Η Ιωάννα Παππά είναι η Μαρία Πολυδούρη στην ερμηνεία της χρονιάς

Η Ιωάννα Παππά έχει ένα παράξενο πρόσωπο με κάτι όμορφα μεγάλα εκφραστικά μάτια. Είναι λίγο σαν καρτούν, αλλά ένα καρτούν περίεργο, βγαλμένο από δράμα. Ξέρεις ότι έχουν δει πολλά αυτά τα μάτια κι ας μην ξέρεις τι ακριβώς έχουν δει. Φέτος, το θεατρικό κουδούνι της χτυπάει στην «Οδό Πολυδούρη», μια παράσταση για τη γνωστή ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη και κείμενο της Ρούλας Γεωργακοπούλου.  Με τον πρώτο, η Ιωάνα βρίσκεται ξανά μετά από 15 χρόνια – είχαν δουλέψει μαζί στο «Μελτεμάκι» του 2000, που ήταν η πρώτη της επαγγελματική παράσταση. «Είμαστε τελείως διαφορετικοί σήμερα» λέει. «Αλλά προς το καλύτερο, πράγμα καθόλου δεδομένο…».

Η Ιωάννα δεν μοιάζει ιδιαίτερα με την Πολυδούρη. Αναδύει κι εκείνη όμως κάτι δυναμικό και εύθραυστο ταυτόχρονα. Είναι κι αυτή μια λιπόσαρκη φιγούρα που φαίνεται να κρύβει κάτι δυνατό από μέσα. Το έργο, όχι ακριβώς βιογραφικό και μάλλον ανατρεπτικό στην αφήγησή του, συμπίπτει με την πρόσφατη κυκλοφορία των Απάντων της ποιήτριας σε φιλολογική επιμέλεια Χριστίνας Ντουνιά, με τίτλο «Τα ποιήματα» (εκδ. Εστία). Στόχος του, να ξεκαθαρίσει ότι η Πολυδούρη δεν είναι μόνο ο Καρυωτάκης, που σημάδεψε βέβαια το έργο και τη ζωή της, αλλά ούτε και η ποιήτρια που έμεινε στην ιστορία απλά και μόνο επειδή τυλίχτηκε με το σελοφάν ενός πρόωρου τέλους. Κι αν κρίνει κανείς από το φοβερά επιτυχημένο άνοιγμα των πρώτων τεσσάρων παραστάσεων, υπάρχουν αρκετοί εκεί έξω που διακρίνουν ένα κενό, μια παρανόηση, μια αδικία στο πώς έχουμε αφομοιώσει αυτήν τη γυναίκα. Και το ενθουσιώδες χειροκρότημα στο τέλος επιβραβεύει μία σπάνια ερμηνεία της ηθοποιού.

Δευτέρα βράδυ, σε μια τσαγερία στο Κολωνάκι, η Ιωάννα κάθεται απέναντί μου και με κοιτάζει με αυτά τα μάτια, περιμένοντας την πρώτη ερώτηση:

Σ’ αρέσει να δίνεις συνεντεύξεις; Το μεγαλύτερό μου άγχος, κάθε φορά, είναι να καταφέρω να περιγράψω το ύφος της παράστασης. Ειδικά όταν πρόκειται για κάτι που είναι αρκετά ειδικό και έχει να κάνει με ένα πρόσωπο ευρέως γνωστό. Μια παράσταση οφείλει πάντα να έχει μια πρόταση και νιώθω την ανάγκη να προετοιμάσω το θεατή, να τον προϊδεάσω.

Ποια είναι λοιπόν η πρόταση στην «Οδό Πολυδούρη»; Σε σχέση με το κείμενο, ο σκοπός είναι να διαχωριστεί το πρόσωπο της Μαρίας Πολυδούρη από την ιστορία της, που έχει συσχετιστεί άμεσα με τον Κώστα Καρυωτάκη. Είναι η αφήγηση της ίδιας της ποιήτριας ενώ βρίσκεται στο τελικό στάδιο της ασθένειάς της μέσα στο νοσοκομείο «Σωτηρία», λίγο πριν πεθάνει. Και υπάρχει βέβαια κι ένας εμπύρετος διάλογος με τα πρόσωπα που έχουν περάσει από τη ζωή της και με τον ίδιο τον εαυτό της, σαν απολογισμός, σα να μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους λίγο πριν το τέλος. Εγώ καλούμαι να αναπαραστήσω και άλλους ανθρώπους και την Πολυδούρη σε διαφορετικές θερμοκρασίες, διαφορετικές συνθήκες και διαφορετικές ίσως ηλικίες.

Είναι ο πρώτος σου μονόλογος. Έχει διαφορά απ’ το να παίζεις με άλλους; Η βασική διαφορά είναι στο θέμα της ενέργειας. Πρέπει να έχεις απόλυτη ενέργεια, γιατί αν δεν έχεις δεν υπάρχει άλλος να αντλήσεις. Δεν μπορείς να κρυφτείς, οπότε απαιτείται διπλάσια ενέργεια – και τριπλάσια μη σου πω.

Μπορεί να αποδειχτεί πιο εύκολος ο μονόλογος; Να πεις «και να ξεχάσω μια φράση δεν πειράζει» ή «έχω τον απόλυτο έλεγχο»…  Εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία του ηθοποιού. Εγώ και μόνη μου που είμαι, είμαι λίγο τελειομανής. Θέλω αποτέλεσμα σε κάθε πρόβα. Αλλά παρ’ όλ’ αυτά μπορώ να δώσω χρόνο στον εαυτό μου. Ξέρεις, στις πρόβες μιας παράστασης, υπάρχουν και μέρες που φαίνονται άχρηστες, αδιάφορες, λιγότερο δημιουργικές. Γίνεται όμως δουλειά χωρίς να έχουμε απόλυτη συνείδηση αυτού που συμβαίνει.

Τι είναι για ‘σένα η Μαρία Πολυδούρη, πέρα από την ποιητική της ιδιότητα; Ένα πρόσωπο απόλυτο. Μπήκε από πολύ νωρίς στη ζωή, με μια αίσθηση απολυτότητας. Είναι ρομαντική, από την άποψη ότι είχε την αίσθηση ενός εξιδανικευμένου κόσμου. Σαν να ήθελε να εκπληρώσει έναν στόχο, να ζήσει όπως εκείνη φανταζόταν τη ζωή. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ ανεξάρτητος, δυναμικός χαρακτήρας, αντισυμβατική… Στη μελέτη που κάναμε στην αρχή, πήραμε στοιχεία από ανθρώπους που τη γνώριζαν και είδαμε ότι ήταν ένα παιδί πολύ ιδιόρρυθμο. Είχε στιγμές απόλυτης σιωπής και μοναξιάς και ξαφνικά ξεσπάσματα ακραίας χαράς. Είχε μεγάλη ανάγκη να ζήσει και ουσιαστικά αυτό στο τέλος την οδήγησε στην αυτοκαταστροφή. Γνωρίζοντας τον Καρυωτάκη, εγώ πιστεύω ότι της έγινε μια αποκάλυψη -αυτή είναι δική μου ερμηνεία- μια αποκάλυψη ενός τρόπου ζωής που επιθυμούσε πολύ δυνατά. Και ακριβώς επειδή αυτός ο τρόπος ζωής δεν μπορούσε να υπάρξει, ακυρώθηκε ο λόγος της ύπαρξής της.

To κείμενο της παράστασης πώς θα το χαρακτήριζες; Κοίτα, είναι πολύ χαρακτηριστική η γραφή της Ρούλας (σ.σ. Γεωργακοπούλου). Είναι ένα κείμενο που εμείς το λάβαμε πολύ υπ’ όψην μας – άλλωστε δεν μπορείς να κάνεις κάτι διαφορετικό σε ένα μονόλογο. Κι επειδή μιλάμε για ένα πρόσωπο του Λόγου, ακριβώς επειδή και η Ρούλα είναι πρόσωπο του Λόγου, με πολύ έντονο ύφος γραφής, έπρεπε να δημιουργήσουμε έναν παράλληλο κόσμο με το κείμενο και να βγει ένα αποτέλεσμα που να είναι θέατρο.  Όσο δουλεύαμε, ανακαλύπταμε ότι το κείμενο έχει πολλές αρετές, μιλάει επί της ουσίας για την ιδιοσυγκρασία της ποιήτριας. Επίσης έχει αρκετά προσωπικά στοιχεία της συγγραφέως και προσθέσαμε δικά μας κι εμείς – και εγώ υποκριτικά και ο Θοδωρής ο Γκώνης σκηνοθετικά και η Ελένη Στρούλια με τη φοβερή συμβολή της στη σκηνογραφία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:

Για να σου κάνω λίγο τον αντίλογο: Το να κλειστεί κάποιος σε μια αίθουσα  και να δει μια γυναίκα στο νοσοκομείο στα τελευταία της, δεν είναι λίγο «μαζοχιστικό»; Η παράστασή μας δεν έχει την πρόθεση να είναι ψυχοπλακωτική. Φυσικά, υπάρχουν τομές μέσα στην αφήγηση που εστιάζουν στο δράμα της ιστορίας, αλλά υπάρχει και το κωμικό στοιχείο, τόσο στο κείμενο όσο και στη σκηνοθεσία – ένα μαύρο χιούμορ, μια ειρωνεία. Η προσέγγισή μας δεν είναι η προφανής, δεν είναι η αναμενόμενη. Και αυτό φυσικά δεν ξέρουμε τι θα φέρει… Νομίζω πως η παράσταση θα δημιουργήσει φανατικούς υποστηρικτές και ορκισμένους εχθρούς – μια τέτοια κατάσταση. (σ.σ. η συνέντευξη δόθηκε λίγο πριν από την έναρξη των παραστάσεων τις οποίες τελικά  είδαν πάνω από 3000 θεατές)

Ταυτίστηκες με την Πολυδούρη διαβάζοντας πράγματα γι’ αυτήν; Ή ένιωσες περισσότερο πως είστε διαφορετικές; Ενθουσιάστηκα όταν διάβασα πως ήταν αντισυμβατική. Ένα ζωντανό πλάσμα γεμάτο ζωή, που μπορούσε να ερωτευτεί απόλυτα, που διεκδικούσε τις επιθυμίες της χωρίς ντροπή και αναστολές. Κι έτσι κατάλαβα και γιατί υπήρχε ένας τόσο απόλυτος τρόπος γραφής στα ποιήματά της σε σχέση με το τι αισθανόταν. Στα ποιήματά της είναι πολύ διακριτά τα πράγματα που την έχουν εμπνεύσει, ο θάνατος και ο έρωτας.

Η Πολυδούρη θα είχε Facebook, αλλά θα έκανε posts με έναν πολύ δικό της τρόπο. Ακόμα κι εκεί μπορείς να έχεις το προσωπικό σου στίγμα.

Στα ημερολόγιά της αναφέρεται η λέξη «φεμινισμός», μια λέξη που σίγουρα δεν άκουγες κάθε μέρα στην Ελλάδα του 1920. Ήταν μπροστά από την εποχή της; Ναι. Η μητέρα της ήταν ήδη υπέρ του κινήματος, ο πατέρας ένας πολύ καλλιεργημένος φιλόλογος που παρότρυνε τις κόρες του να ασχοληθούν με τα γυναικεία ζητήματα. Και η ίδια η Πολυδούρη έλεγε ότι μπήκε στη Νομική για να γίνει δικηγόρος και να υπερασπιστεί όλες τις αδικημένες γυναίκες του κόσμου. Επίσης, το ότι αποφάσισε να παραμερίσει εντελώς τον εγωισμό της για έναν άντρα όντας ένας άνθρωπος που πίστευε πολύ στη γυναίκα, είναι πολύ σημαντικό και γοητευτικό.

Αν ζούσε σήμερα και ήταν μια κοπέλα εκεί γύρω στα 27, 28, πώς θα τη φανταζόσουν;  Ε, νομίζω θα ήταν ένας άνθρωπος της εποχής. Θα είχε δραστηριότητα με τα πολιτικά… Θα ήταν καλλιτέχνης με την έννοια την απόλυτη…

Facebook θα είχε; Ναι, αλλά θα έκανε posts με έναν πολύ δικό της τρόπο. Ακόμα κι εκεί μπορείς να έχεις το προσωπικό σου στίγμα. Κι όταν μπορείς να έχεις τον έλεγχο στη διαχείριση της δημόσιας εικόνας σου, είναι σημαντικό, αν και βέβαια το μήνυμά σου όσο εξαρτάται από τον πομπό, άλλο τόσο εξαρτάται και από τον δέκτη.

Χωρίς τον Καρυωτάκη πώς θα ‘ταν; Εμείς κατά τη διάρκεια των προβών σκεφτήκαμε το εξής: Πες ότι η Πολυδούρη και ο Καρυωτάκης ζούσαν μαζί και είχαν ένα ευτυχισμένο τέλος. Τότε, πολύ πιθανόν να μην είχε γράψει κανένα ποίημα. Άλλωστε είναι γνωστό πως η δυστυχία, ο πόνος, ο θάνατος, γενικά η ματαίωση στη ζωή, προσφέρουν τροφή για το καλλιτεχνικό έργο. Και ειδικά στην περίπτωση της Πολυδούρη, ποίηση και ζωή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα.

Στην επόμενη σελίδα: «Εμπορική δουλειά στον κινηματογράφο εγώ δεν μπορώ να κάνω, γιατί δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία μου. Ούτε και στο θέατρο. Έχω κάνει μόνο στην τηλεόραση – κι αυτό γιατί μια δουλειά στην τηλεόραση δεν μπορεί παρά να είναι εμπορική».

Page: 1 2

Βύρων Κριτζάς