Κάθε μέρα ακολουθώ το ίδιο πρόγραμμα. Σηκώνομαι νωρίς το πρωί και κάνω μακρινούς περιπάτους. Είναι ένα σημείο κοντά στην ιχθυόσκαλα που μαζεύει όλους τους καρδιοπαθείς της πόλης. Φορώντας μαύρα και γκρι μακριά πανωφόρια περπατάμε με γρήγορο ρυθμό προσπερνώντας ο ένας τον άλλον. Αν μας δει κάποιος από την απέναντι πλευρά της παραλίας θα νομίσει ότι είμαστε δροσουλίτες. Σήμερα δεν πήγα για περπάτημα, κάνει πολύ κρύο, λένε ότι στα βουνά έχει χιονίσει. Αισθάνομαι και έναν μικρό πόνο στην πλάτη σαν πιάσιμο μοιάζει. Ίσως φταίει που αναλογίζομαι και τα παλιά.
Αυτή τη φορά είμαι αποφασισμένος θα τα πουλήσω όλα και θα φύγουμε για τη Θεσσαλονίκη. Περιμένω να δω τι θα κάνει το παιδί με τις εξετάσεις. Είμαι σίγουρος ότι φέτος θα περάσει σε κάποια σχολή. Χθες τα βράδυ μου εξομολογήθηκε ότι θέλει να σπουδάσει νομικά. Ας κάνει ότι θέλει δε με νοιάζει, αρκεί να είναι καλά. Τα τελευταία δυο χρόνια ανησύχησα πολύ με τα καμώματα του. Έκανε απουσίες από το σχολείο και δε διάβαζε, είχε κλειστεί στον εαυτό του. Πανικοβλήθηκα, νόμισα ότι είχε έρθει το τέλος του κόσμου. Μια μικρή ατυχία εμείς οι γονείς την κοστολογούμε σαν προσωπική μας αποτυχία. Τόσα χρόνια πατέρας, 18 συνολικά και ακόμα δε ξέρω τι είναι σωστό και τι λάθος. Γενικότερα, δε φημίζομαι για την υπομονή μου, λειτουργώ αντανακλαστικά χωρίς να ελέγχω τα συναισθήματα μου. Μόνο τις κρίσεις στη δουλειά μπορώ να διαχειριστώ, αρχικά σιωπώ και κάνω ένα βήμα πίσω για να κερδίσω χρόνο. Στα προσωπικά μου ζητήματα τα χάνω, στην αρχή τουλάχιστον, γιατί μετά συνθηκολογώ με τις φοβίες μου και αρχίζω και σκέπτομαι λογικά. Ένα πρωί, ακριβώς πριν ένα χρόνο λίγο πριν φύγω για το καθιερωμένο μου περπάτημα άκουσα το παιδί να κλαίει. Μπήκα μες στο δωμάτιο και το έβαλα να καθίσει απέναντι μου, σαν ίσος προς ίσο και του είπα να μην ανησυχεί, ό,τι κι αν γίνει, εγώ είμαι εδώ. Πρώτη φορά είμαι εδώ. Συνήθως προτεραιότητα μου είναι η δουλειά και μετά η οικογένεια μου. Έτσι έκανε και η μάνα μου.
Ήταν σκληρή γυναίκα η μάνα μου, πρωτίστως απέναντι στον εαυτό της, σα να μη πήρε ποτέ της αγάπη, γι’ αυτό και δεν ήξερε να δώσει. Τι να σου κάνει και αυτή η άμοιρη. Μαζί με τον πατέρα μου από το πρωί μέχρι το βράδυ στο μαγαζί πάλευαν για τον βίο τον επιούσιο, και ταυτόχρονα εκείνη γεννοβολούσε παιδία τρία αγόρια στη σειρά, τρία τέρατα. Έτσι άμαθη στην αγάπη και αφοσιωμένη μόνο στη δουλειά μας μεγάλωσε, χωρίς να μας λείψει τίποτα. Και εμείς εγκλωβιστήκαμε στα άγρια ένστικτα μας, που ποτέ δεν ημέρεψαν με τις σοκολάτες και το φαγητό. Τραύματα παιδικά που μεταφέρθηκαν στην ενήλικη ζωή μας. Αμαρτίαι γονέων, άγνοια θα έλεγα εγώ, παιδεύουσι τέκνα. Μεγαλώνοντας, αντιλαμβανόμουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μεταξύ μας, αλλά επίτηδες το αγνοούσα. Οικειοθελώς βυθιζόμουν στις ψευδαισθήσεις μου. Μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι, τι πήγε λάθος. Όταν ακόμα ψάχνεις το γιατί, έχεις μέσα σου μια κρυφή ελπίδα ότι όλα θα γίνουν κανονικά, στην ουσία όμως εθελοτυφλείς. «Ο λύκος μόνο γούνα αλλάζει παιδί μου» έλεγε ο πατέρας μου, που σε όλα αυτά παρέμεινε ένας απλός θεατής. Δε μπορούσε να κάνει και τίποτα άλλο, καθώς έφυγε νωρίς.
Προσπαθήσαμε πολλές φορές να καθίσουμε και οι τρεις μας γύρω από ένα τραπέζι και να φάμε σαν οικογένεια. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους, άλλος για τα λεφτά, άλλος για τα μάτια του κόσμου, και άλλος επειδή είναι ονειροπόλος. Πίστεψα ότι δημιουργώντας τις δικές μας οικογένειες, θα επουλώνονταν κάπως οι πληγές του παρελθόντος. Σε πήρα να με επισκευάσεις και εσύ με ξεχαρβάλωσες, γράφει ο Χριστιανόπουλος, έτσι έκανε και η δική μου οικογένεια στα μέλη της. Ήμασταν όλοι μικρές χίμαιρες που τις έτρεφε ο πόνος της απώλειας και τα κατασκευασμένα πρέπει. Για λίγο καιρό υποκριθήκαμε τα αγαπημένα αδέλφια και για μια στιγμή νόμισα ότι όλα έγιναν όπως πριν. Τίποτα όμως δε θύμιζε το πριν. Το πριν ήταν μια φαντασιακή κατάσταση που είχα πλάσει στο μυαλό μου.
Θυμάμαι τη μάνα μου, μεγάλη πια περισσότερο γερασμένη μέσα της, παρά στο σώμα, να κάθεται σε έναν μπλε καναπέ ανάμεσα στα παιδιά της και στα εγγόνια της έχοντας ένα ελαφρύ μειδίαμα χαραγμένο στο πρόσωπο της, σα μια βασανισμένη Τζοκόντα που όλοι προσπαθούν να μαντέψουν τις σκέψεις της. Η μάνα μου ήθελε να μας βλέπει μαζί, ενωμένους. Πόσο δύσκολο είναι μερικές φορές το μαζί. Μια εικόνα έχει τη δύναμη να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα. Στην οικογένεια μου η έξωθεν καλή μαρτυρία έκρυβε τα βαθιά συμπλέγματα και τους φόβους μας. Μέσα της όμως η μάνα μου ήξερε την αλήθεια, μια μάνα πάντα ξέρει. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ποιό ήταν το λάθος της. Δε μας έμαθε τι είναι αγάπη. Δεν είχε χρόνο για μαθήματα έτρεχε για το μετά, τιμωρώντας όχι εμάς αλλά τον εαυτό της. Τώρα που έχει χρόνο, προσπαθεί για το μαζί, αλλά είναι ήδη αργά, εγώ είχα μάθει να δίνω ασύδοτα επιζητώντας μόνο την αποδοχή. Ο μεσαίος μου αδερφός ήξερε να εξαγοράζει την αγάπη και ο τρίτος, ο μικρότερος αγαπούσε μόνο τον εαυτό του. Έτσι βαδίσαμε στη ζωή μας, ανήμποροι να έρθουμε αντιμέτωποι με τους εαυτούς μας και κουκουλώνοντας τα λάθη των γονιών μας. Σήμερα δε μιλάμε, μόνο ανταλλάσσουμε ψυχρά γεια, που μοιάζουν περισσότερο με αντίο. Τρεις μεγάλοι άνδρες, με λειψά μαλλιά και ρυτίδες στα πρόσωπα τους να συμπεριφέρονται σαν κακομαθημένα σχολιαρόπαιδα. Δεν κρατώ καμιά κακία στα αδέρφια μου, τους έχω συγχωρέσει εδώ και πολύ καιρό, για όλα όσα έκαναν, και για αυτά που θα κάνουν στους δικούς μου όταν εγώ πια θα λείπω. Στην αρχή όμως είχα θυμώσει, αλλά είχα μάθει από νωρίς να πνίγω τον πόνο μου, αυτό το είχε μάθει ο πατέρας μου και στους τρεις μας. Τώρα πια μονάχα όταν συναντιόμαστε τυχαία νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι, να όπως χθες το βράδυ που τους είδα και τους δυο στην είσοδο του πατρικού μας.
Μόνο αν φύγουμε από εδώ θα ηρεμήσω τελείως, θα θεραπευτώ. Θα περιμένω να δώσει το παιδί πανελλήνιες και τον Σεπτέμβρη θα μετακομίσουμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη. Πάντα εκεί ήθελα να ζήσω. Αυτό που χρειάζομαι είναι μια καινούργια αρχή, μακριά από το παρελθόν και ότι το στοιχειώνει. Έπρεπε να γίνουν όλα αυτά, για να μάθω επιτέλους να είμαι σωστός σύζυγος και πατέρας. Ποτέ δεν είναι αργά έστω κι αν έχω περάσει τα πενήντα. Τώρα πια κοιτάζω το παιδί μου, και ευτυχώς δε βλέπω αυτά που θέλω να καταφέρω εγώ, αλλά έναν άνθρωπο ολοκληρωμένο και διαφορετικό από εμένα και ελεύθερο να κάνει αυτό που θέλει. Η γυναίκα μου πάντα παραπονιέται ότι όταν γεννήθηκε το παιδί έφυγε όλη η αγάπη μου από πάνω της και μεταφέρθηκε σε αυτό. Ίσως να έχει δίκιο. Ίσως να αγάπησα τόσο πολύ το παιδί μου επειδή ήξερα ότι θα φύγω νωρίς.
Τελικά το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη δεν έγινε ποτέ. Ο πόνος στην πλάτη αργά το βράδυ έγινε πιο έντονος και έτσι λίγο πριν το ξημέρωμα έφυγα για τη δική μου βόλτα, γεγονός που άφησε τους άλλους απροετοίμαστους. Εγώ όμως ήμουν έτοιμος εδώ και καιρό, είχα ήδη αρχίσει να απολαμβάνω τη ζωή μου. Έβρισκα πολύτιμες τις μικρές χαρές που σου προσφέρουν τα απλά πράγματα, όπως ένας πρωινός περίπατος, το διάβασμα ενός καλού βιβλίου, μια ασπρόμαυρη ταινία στο βίντεο, η συντροφιά της γυναίκας μου και το χαμόγελο του παιδιού μου. Έφυγα νωρίς αλλά χορτασμένος από αγάπη, πήρα και έδωσα πολλή αγάπη. Ήταν λίγο μετά την πρωτοχρονιά του 2000. Ύστερα από τόσα χρόνια ακόμα βλέπεις νωρίς το πρωί τους δροσουλίτες να πηγαινοέρχονται πάνω στην ιχθυόσκαλα.
To βιβλίο “Μπλε” της Ελένης Σταματούκου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Athens Voice