Την είχα δει για πρώτη φορά στο θέατρο το 1997 (ή μήπως το 1998); Βρισκόταν σε περιοδεία με το Master Class, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, κι ένας από τους σταθμούς της τουρνέ ήταν η Κέρκυρα. Όταν της το αναφέρω λέει αυθόρμητα «Από τις πιο αγαπημένες μου παραστάσεις».
Φέτος το καλοκαίρι θα βρίσκεται στην Επίδαυρο, θα ερμηνεύει την Αίθρα στις Ικέτιδες του Ευριπίδη, μια τραγωδία που ελάχιστες φορές έχει παρουσιαστεί στο κοινό. Μου εξηγεί ότι η προσέγγιση του Στάθη Λιβαθινού, που σκηνοθετεί την παράσταση, σέβεται απόλυτα το κείμενο και προσπαθεί να αποδώσει το διαχρονικό του νόημα χωρίς να το «διεστρεβλώνει» όπως τονίζει χαρακτηριστικά.
«Είναι μια λιτή προσέγγιση, το κείμενο από μόνο του είναι τόσο συγκλονιστικό που δεν χρειάζεται καμία υπερβολή».
Από τότε που αποφάσισε να αφοσιωθεί στο θέατρο, γιατί αυτό ήταν που αγάπησε παράφορα στην αρχή, ήξερε ότι έπρεπε να δουλέψει σκληρά.
«Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Αυτό έκανα από την πρώτη στιγμή, αυτό κάνω ακόμη. Είχα πρωί, μεσημέρι γύρισμα για κινηματόγραφο ή τηλεόραση και το βράδυ ήμουν στο θέατρο. Μου άρεσε να περπατάω στην Αθήνα και τα καταστήματα τα θυμάμαι πάντα κλειστά γιατί όλες οι βόλτες μου ήταν και είναι νυχτερινές, μετά το θέατρο αφού κατά τη διάρκεια της ημέρας δούλευα».
Μετά τη σχολή του Κουν βρέθηκε στο Λονδίνο για να συνεχίσει τις σπουδές της στο θέατρο στο London School of Dramatic Art. Της επισημαίνω πώς μου κάνει εντύπωση που δεν παρέμεινε, ο πειθαρχημένος τρόπος σκέψης της και η δέσμευσή της να εργάζεται σκληρά ανεξαρτήτως με το τι καταπιάνεται ταιριάζουν στον αγγλικό τρόπο ζωής.
«Η γλώσσα ήταν μεγάλο εμπόδιο. Στο θέατρο μου έδιναν μόνο ρόλους Ιταλίδων, Ισπανίδων και δεν το ήθελα αυτό. Στον κινηματογράφο ίσως μπορούσα να το παλέψω περισσότερο αλλά τότε είχα μόνο το θέατρο στο μυαλό μου».
Κι έτσι γύρισε στην Αθήνα όπου από τις πρώτες τις θεατρικές συνεργασίες ήταν με την κυρία Κατερίνα και την Έλλη Λαμπέτη.
«Δεν πίστευα ότι βρισκόμουν μαζί τους στη σκηνή. Ένιωθα δέος». Με την Έλλη Λαμπέτη θα γίνουν λίγο αργότερα και φίλες.
Από τα πρώτα της πάντως βήματα η τηλεόραση θα της ανοίξει την αγκαλιά της «Την αγάπησα πολύ την τηλεόραση. Ο λόγος είναι ότι μου φέρθηκε πάντα καλά. Με πλήρωσε πολύ καλά και ό,τι έκανα είχε μεγάλη επιτυχία Όταν ήμουν νέα προσδοκούσα μόνο ρόλους σοβαρού ρεπερτορίου και σνόμπαρα άλλα πράγματα, όπως όλοι οι νέοι, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως τίποτα δεν είναι εύκολο, όλα θέλουν δουλειά».
Από τους Πανθέους και το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται μέχρι φυσικά και την σειρά-σταθμό για την ελληνική ιδιωτική τηλεόραση τη Λάμψη ό,τι έπαιζε είχε μεγάλη ανταπόκριση στον κόσμο και η ίδια αντιμετώπιζε τους ρόλους με σοβαρότητα.
«Αντίθετα στο θέατρο είχα και εμπορικές αποτυχίες. Κι αν με ρωτήσεις τι με στεναχωρούσε περισσότερο μεταξύ μιας καλλιτεχνικής αποτυχίας και μιας εμπορικής θα σου απαντήσω η εμπορική. Στην καλλιτεχνική αποτυχία, θα προβληματιστώ, θα εξετάσω τι έκανα λάθος για να το δουλέψω και να το διορθώσω την επόμενη φορά. Στην εμπορική μπορείς να διαλυθείς, να κάνεις πολύ καιρό να ανακάμψεις ως θεατρικός επιχειρηματίας».
Ομολογεί, πάντως, ότι υπήρξαν θεατρικές δουλειές που πίστεψε πολύ και «δεν πήγαν» και άλλες που δεν πίστεψε και τόσο και είχαν «φοβερή επιτυχία».
Τι της αρέσει πια να κάνει;
«Ανακάλυψα ότι δεν αντέχω τα πολλά ντεσιμπέλ, δεν αντέχω τον θόρυβο, δεν με αφήνει να σκεφτώ. Ναι, θα πάω σε γκαλά, όπως για παράδειγμα σε παρουσιάσεις των προγραμμάτων των τηλεοπτικών καναλιών, γιατί είναι μέρος της δουλειάς μου αλλά προτιμώ τα ήσυχα ταβερνάκια με 2-3 φίλους. Επίσης έχω γίνει πολύ καλή στο να αντέχω την παρέα ανθρώπων που αναγκαστικά θα συναναστραφώ. Δεν γίνομαι αγενής, χαμογελώ όταν μου μιλούν, αλλά στην πραγματικότητα δεν τους ακούω, είμαι αλλού. Από το βαρετούς ανθρώπους, προτιμώ να βαριέμαι μόνη μου».
Έζησε μια γεμάτη ζωή, δίπλα στον σύντροφό της, τον Μάριο Πλωρίτη, γνώρισε τους σημαντικότερους ανθρώπους της τέχνης.
Τον ερχόμενο Δεκέμβριο κλείνουν 13 χρόνια από τον θάνατό του.
«Πιστεύω ότι ζούμε περισσότερες από μία ζωές. Είναι δική μου, προσωπική μου πίστη αυτή. Ξέρω ότι με τον Μάριο είχαμε συναντηθεί και σε άλλες ζωές. Ακόμη και τώρα όταν παίρνω μια σημαντική απόφαση, τον νιώθω να είναι εδώ, ξέρω πότε θα συμφωνούσε μαζί μου, κουνάω μερικές φορές και το κεφάλι καταφατικά σαν να αποφασίζουμε και οι δύο μαζί».