300: Η Άνοδος της Αυτοκρατορίας *****

ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Νόαμ Μούρο

Πρωταγωνιστούν: Σάλιβαν Στέιπλτον, Εύα Γκριν, Λένα Χίντι

Διάρκεια: 102’

Οι 300, 8 χρόνια μετά την πρώτη προβολή τους, τον έκαναν κι επίσημα τον κύκλο τους. Ειδώθηκαν, εντυπωσίασαν, δίχασαν, παρωδήθηκαν, έγιναν σημείο αναφοράς του κινηματογράφου δράσης του 21ου αιώνα και σημείο της ποπ κουλτούρας. Η όποια επιφύλαξη, οπότε, σε σχέση με την κυκλοφορία ενός σίκουελ το 2014, δικαιολογημένα αντιμετωπίζεται ως ύποπτη από ορισμένους. Το οικονομικό κέρδος που θα αποφέρει ένα τέτοιο σίκουελ, ακόμα και αν βγει μάπα το καρπούζι, είναι κερδισμένο από τα αποδυτήρια, δε χωράει αμφιβολία, οπότε τα στοιχήματα της συνείδησης πριν την είσοδο στο γήπεδο είναι πονταρισμένα κατά της ταινίας. Θες και το τρέιλερ που προϊδεάζει περί ξαναζεσταμένου φαγητού; Δεν τραβάει και πολύ, πρέπει να το δούμε για να κρίνουμε, ίσως συμβεί κάποιο θαύμα και βγει αξιοπρεπές.

Το 300: Η Άνοδος Της Αυτοκρατορίας, βασισμένο στο κόμικ του Φρανκ Μίλλερ Xerxes, αφηγείται την ιστορία της δεύτερης περσικής εκστρατείας, αυτή τη φορά από τη σκοπιά του Θεμιστοκλή. Ξεκινάει από τη μάχη του Μαραθώνα για να δείξει τη μετατροπή του Ξέρξη σε κατακτητή διψασμένο για εκδίκηση, για να περάσει στην παράλληλη με τη μάχη των Θερμοπυλών Ναυμαχία του Αρτεμισίου και να καταλήξει στη συντριβή των Περσών στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δρα ως prequel, παράλληλη πλοκή και sequel της πρώτης ταινίας. Το αντίπαλο δέος του Θεμιστοκλή, η Αρτεμισία (που στην ταινία παρουσιάζεται ως ναύαρχος και δεξί χέρι του Ξέρξη και όχι ως βασίλισσα της Αλικαρνασσού), επιθυμεί την υποδούλωση της Ελλάδας. Ο Θεμιστοκλής προσπαθεί να ενώσει την Ελλάδα και ζητά τη συνδρομή της Σπάρτης, η οποία αρνείται να συνεργαστεί. Πως θα νικηθεί ο κατακτητής;

Αν και στα χαρτιά αυτή τη φορά ο Ζακ Σνάιντερ συμμετείχε μόνο στο σενάριο και όχι στη σκηνοθεσία, είναι αδύνατο να μην είχε κάποια ανάμιξη και σε σκηνοθετικό επίπεδο. Η μανιέρα της αργής κινήσεως, τα εντυπωσιακά σκηνικά, η χορογραφία των μαχών και το γενικότερο στυλ φέρουν επακριβώς τα ίδια στοιχεία με την προηγούμενη ταινία. Αν τελικά δεν είχε καμία ανάμειξη τότε ο Νόαμ Μούρο πρέπει να κριθεί ή ως το επόμενο μεγάλο όνομα σε αυτό το στυλ σκηνοθεσίας ή ο αξιότερος μαθητής του Σνάιντερ.

Καμία διαφορά, στυλιστική ή ποιοτική, δεν υφίσταται σε σχέση με το έπος του Σνάιντερ, καθιστώντας την καταρχήν εμφανισιακά ισάξια της πρώτης. Ο blockbuster ρυθμός, η υπερβολή, η ρομαντικοποίηση της ίδιας της μάχης, τα περισσότερα κωμικά στοιχεία (ηθελημένα ή αθέλητα δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο, μα απ’ ότι φαίνεται μάλλον εις γνώσην των δημιουργών φαίνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο) και τα -καλά ή κακά, δική σας απόφαση- πιθηκίστικα τεχνάσματα πώρωσης κάνουν αυτό το σίκουελ να έχει μια αξιοπρεπή υπόσταση.

Στα μεγάλα συν, η παρουσία της Εύα Γκριν. Η ίδια έχει δηλώσει στο παρελθόν πως ακόμα και όταν σπούδαζε ηθοποιία επέλεγε τους ρόλους της «κακιάς», εφ’ όσον την ενδιέφεραν πολύ περισσότερο. Έτσι εδώ, φαίνεται να απολαμβάνει την κάθε στιγμή, όντας δυναμική, αμείλικτη μα και σεξουαλική, μια γνήσια θηλυκή μα υπολογίσιμη villain. Στα σίγουρα αρνητικά του συγκαταλέγεται η παρουσία πολλών ψηφιακών στοιχείων, τα οποία φαίνονται ψεύτικα, όπως και η πέρα για πέρα παράταιρη χρήση του κιτς remix του War Pigs των Sabbath ως κεντρικό τραγούδι. Από ‘κει και πέρα, σε θέμα δράσης, ηρωικότητας, φαντεζί στησίματος και διαμελισμών, φάτε μάτια ψάρια. Ακριβώς το υπόδειγμα για να εκπροσωπήσει το πώς γίνεται μια μπρουτάλ επική ταινία.

Τέλος, όσον αφορά στο ιδεολογικό υπόβαθρο και τη φασίζουσα λογική της ταινίας, δύο πράγματα: πρώτον, ελάτε τώρα, ξέρουμε ότι ο Φρανκ Μίλλερ την έχει αυτή τη λογική καιρό τώρα. Άνθρωπος που έκανε κόμικ με τίτλο Holy Terror και προωθεί την αντι-ισλαμική προπαγάνδα είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί έστω και στο ελάχιστο ανεκτικός ή θετικιστής; Μάλλον όχι, παραβλέψτε το και αν τσινάτε μην μπείτε, ξέρετε τι πρόκειται να δείτε. Δεύτερον, και είμαι επιφυλακτικός, καθώς εισιτήρια θα κόψει το δίχως άλλο: ως mainstream ταινία αφορά σε μεγαλύτερα πλήθη και δεν είμαι σίγουρος κατά πόσον ορισμένοι θα φύγουν ανεπηρέαστοι από τις αίθουσες. Θέλω να πιστεύω πως ο μέσος θεατής μπορεί πλέον να διαχωρίσει τη διασκέδαση από την πλύση εγκεφάλου και όχι να τα κουβαριάσει. Μα το ανιστόρητο σενάριο και οι βροντεροί λόγοι που χτυπούν στο συναίσθημα, που επιφανειακά λειτουργούν ως πατήματα για το χτίσιμο μιας μεγαλεπήβολης ταινίας, δρουν πραγματικά έτσι ώστε να μας ενδιαφέρει αποκλειστικά το ξύλο και δεν πασάρεται υπογείως μια μισανθρωπία (στην Αμερική θα έχουν, άραγε, ίδια προβλήματα στην αντιμετώπιση ή είναι ξεκάθαρα εγχώριο προϊόν;); Συμπερασματικά, μπορείτε να αφεθείτε στη στυλιζαρισμένη δράση και να αγνοήσετε όλα τα παραφερνάλια; Αν ναι, αυτό που μένει είναι καθαρή διασκέδαση και τίποτα παραπάνω, μια συνεχής έκρηξη αδρεναλίνης. Αναμφίβολα, όμως, το ρίσκο της το έχει και τις αντιπαραθέσεις της τις προκαλεί.

Εν τέλει αξίζει τον κόπο της προβολής, όχι λόγω νοσταλγικής αξίας, μα επειδή είναι ακριβώς αυτό που είναι: το ευπαρουσίαστο μεγαλείο της υπερβολής. Σίγουρα μια από τις διασκεδαστικότερες ταινίες «σανδαλιών» που έχουν υπάρξει τα τελευταία χρόνια και, προς το παρόν, παίζει μπάλα μόνη της φέτος στο συγκεκριμένο τομέα (βέβαια με αντιπάλους όπως το Ηρακλής: Η Αρχή Του Θρύλου, δε θα μπορούσε και αλλιώς). Να μην υπήρχε μόνο το όλο παρασκήνιο σχετικά με την υποβόσκουσα ιδεολογία και δε θα ήταν τόσο «ένοχη» όσο σκέτη απόλαυση.

Στην επόμενη σελίδα: Πέρα Από Τη Λογική

Page: 1 2 3 4

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας