Categories: FeaturedΘΕΑΤΡΟ

Είδαμε το δηκτικό κι επώδυνο Πισίνα (Νερό;)

Υπάρχει μια σκηνή στο Εξ Επαφής, το θεατρικό του Patrick Marber που απαθανάτισε κινηματογραφικά ο Mike Nichols, όπου ο χαρακτήρας της Alice ξεμπροστιάζει με μια ατάκα όλη την απάτη των φωτογράφων των γκαλερί και της ηθικά διφορούμενης τέχνης τους: «Είναι ένα ψέμα» λέει, αναφερόμενη στα πορτρέτα γέρων, επαιτών, ταλαίπωρων παιδιών και κουρασμένων γυναικών που κοσμούν υπέροχα, ασπρόμαυρα, τεράστια και γυαλιστερά τους τοίχους. «Είναι ένα μάτσο δυστυχισμένοι ξένοι όμορφα φωτογραφημένοι, κι όλοι αυτοί οι αστραφτεροί κρετίνοι που εκτιμούν την τέχνη, λένε ότι όλο αυτό είναι πανέμορφο, γιατί αυτό θέλουν να δουν. Αλλά οι άνθρωποι στις φωτογραφίες είναι λυπημένοι και μόνοι. Οι φωτογραφίες, όμως, κάνουν τον κόσμο να φαίνεται όμορφος, κι έτσι η έκθεση είναι καθησυχαστική, πράγμα που την κάνει ένα ψέμα. Κι όλοι αγαπούν ένα μεγάλο, χοντρό ψέμα».

Στη φωτογραφία της γριας ζητιάνας, που επαιτεί κραδαίνοντας το μεγάλο χάρτινο ποτήρι της Coca Cola, ποιος είναι περισσότερο ένοχος ηθικά; Το μεγάλο πολυεθνικό κονγκλομεράτο που με τις μονοπωλειακές τακτικές και τις εξοντωτικές εργασιακές του πρακτικές διαιωνίζει την απόσχιση της χαμηλής οικονομικής τάξης απ’ την υψηλή, η ταλαίπωρη εκπρόσωπος της βιομηχανίας της επαιτείας που χρησιμοποιεί το σύμβολο του φυσικού ταξικού της θύτη για να εκβιάσει συναισθηματικά το μεροκάματό της, ή ο φωτογράφος που εκμεταλλεύεται το οπτικό οξύμωρο για να βάλει τη δουλειά του στο ετήσιο λεύκωμα του Reuters; Στη φωτογραφία του δολοφόνου από την Αϊτή, που κοιτά με απόγνωση το φακό ενώ το κεφάλι του απειλεί να συνθλίψει μια μπότα απ’ τις χιλιάδες των ανθρώπων που προσπάθησαν να τον λιντσάρουν, ο φωτογράφος είναι λιγότερο, ή περισσότερο φορέας της παγκόσμιας απάθειας, απ’ τον φιλότεχνο που θα γυρίσει σελίδα μ’ ένα απαλό αποδοκιμαστικό πλατάγισμα της γλώσσας για το τι γίνεται στον κόσμο;

Κι επί του προκειμένου, όταν στο Πισίνα (Νερό;) ένας καλλιτέχνης πεθαίνει από AIDS, η φίλη και συνάδελφος που εκθέτει τις ματωμένες γάζες, τους βρώμικους καθετήρες και τα χρησιμοποιημένα προφυλακτικά του, βγάζοντας εκατομμύρια απ’ τους συλλέκτες που δίνουν το πορτοφόλι τους ολόκληρο για να κρεμάσουν στο σαλόνι τους ένα δείγμα avant garde τέχνης, η γυναίκα αυτή είναι μια καλλιτέχνις που βοηθά να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο απέναντι σε μια επώδυνη, βασανιστική πραγματικότητα, ή ένα αρπακτικό που επωφελείται απ’ τον πόνο και τη δυστυχία του φίλου της; Και πόσο καλύτερη είναι αυτή, από τους υπόλοιπους φίλους της που θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν το δικό της, σχεδόν θανάσιμο ατύχημα, για παρόμοιους, εξίσου αγαθούς καλλιτεχνικούς σκοπούς; Τόσο, όσο μεγαλύτερες είναι κι οι καταθέσεις της στην τράπεζα, προφανώς. 

Η εμπορευματοποίηση της τέχνης και οι διαβρωτικές της συνέπειες στην ηθική ισορροπία (ή ανισορροπία) των καλλιτεχνών είναι στην καρδιά του αφηγηματικού άξονα του Πισίνα (Νερό;), ενός απ’ τα λιγότερο γνωστά έργα του Mark Ravenhill, που ανελίχθηκε στις κορυφές των εκπροσώπων του βρετανικού in-yer-face-theatre με έργα όπως το Shopping and Fucking και οι Τολμηρές Πολαρόιντ. Με το Πισίνα (Νερό;), ο Ravenhill δοκιμάστηκε στο μονολογικό θέατρο, το οποίο θα πρέπει να είναι πραγματικό μαρτύριο για όποιον αποφασίσει να το ανεβάσει, μια και χωρίς σαφείς οδηγίες για τη δραματουργία και τους ρόλους, το κείμενο παραδίδεται ως ένας αδιάκοπος μονόλογος, μέσα στον οποίο ο εκάστοτε σκηνοθέτης καλείται να εντοπίσει χαρακτήρες, να μοιράσει λόγια και να δημιουργήσει δράση μόνος του. Διεθνώς ανεβασμένο συνήθως ως δουλειά για πέντε ηθοποιούς, στη φετινή εκδοχή του Μιχάλη Παλίλη το έργο μοιράζεται σε τέσσερις ερμηνευτές, οι οποίοι με τη σημαντική συμβολή της Μαρίζας Τσίγκα στη χορογραφία και την κινησιολογία, μετατρέπουν τη γυμνή σκηνή της αίθουσας Open Space του θεάτρου 104 σε ένα κολαστήριο διαψεύσεων, απογοητεύσεων, μοχθηρίας και χαιρεκακίας.

Τέσσερα κορμιά απλωμένα σε μια μοκέτα, να χασκογελάνε και να ίπτανται σα να βρίσκονται στην πισίνα του τίτλου, οι τέσσερις ανώνυμοι χαρακτήρες του έργου μοιάζουν με μικρά παιδιά που χαίρονται την απλότητα στην ομορφιά της ζωής, μην αφήνεις όμως το ξεκίνημα να σε ξεγελά, μια και πολύ σύντομα οι τέσσερις αντιήρωες μετατρέπονται σε ανθρωπόμορφα τέρατα, προϊόντα των συνθηκών τους και των περιστάσεων μέσα στις οποίες είναι αναγκασμένοι να επιβιώσουν. Αποτυχημένοι καλλιτέχνες, σκλαβωμένοι στις ιδεαλιστικές αυταπάτες που τρέφουν για να τούς κρύβουν τη θέα της ανεπάρκειάς τους, οι τέσσερις άνθρωποι που ξεκίνησαν με οράματα και φιλοδοξίες, προσπαθούν να συγκρατήσουν το βάρος της συνειδητοποίησης ότι ούτε τον κόσμο έσωσαν, ούτε διάσημοι, πλούσιοι και αγαπητοί έγιναν στην πορεία. Κι αν κάτι μισεί θανάσιμα η αποτυχία, είναι η επιτυχία δίπλα της.

Η μιζέρια αγαπά την παρέα κοινώς, κι η παράσταση ξεκινά σαν overdose μποεμίλας, απ’ αυτή που μετακόμιζε μαζικά σε διαλυμένα διαμερίσματα, τρώγλες και τρύπες των καλλιτεχνικών συνοικιών των ‘90s, έτοιμη να αλλάξει τον κόσμο με τον αλτρουισμό και την νεοτερικότητά της. Φλερτάροντας έντονα με τη βουλγκαριτέ για να σου ανάψει τα αίματα στην αρχή, το κείμενο ξεπερνά τον εαυτό του λίγο πριν τα μέσα του, όταν σου θυμίζει πώς όλος αυτός ο συρφετός αγαθών σκοπών λύγισε καμιά δεκαετία μετά, απ’ τη συνειδητοποίηση του ότι ο ιδεαλισμός δεν σου ζεσταίνει τόσο το στομάχι όσο ένα καλομαγειρεμένο γεύμα στο ακριβό εστιατόριο της παραπάνω γειτονιάς, κι ότι το καυτό νερό στη ντουζιέρα είναι μάλλον πιο απελευθερωτικό απ’ το τσαλαβούτημα στο βούρκο της μιζέριας των παιδιών του κρακ, και των λοιπόν κοινωφελών σκοπών που καθαρίζουν την ψυχή. Γιατί τι να το κάνεις το ψυχόλουτρο όταν δεν σου ‘χει μείνει ψυχή;

Κατάμαυρο, δηκτικό και μακάβριο, το κείμενο του Ravenhill, σε βυθίζει σε σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής τόσο επώδυνα να τα βλέπεις όσο και να τα αποδέχεσαι, και με τις αποσπασματκές παρλάτες τους να ξεκινούν απ’ τη χαριτωμένη αφέλεια για να ακολουθήσουν ένα υστερικό κρεσέντο προς την αιμοβόρικη ζηλοφθονία, οι τέσσερις ερμηνευτές στην παράσταση του Παλίλη σού σηκώνουν την τρίχα δείχνοντας πώς η φρενίτιδα της ψεύτικης συμπόνοιας δίνει τη θέση της στη φρενήρη χαιρεκακία, σε λιγότερο χρόνο απ’ όσο χρειάζονται για να κατεβάσουν ένα ποτήρι κερασμένη σαμπάνια, στα εγκαίνια της έκθεσης μιας φίλης που θέλουν να κάνουν λωρίδες.

Γιατί οι τοξικοί, άψυχοι φίλοι, είναι σαν τις πισίνες χωρίς νερό. Το βράδυ. Που είσαι μεθυσμένος. Και δυο μέτρα πάνω από τον βατήρα. Και δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί δεν λαμπυρίζει από κάτω σου το φεγγάρι. Και το μόνο πράγμα που ακούς είναι ο ήχος από τα κόκαλά σου να τσακίζουν πάνω στο τσιμέντο. Κι η χαρά τους. Κι η κακία τους. Κι ύστερα τα κλικ από τις φωτογραφικές τους μηχανές. Γιατί “το φως ήταν καλό, κι η σύνθεση υπέροχη”. Ομορφιές, ε;

*Το Πισίνα (Νερό;) του Mark Ravenhill σε μετάφραση Δάφνης Λαρούνη, σκηνοθεσία Μιχάλη Παλίλη και κινησιολογία Μαρίζας Τσίγκα, με τους Αιμιλία Βασιλακάκη, Μάνο Κανναβό, Ντέπυ Πάγκα και Βάσια Πασπάλη παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9μμ στο Θέατρο 104 (Ευμολπίδων 41, Γκάζι, 2103455020)

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης