Η Βραζιλία μέσα απ’ το σινεμά

Μερικές ώρες πριν την επίσημη έναρξη των  Ολυμπιακών Αγώνων του 2016, η χώρα που θα τους φιλοξενήσει έχει ήδη φιλοξενηθεί στα πρωτοσέλιδα και τα front pages του διεθνούς μηντιακού κτήνους σε βαθμό αποχαύνωσης: ως ένα σημείο αυτό θα ήταν βέβαια λογικό και θεμιτό, αν η Βραζιλία πρωταγωνιστούσε στα διεθνή ειδησεογραφικά ραπόρτα μονάχα για όλους τους σωστούς λόγους, όμως τι γίνεται με όλους τους λάθος; Κάτω απ’ τα σενσεσιοναλιστικά headlines φυσικά, κρύβεται μια χώρα με τεράστιες αποκλίσεις, κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές, αλλά κυρίως υπαρξιακές. Κι αυτές τις τελευταίες, αν θέλει κανείς στ’ αλήθεια να τις μυριστεί, μόνο σ’ ένα σημείο της χώρας μπορεί να τις βρει: στην πολιτισμική της παραγωγή.

Καθ’ ότι λοιπόν, η pop κουλτούρα ως γνωστόν, είναι το buffer απ’ το οποίο περνούν όλα τα άγχη, οι αποτυχίες και οι θρίαμβοι των συλλογικών υποσυνείδητων που αποκαλούμε έθνη, αυτές οι λίγες ώρες πριν ξεκινήσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2016, είναι λίγες ώρες που μπορεί να περάσει κανείς, μαθαίνοντας για τη «Χώρα του Μέλλοντος», όπως χαϊδευτικά αποκαλούσαν τη Βραζιλία οι κατά καιρούς κήνσορές της, μέσα απ’ τις 10 σημαντικότερες ταινίες του πρόσφατου παρελθόντος της, όπως τις μαζέψαμε εδώ από κάτω: μια φιλμική κολεξιόν που, στα μάτια ημών των βορειοημισφαιριτών, πολλές φορές φαντάζει ως ένας νέος κόσμος. Um Mundo Novo δηλαδή, που λένε και οι φετινοί Ολυμπιακοί.

Central Station (1998), του Walter Salles – Όταν κανείς σκέφτεται Βραζιλία και σινεμά, αυτή είναι η ταινία που (οφείλει να) έρχεται στο μυαλό: Στον κεντρικό σταθμό του Ρίο ντε Τζανέιρο υπάρχουν ένα εκατομμύριο ιστορίες, κάποιες ιστορίες όμως μιλάνε για ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Η ιστορία που σκαρώνει ο Walter Salles σ’ αυτήν την ως σήμερα αξεπέραστή του πρώτη γνωριμία με το διεθνές κινηματογραφικό κοινό, η ιστορία του μικρού Josue μοιάζει με την ιστορία ολόκληρης της χώρας του. Μια ιστορία ελπίδας, απογοήτευσης, εκμετάλλευσης και εγκατάληψης, που παραμένει μέχρι σήμερα ένα εμβληματικό κεφάλαιο στην έννοια του world cinema. Ενός σινεμά που ξεχειλίζει οικουμενικότητα, παραμένοντας αυστηρά κι αμετακίνητα τοπικό, από έναν σκηνοθέτη που έκτοτε, όσο περισσότερο απομακρύνεται απ’ τον τόπο του, τόσο χάνει τον εαυτό του. Πρεμιέρες σε φεστιβάλ του Sundance και Berlinale, δεκάδες βραβεία και διακρίσεις, με κορυφαία τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Μη Αγγλόφωνης Ταινίας, και αντίστοιχη υποψηφία στα Όσκαρ.


City of God (2002), του Fernando Meirelles – Έσκασε σαν κεραυνός στο διεθνές κινηματογραφικό κύκλωμα, εισάγοντας όχι μονάχα μια αναπολογητικά in your face, ανατριχιαστική εικόνα της αδίστακτης ζωής στις φαβέλες των προαστίων του Ρίο, αλλά και μια εντελώς απροσδόκητη, ηλεκτρισμένη κινηματογραφική γλώσσα, που εξαπλώθηκε σαν επιδημία στη φιλμογραφία του Βορείου Ημισφαιρίου, λειτουργώντας ουσιαστικά ως προπομπός του γεμάτου νεύρο και ένταση κινηματογραφικού στιλ που έκανε πατέντα ο Peter Greenaway στο franchise του Jason Bourne, πριν ο Christopher Nolan το οικειοποιηθεί για να γειώσει τη δράση του Batman Begins και να εισαγάγει την όλη νοοτροπία του ρεαλιστικού υπερ-ηρωισμού. Στο breakout hit του, ο Fernando Meirelles παρουσιάστηκε στο παγκόσμιο κοινό ως η πιο ενδιαφέρουσα, δυναμική κινηματογραφική φωνή της Λατινικής Αμερικής, μαζεύοντας πάνω από 300 εκατομύρια θεατές στη χώρα του, προβολές σε κορυφαία φεστιβάλ του κόσμο (Κάνες, Τορόντο, Ρότερνταμ, Σαν Σεμπαστιάν), 4 υποψηφιότητες για Όσκαρ, και μια διαχρονική θέση στις απανταχού λίστες καλύτερων ταινιών όλων των εποχών.


Carandiru (2003), του Hector Babenco – Ένα χρόνο μετά το χαστούκι στο πρόσωπο που ήταν η Πόλη του Θεού του Meirelles, ο Hector Babenco σέρβιρε μια κοφτή, ζεστή γροθιά στο στομάχι, με τη δική του βουτιά στον σκληρό ρεαλισμό. Βασισμένος στο βιβλίο και τις διηγήσεις από τα βιώματα του Dr Drauzio Varella, που υπηρέτησε ως επιδημιολόγος στη φυλακή του Carandiru, τη μεγαλύτερη φυλακή της Λατινικής Αμερικής, ο Babenco μεταφέρει στην οθόνη τις ανατριχιαστικές εικόνες ενός σωφρονιστικού ιδρύματος τόσο απογυμνωμένου από κάθε έννοια ελέγχου κι ανθρωπιάς, που είχε φτάσει σε σημείο να παστώνει δεκάδες κρατούμενους σε κάθε του κελί, και να αφήνει τη διοίκησή του στις διάφορες αντιμαχόμενες σέχτες εγκληματιών που στέγαζε. Οι θάνατοι από μολύνσεις εξαιτίας της διαδεδομένης χρήσης ναρκωτικών, έρχονταν δεύτεροι σε συχνότητα μονάχα χάρη στον απολογισμό των συνεχών αιματηρών συγκρούσεων και εξεγέρσεων, με αποκορύφωμα αυτήν του 1992, που οδήγησε στο θάνατο 111 κρατουμένων, 102 εκ των οποίων χρεώθηκαν στις ειδικές δυνάμεις ασφαλείας που εισέβαλαν στο κτήριο για να το συμμαζέψουν. Το κτήριο κατεδαφίστηκε ένα χρόνο μετά τα γυρίσματα της ταινίας, τα καρέ όμως του Babenco έχουν παραμείνει για να κρατούν όρθια την ανάμνηση του κολαστηρίου –αν και μάλλον δεν είναι αρκετά, όπως αποδεικνύουν οι εικόνες απ’ τους Κορυδαλλούς αυτού του κόσμου, που κάνουν τα flame τους στα απανταχού social media κατά καιρούς.


Elite Squad (2007) και Elite Squad 2 (2010), του Jose Padilha – Σφιχτά, καλοκουρδισμένα, με πλοκή γεμάτη ένταση κι απότομα στριψίματα, τα δυο κατηγορώ του Jose Padihla κατηγορήθηκαν για φασιστικές νοοτροπίες και εξύψωση του βιτζιλαντισμού στα σώματα ασφαλείας, όμως εξακολουθούν να αποτελούν (υπερ)στιλιζαρισμένες κινηματογραφικές αναπαραστάσεις της πραγματικής, βιωμένης ιστορίας του σώματος επιλέκτων της βραζιλιάνικης αστυνομίας, και των πολύ βρώμικων ‘90s μιας χώρας που κάποτε (;) άπλωνε διαφθορά στο ψωμί της για πρωινό. Κάπου ανάμεσα στην ‘90s φαντεζί πρωτοπορία και την ‘80s μπι-μουβιάρικη βιντεοκασετίλα, ο Padihla βρήκε την ιδανική ισορροπία για να σερβίρει ένα εκρηκτικό μείγμα κοινωνικής επίγνωσης και αδρεναλινικής υπερέντασης, που στο πρώτο του κεφάλαιο του χάρισε τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου και στη δεύτερη το βραβείο καλύτερης ταινίας στα κρατικά βραβεία της Βραζιλίας, μαζί με κάτι άλλα τσουβάλια διεθνείς διακρίσεις για συνοδευτικά.


Intermissions (2002), του Joao Moreira Salles – Ως έναν απ’ τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους του 21ου αιώνα είχε χαρακτηρίσει το περιοδικό Esquire τον Luis Inacio Lula da Silva, κι είναι λογικό λοιπόν που αυτό που συνέθεσε ένας απ’ τους καλύτερους ντοκιμαντερίστες της χώρας του -αν όχι της γενιάς του-, ο Joao Moreira Salles, όταν απέκτησε πλήρη κι απόλυτη πρόσβαση στα παρασκήνια της προεδρικής καμπάνιας του Lula το 2002, ήταν ένα συναρπαστικό, ειλικρινές, κι ολότελα εμπνευστικό ψηφιδωτό, του πολιτικού άνδρα πίσω απ’ την πολιτική φιέστα. Οι μικρές ή μεγαλύτερες εκείνες στιγμές, που παρεμβάλλονται των αλεπάλληλων πολιτικών συγκεντρώσεων, δημιουργούν μια καλειδοσκοπική εικόνα όχι μονάχα του ανθρώπου που διαμόρφωσε το πρόσωπο μιας χώρας και μιας εποχής, αλλά και μια ανθρωπογεωγραφία της εποχής και της χώρας του εξίσου.


Neighbouring Sounds (2012), του Kleber Mendonca Filho – Το Recife θα θεωρούνταν επαρχιακή κωμόπολη στη Βραζιλία, μια κι είναι μόλις η έκτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, παραμένει όμως η μεγαλύτερη μητροπολιτική περιοχή στο Βορειοανατολικό τμήμα της Βραζιλίας, η πρωτεύουσα του Northeast ας πούμε, κι ο πληθυσμός των 3,7 εκατομμυρίων κατοίκων είναι παραπάνω από αρκετός, ώστε ο Filho, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός και γέννημα θρέμμα του Recife, να πιάσει τα κάδρα του την ανακούφιση των κατοίκων μιας μεσοαστικής γειτονιάς της πόλης, όταν βλέπουν μια ιδιωτική εταιρεία security να καταφτάνει για να τους χτίσει ένα χρυσό κλουβί, που θα κρατήσει μακριά τις σκιές του φόβου, της αγωνίας και της ανασφάλειας για τη βία τόσο του παρόντος και του μέλλοντος, όσο και του παρελθόντος τους. Πάνω από 120 βραβεία με συμμετοχές σε φεστιβάλ όπως αυτά του Ρότερνταμ, των Κανών (Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών) και της Νέας Υόρκης.


Black God White Devil (1964), του Glauber Rocha – Βιβλικό western με συμβολισμούς αρκετούς να γεμίσουν ολόκληρο έπος, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία ενός σκηνοθέτη που θα γινόταν έμβλημα της κινηματογραφικής αναγέννησης της Βραζιλίας, το Black God White Devil είναι ένα λυτρωτικό αντίδοτο στη μοιρολατρία μιας χώρας που, ακριβώς εκείνη τη χρονιά, έμπαινε με στρατιωτικά εμβατήρια και μιλιταριστικούς παιάνες, σε μια από τις πιο άγριες περιδινήσεις της συλλογικής της ιστορίας. Στα ξεκινήματα της στρατιωτικής δικτατορίας που παρήγγειλαν στις ένοπλες δυνάμεις της Βραζιλίας, υποκίνησαν πολιτικά και υποστήριξαν οικονομικά οι ΗΠΑ, ο Rocha σκηνοθέτησε έναν αλληγορικό ύμνο στον αυτοπροσδιορισμό, την ατομικότητα κόντρα στους ψευδείς προφήτες και την κούρσα της επιβίωσης από τους απανταχού πιστολέρο-εκδικητές του ξενόφερτου νόμου και της στραγγαλιστικής τάξης. Μισόν αιώνα και βάλε μετά, αυτός ο προπομπός του βραζιλιανικού Novo Cinema δεν έχει χάσει δράμι από την βαρύτητα των κηρυγμάτων του.


Bang Bang (1971), του Andrea Tonacci – Στα όρια της γαλλικής Nouvelle Vague και του υπό την επήρεια πειραματισμού, πίσω στην εποχή που το σινεμά της χώρας του ήταν ένα κουλέρ λοκάλ αξιοπερίεργο, ο Andrea Tonacci κατασκεύασε ένα φιλμικό αξιοπερίεργο με αγνωστικό των συνόρων, μιξάροντας με υπερβατική ευρηματικότητα το αμερικανικό φιλμ νουάρ με τον ισπανικό αμπσουρντισμό του Μπουνιουέλ και το ιταλικό exploitation των giallo: Σαν ηδονοβλεπτικοί κατάσκοποι, αόρατοι συνοδηγοί του πρωταγωνιστή απ’ το πίσω κάθισμα του ταξί στο οποίο μας τοποθετεί με το εναρκτήριο καδράρισμά του ο Tonacci, ρουφιόμαστε σ’ ένα τριπάκι που μας περνάει απ’ τη γνωριμία με μια μπάντα παρανόμων, τη συμμετοχή σε μια ληστεία τράπεζας, και τα συνεπακόλουθα επιβεβλημένα πιστολίδια, λίγο σεξ, λίγη φιλοσοφία, λίγη ντόπα και μπόλικη αναρχία, μέχρι να καταλήξουμε σε μια ανιμαλιστική κορύφωση, που κάνει την ταινία περισσότερο από ταινία να μοιάζει μ’ ένα αναπάντεχο εγκεφαλικό τρενάκι του λούνα παρκ.


The Woman of Everyone (1969), του Rogerio Sganzerla – Πίσω στα roaring ‘60s μπορεί το σινεμά της Βραζιλίας να μην το βλέπαμε πολύ οι απ’ έξω, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν κοιτούσαν προς τα έξω οι ίδιοι οι Βραζιλιάνοι, κι άριστη απόδειξη του γεγονότος είναι ετούτο το sexy διαμαντάκι του Sganzerla. Ένα μικρό αριστούργημα του sexploitation της εποχής, το The Woman of Everyone κινείται στην αιχμή της πρόκλησης των ηθών της εποχής, με την ιστορία του για μια γυναίκα που ανακαλύπτει τη σχεδόν μυστικιστική έλξη που ασκούν τα θέλγητρά της στα κατακάθια που την περιβάλλουν. Πρωτοφεμινιστική οργή συνδυασμένη με επιθετική μεταχριστιανική αδιαφορία για την πολιτική ορθότητα της βραζιλιάνικης κοινωνίας, η ταινία του Sganzerla και είναι παιδί της ανατροπής των ‘60s, και δεν το νοιάζει καθόλου που καραφαίνεται.


Runner-ups στη λίστα: το αγαπημένο των διεθνών φεστιβάλ περσινό The Second Mother (2015) της Anna Muylaert, το διαπεραστικά υπαρξιακό Casa Grande (2014) του Fellipe Barbosa, και το περίτεχνα ταξικό οικογενειακό δράμα Alice’s House (2007), του Chico Teixeira.

Τιμητικές αναφορές: η ελεγειακή μεταφορά του συγκλονιστικού Περί Τυφλότητας του Jose Saramago στην ομότιτλη ταινία του 2008, αλλά και την πυκνογραμμένη και μεστή σε αναφορές στην πανταχού παρούσα τυραννία του ιστού της παγκοσμιοποίησης, μεταφορά του Επίμονου Κηπουρού στην ομότιτλη ταινία του 2005, και τα δυο απ’ τον έκτοτε εν υπνώσει Fernando Meirelles.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης