμη υπενθύμιση είναι ότι στα βιβλία ο Μπέγκμπι μοιάζει λιγότερο με καρικατούρα και περισσότερο με το αρχέτυπο του κοινωνιοπαθή ψυχάκια. Ενας πολύ σκοτεινός κι επικίνδυνος τύπος που προκαλεί περισσότερο ανατριχίλα παρά γέλιο)
Όταν έρχεται η είδηση ότι ο μεγαλύτερος γιος του, από τα 3-4 παιδιά που έσπειρε στο Εδιμβούργο τον καιρό της νιότης του, βρέθηκε δολοφονημένος, συνειδητοποιεί ότι πρέπει να επιστρέψει για την κηδεία. Θα είναι μοιραίο αυτό το ταξίδι; Θα πάει στράφι η ριζική αλλαγή, το anger management, η επανεφεύρεση ενός πολιτισμένου εαυτού; Ή θα επιβεβαιωθεί το κλασικό «οι άνθρωποι δεν αλλάζουν»;
Η επιστροφή του Μπέγκμπι, αλλά και του ίδιου του Γουέλς, στο Εδιμβούργο είναι κάπως αμήχανη. Ο ήρωας μοιάζει ξένος στην πόλη του (κι αποξενωμένος με τους ανθρώπους της), ο συγγραφέας φαίνεται (αν εξαιρέσει κανείς τις GPS αναφορές σε οδούς και κτίρια) ότι δεν κατοικεί πια εκεί και είναι πιο συγκρατημένος σε σχέση με το παρελθόν στο να αναπτύξει τους ευσεβείς σοσιαλιστικούς του πόθους. Και οι δύο φαίνονται ευχαριστημένοι που έχουν αφήσει το εξευγενισμένο πια Λιθ πίσω τους. Ο Φράνκο Μπέγκμπι/ Τζιμ Φράνσις υποτιμά χωρίς καμία διακριτικότητα τον -κολλημένο στην μικροαστική/κομπιναδόρικη μιζέρια- παλιό του κύκλο, όπως ο Ίρβιν Γουέλς κριτικάρει από την πολυτελή αυτοεξορία του στο Σικάγο τα πράγματα στη Μεγάλη Βρετανία (και γι’ αυτό κι έχει, εδώ και χρόνια, απέναντί τον βρετανικό τύπο που στις κριτικές δεν του χαρίζει ούτε τον πυρετό του).
Αυτή η επιστροφή όμως είναι μια καλή ευκαιρία να δούμε από τι είναι φτιαγμένοι αμφότεροι. Να εξερευνήσουμε τις ρίζες της αβυσαλλέας επιθετικότητας του Φράνκο και να θυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο ο Γουέλς πότε με χιούμορ και πότε με διαλυτικό κυνισμό ξεσκεπάζει τα κατώτερα ανθρώπινα κίνητρα κι ένστικτα. Η διαφορά, μάλλον θετική, στην Τέχνη της Λεπίδας είναι το στοιχείο του θρίλερ. Ο Γουέλς, χωρίς να την ξεχνά εντελώς, θυσιάζει την κοινωνική κριτική προς όφελος του σασπένς. Ποιος σκότωσε τον Σον; Θα τη βγάλει καθαρή ο Μπέγκμπι στην αναμέτρηση με το παρελθόν; Θα διατηρήσει ανέπαφο το νέο οικογενειακό του κάδρο; Θα τον ρουφήξει ο παλιός κακός εαυτός του; Ο Γουέλς, είναι σημεία που, παίζει τόσο αριστοτεχνικά με την αγωνία που θες να πηδήσεις παραγράφους για να δεις, όχι αν θα σκοτώσει ή θα σκοτωθεί αλλά, αν… θα σπάσει την αποχή από το αλκοόλ.
25 χρόνια μετά, ένα είναι το μόνο σίγουρο. Δε θα ξεπεράσει ποτέ το Trainspotting. Νομίζω ότι πια δεν το’χει –αν το ‘χε ποτέ- και βάρος. Είναι μάλλον δύσκολο να συλλάβει ξανά κάτι ευρηματικό σαν τη Διαφθορά, σκληρά ρομαντικό σαν την ανδρική φιλία του Κόλλα ή επίκαιρο όπως ήταν το Έκστασι το 1996 (μόλις επανακυκλοφόρησε από το ΟΞΥ), όμως επιστρέφοντας στο χρυσωρυχείο του έχει σίγουρα μερικά pageturners ακόμα να δώσει. Άραγε, ο Ρέντον θα του τη φέρει και τρίτη φορά του Φράνκο;