Categories: ΣΙΝΕΜΑFeatured

Το Grand Budapest Hotel είναι (στην ουσία) ένα πολιτικό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσον

Προχθές βράδυ πήγα να δώ το Grand Budapest Hotel και ενώ είχε αρκετό κόσμο στην αίθουσα, ως εκ θαύματος πέτυχα ακριβώς στις μεσαίες θέσεις της προτελευταίας σειράς. Ιδανική θέση για μια αψεγάδιαστη ταινία. Μια ταινία που μετά το Nebraska μου θύμισε για ακόμα μια φορά πως τα παραμύθια δεν πέθαναν, τι σημαίνει ευγένεια, και πως το ήθος έχει άμεση σχέση με το σπιρτόζικο χιούμορ. Μπαίνω όμως κατευθείαν στο στόρι, αφού πρώτα διαβεβαιώσω όσους δεν την έχετε δει πως η μαγεία του Grand Budapest Hotel δεν χαμπαριάζει απο spoilers, κάθε φορά που θα δεις την ταινία θα ανακαλύψεις μια ιδιοφυή λεπτομέρεια που θα σε κάνει κάποια στιγμή στο μέλλον να θες να την ξαναδείςΑ, και η ταινία είναι εμπνευσμένη από τα έργα του Βιεννέζου συγγραφέα Stefan Zweig. Δεν έχω διαβάζει Zweig, έχω όμως δει Anderson και αυτό αρκεί, είναι σαν να διάβασα μια περίληψη των έργων του με τον εντυπωσιακότερο τρόπο. Να ξηγιόμαστε.

Μέσω, λοιπόν, ενός βιβλίου για το Grand Budapest Hotel που έχει γραφτεί από ένα δημοσιογράφο μετά την διαμονή του εκεί και την συνάντηση του με τον γερασμένο πια και θρυλικό “Zero Moustafa” ιδιοκτήτη του παρηκμασμένου ξενοδοχείου, μαθαίνουμε όχι ακριβώς την ίδια την ιστορία του GBH αλλά του άλλου θρύλου και προκατόχου του Zero, “μεσιέ Γουστάβ”. Η ταινία είναι η ιστορία της ζωής του Γουστάβου, ενός φινετσάτου μαέστρου της ξενοδοχειακής φιλοξενίας, διηγημένη από τον Zero που στα νιάτα του ήταν ένας αμούστακος σκουρόχρωμος μετανάστης και μαθητευόμενος θαλαμηπόλος, προστατευόμενος του μεσιέ Γουστάβ. Το αλπικό ξενοδοχείο βρίσκεται σε ένα φανταστικό κρατίδιο, διασταύρωση Γερμανίας, Πολωνίας και Τσεχίας, την “Δημοκρατία της Zubrowka“, μια φανταστική ονομασία εμπνευσμένη από όνομα βότκας. Ο Άντερσον βλέπει την Ευρώπη με το κλασσική αμερικάνικη αντίληψη, της Ευρώπης ως ένα πολιτισμικό θεματικό πάρκο, και σε αυτό βρίσκει τον παράδεισο του για ακόμα μια φορά. Με μια ευτράπελη παιδικότητα σε μια ιστορία που γίνεται γρήγορα περιπέτεια με το ένα συμβάν οδηγεί στο άλλο με έρωτα, ζαχαρωτά, φόνους, μυστήριο, καταδιώξεις, απόδραση από την φυλακή, πόλεμο να έρχεται, φασισμό, όπλα και ώριμες ξανθιές κυρίες, το φιλμ έχει ό,τι χρειάζεται μια κωμικοτραγική ιστορία. Δεν είναι όμως απλά μια κωμικοτραγική ιστορία και θα το εξηγήσω παρακάτω.

Το ξενοδοχείο στην καρδιά της Ευρώπης μαζί με τους μεσιέ Γουστάβ και Ζίρο, ακολουθεί την ιστορία της Ευρώπης μετά τον Ά παγκόσμιο μέχρι την σοβιετική εποχή με τη συμμετρική ματιά του Γουές Άντερσον, το τετραπέρατο χιούμορ του και ένα καστ – πάνθεον γεμάτο από διάσημα ονόματα μέχρι και έναν από τους δίδυμους της οικογένειας Τένενμπαουμ να γίνεται lobby boy. O Willem Dafoe κάνει για ακόμα μια φορά τον κακό, o συμβολαιογράφος Jeff Goldblum μοιάζει απίστευτα με τον Εμπειρίκο και ο Μπίλ Μάρεϊ με μουστάκι αλά Lemmy μοιάζει πάαααρα πολύ με τον Lemmy χωρίς το μαλλί και την κρεατοελιά βεβαίως βεβαίως! Ο Γουές Άντερσον δεν ζητάει απλά από τους ηθοποιούς να ακολουθήσουν το σενάριο και να δώσουν τον καλύτερο τους εαυτό αλλά φτιάχνει μικρούς κόσμους για τον καθένα ξεχωριστά, τους ρίχνει μέσα με μόνο σωσίβιο το ταλέντο τους όπου για να επιβιώσουν με τον καθένα ξεχωριστά και όλοι μαζί βγάζουν αυτό το μοναδικό αποτέλεσμα. Ο Άντερσον ξέρει να διαχειρίζεται τέτοιους mainstream ηθοποιούς με τον δικό του τρόπο και να τους κάνει να μιλάνε όχι μόνο με την ερμηνεία τους αλλά κυρίως με το δικό του πλούσιο οπτικό λεξιλόγιο.

Στην αρχή της ταινίας και όσο πάμε πιο πίσω βλέπουμε το ξενοδοχείο από πρακτικό γκρίζο σοβιετικό οικοδόμημα να μεταμορφώνεται σε ένα jugendstil κομψοτέχνημα -για χάρη πάντα της αφήγησης- και τους χαρακτήρες που διαβάζουν τη τοπική εφημερίδα να βλέπουν τον φασισμό να έρχεται. Μαζί με τον πόλεμο στο κατώφλι τους και μαζί το τέλος του Grand Budapest Hotel, γιατί όπως λέει και ο Zero “με κάθε πόλεμο έρχονται και η πτώση στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις”, κάθε χαρακτήρας πράττει ανάλογα όπως και στην πραγματική ζωή.  Άλλος δηλαδή γίνεται σκατάνθρωπος και ρατσιστής, άλλος παραμένει άνθρωπος με την σωστή, αυθεντική έννοια του όρου και βγάζει στην επιφάνεια τις μεγαλύτερες αρετές του.

Φασισμός και Wes Anderson στην ίδια ταινία; Πάμε καλά; Ναι καλά ακούσατε, όσοι δεν έχετε δει ακόμα την ταινία αλλά και όσοι την έχετε δει θα καταλάβετε καλύτερα τι εννοώ. Το Grand Budapest Hotel είναι ένα στιλιζαρισμένο παραμύθι με πολιτικές προεκτάσεις και χαριτολογώντας θα αποκαλούσα τον Γουές ως Χανς Κρίστιαν Άντερσον. Εκτός από την ιστορία της φιλίας των δύο ανδρών από διαφορετικούς κόσμους και ηλικίες με μόνο κοινό την στέγη του επικού ξενοδοχείου, το GBH είναι ένα παραμύθι εμπνευσμένο από το έργο του Στέφαν Τσβάϊχ, με το έργο του Τσβάϊχ να είναι γεμάτο πολιτικές προεκτάσεις, αφού έζησε την πιο ταραγμένη περίοδο του περασμένου αιώνα. O Zweig, αν δεν τον έχετε ακουστά, ήταν ένας σημαντικός Αυστριακός Εβραίος συγγραφέας του μεσοπολέμου.  Αρνήθηκε να σηκώσει τουφέκι στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, λόγω του ότι ήταν βαθύτατα πασιφιστής και αντιμιλιταριστής και όταν στις αρχές του 1930 είδε το Ναζισμό να εδραιώνεται και το αντιεβραϊκό συναίσθημα να φουντώνει έφυγε πρώτα για την Αγγλία και μετά για την Αμερική, στην αρχή για την Βόρεια και μετά για την Νότια όπου και αυτοκτόνησε μη αντέχοντας άλλο την κατρακύλα που είχε πάρει η ανθρωπότητα λόγω του φασισμού. Ο μεσιέ Γουστάβ είναι “εμπνευσμένος από την προσωπικότητα του Zweig” μετενσαρκωμένος σε ξενοδοχειακό μετρ. Και ο συγγραφέας-δημοσιογράφος που ενσαρκώνει ο Jude Law, είναι στην ουσία ο ίδιος ο Zweig. Δεν το λέω εγώ ο Άντερσον το έχει πεί σε συνεντεύξεις του.

Όπως το 2009 έχει πεί και το ακόλουθο στο New Yorker“Αυτό που σκέφτομαι τελευταία, είναι το πως να βάλω περισσότερο Κώστα Γαβρά στις ταινίες μου και πως να περάσω πολιτικά μηνύματα όμως στο “Dune” του David Lynch, που η πολιτική έχει δημιουργηθεί για την ίδια την ιστορία. Το φανταστικό κομμάτι της ταινίας μπορεί να βαθύνει εάν υπάρχουν στρώσεις πολιτικής που έχεις επινοήσει.”

Στην politically correct Αμερική πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τον Wes Anderson ως ολίγον τι ρατσιστή επειδή στα έργα του οι λευκοί χαρακτήρες του λαχταρούν την αγάπη με ένα πολύ πιο βαθύ τρόπο από τους έγχρωμους χαρακτήρες του, και οι έγχρωμοι χαρακτήρες του πάντα είναι από την εργατική τάξη, υπηρέτες, καμαριέρες, μούτσοι κτλ. Τον έχουν χαρακτηρίσει πως υποδηλώνει κατηγορηματικά μια -white kid- άποψη για το πως βλέπει τον κόσμο ενοχλημένοι από τον τρόπο που ο Άντερσον αναφέρεται στην φυλή και στην καταγωγή των ανθρώπων.

Θα μπορούσε κανείς να πει για τον Ινδό οπερατέρ της “Team Zissou” που παίζει και στο Darjeeling Limited κάνοντας τον υπηρέτη και στο GBH κάνοντας τον θαλαμηπόλο. Για το Bottle Rocket, σε εκείνο το μοτέλ για την καμαριέρα Ines από την Λατινική Αμερική που την ερωτεύεται τρελά ο Luke Wilson ενώ αυτή δεν μιλάει γρι αγγλικά. Για την Margaret Yang στο Rushmore, για τον πιστό Pagoda στο Royal Tenenbaums, τον Mr. Sherman στην ίδια ταινία, τον μαύρο λογιστή που φοράει μόνο παπιγιόν και έρχεται αντιμέτωπος με τα ρατσιστικά πειράγματα του Gene Hackman που τον φωνάζει “Coltrane”. Τον Mr. Littlejeans στο Rushmore, τον Ινδό επιστάτη που μουρμουρίζει κωμικότατα διάφορα ακαταλαβίστικα (ο ίδιος ηθοποιός κάνει το ίδιο και στο Royal Tenenbaums, στο Bottle Rocket και στο Darjeeling Limited).

Του αρέσει πολλές φορές να ντεκοράρει με εικονικά βουβούς χαρακτήρες μεταναστών, π.χ. τον Pelé στο Life Aquatic, ένα βραζιλιάνο που παίζει κιθάρα και τραγουδάει David Bowie στα πορτογαλέζικα, παίζοντας με τα στερεότυπα για να δημιουργήσει αστεία λογοπαίγνια που κάθε άλλο παρά ρατσιστικά είναι. Είναι μικρά σουρεάλ σχόλια στην πολυπολιτισμικότητα της εποχής. Ο Άντερσον αυτό που κάνει είναι να προσπαθεί να δημιουργήσει μια εμπειρία η οποία είναι πολύ απλή και κοινή για όλους μας. Για τους πρωτοκοσμικούς που προσπαθούν να βιώσουν την διαφορετικότητα. Και ευτυχώς ο Άντερσον δεν καταλήγει στον οριενταλισμό, βασικό στοιχείο της ρατσιστικής πολιτισμικής καταπίεσης, όπως τις περισσότερες φορές οι πρωτοκοσμικοί σκηνοθέτες.

Όλοι οι χαρακτήρες αυτοί είναι μετανάστες εργάτες και μέσα στον γλυκοσμιλεμένο κόσμο Άντερσον πάντα καρικατούρες και σπαρταριστικά εξωτικές. Ο Άντερσον μιλάει για τους έγχρωμους εργαζόμενους με τον δικό του τρόπο, τους φέρνει στην οθόνη και τους αντιδιαστέλλει με τα αφεντικά τους κάνοντας τους μερικές φορές αγαπημένους φίλους κάτι που στην πραγματική ζωή γίνεται εξαιρετικά σπάνια. Ο Άντερσον μπορεί να το κάνει αυτό για δείξει πόσο συμπονετικοί και ευαίσθητοι είναι οι βασικοί χαρακτήρες του, όμως η πρόθεση του είναι να δείξει πως η αγάπη και η φιλία των ανθρώπων δεν γνωρίζει χρώμα και τάξη και πως το διαφορετικό είναι κομμάτι του σύγχρονου κόσμου και δεν πρέπει να το φοβάται κανείς. Η αλήθεια είναι βέβαια πως στην αληθινή ζωή τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, αλλά το ανθρωπιστικό δίδαγμα του Άντερσον παραμένει το ζουμί της υπόθεσης. Και στο τέλος, αυτό που μένει είναι οι σχέσεις τον ανθρώπων και οι σχέσεις των ανθρώπων στον κόσμο του Άντερσον είναι γεμάτες από αγάπη χιούμορ και λεπτά συναισθήματα. Όσο και αν μισούν κάποιοι τον Άντερσον για την φαντασία του και την επιτυχία του, το Grand Budapest Hotel είναι μια ταινία εγκώμιο της αφοσίωσης, είτε ερωτικής, είτε φιλικής και ένα διθυραμβικό “για το άλλο, το διαφορετικό” παραμυθάκι από αυτά που λείπουν από το σύγχρονο πανάκριβο σινεμά.

Ο διαφορετικός λοιπόν έγχρωμος μετανάστης ο Zero, ο μηδέν, ο εκμηδενισμένος από τον Γουστάβο από την πρώτη στιγμή που τον συναντά στο ξενοδοχείο λόγω των υψηλών απαιτήσεων του, καταφέρνει να γίνει από θαλαμηπόλος ιδιοκτήτης και μαζί κερδίζει την νεαρή ζαχαροπλάστισα Αγκάθα με την τιμιότητα του και το θάρρος του. Όταν τα χιλιοσκισμένα ταξιδιωτικά έγγραφα του Ζίρο ελέγχονται από τις γουεσαντερσονικές Ναζιστικές ρεπλίκες ZZ, ο προστάτης του μεσιέ Γουστάβ, θαρραλέα τον υπερασπίζεται. Ο Τσβάϊχ γράφει πως πέρασε πολλές πρακτικές δυσκολίες, και ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα από την απώλεια του διαβατηρίου του που όπως γράφει τον έκανε “έναν επικηρυγμένο φυγόδικο, άνθρωπο χωρίς πατρίδα”. Άλλωστε ο Ζίρο όπως και ο Τσβάϊχ ήταν πάντα σε μια ιδιότυπη εξορία για να γλυτώσει από τα κακά του πολέμου. Πως γίνεται να βρεθείς σε τόση φασαρία απλά για ένα χαρτί!

Απο τις καταπληκτικότερες σκηνές σε όλη την ταινία και ίσως σε όλες τις ταινίες του Άντερσον, η επιχείρηση απόδρασης με τις τρείς φάσεις της, την προετοιμασία της απόδρασης μέσα απο το φρούριο, την πραγματοποίηση και τον αποχωρισμό των δραπετών, με αποκορύφωμα το αντάμωμα του μικρού Zero και του φυγόδικου πια Γουστάβου. Εκεί ο μεσιέ Γουστάβ αναζητά άμεσα το αγαπημένο του Air de Panache και ο Zero το έχει αφήσει πίσω επειδή έχουν συμφωνήσει να είναι μεταμφιεσμένοι. Η παρεξήγηση λύνεται με έναν μοναδικό διάλογο που η απλότητα και η μαγεία του Άντερσον σε συνδυασμό με την μεγάλη οθόνη τον καθιστούν σε μια απο τα πιο όμορφες και εύκολα κατανοητές αναλύσεις για το θέμα του σύγχρονου ρατσισμού λόγω των τεράστιων κυμάτων προσφύγων.

Στην σκηνή, ενώ όμως ο μετροσέξουαλ -πολύ-πριν-τους-μετροσέξουαλ- Γουστάβος βρίζει χυδαία και πολύ ρατσιστικά -με τα επιχειρήματα που ακούμε και απο τους εδώ ρατσιστές- τον μικρό Ζίρο που ξέχασε την κολόνια του, μέσα στο παραλήρημα του τον ρωτάει γιατί έφυγε απο την απολίτιστη χώρα του και ήρθε στην πολιτισμένη δημοκρατία της Ζουμπρόουκα. Η απάντηση αφοπλιστική και απλή: Ο Πόλεμος! Έτσι ο Γουστάβος καταλαβαίνει τι ανοησίες έλεγε, ζητάει συγγνώμη και αγκαλιάζει τον μικρό Ζίρο λέγοντας του πως χωρίς αυτόν δεν θα είχε καταφέρει να αποδράσει. Κάπως δηλαδή όπως θα έπρεπε να κάνουν όλοι οι συμπατριώτες μας που τόσα χρόνια χρησιμοποιούσαν την εργατική δύναμη των μεταναστών και τώρα στα δύσκολα θέλουν τους καραφλούς πιθηκάνθρωπους και τον “Ξένιο Δία” να τους λύσει τα προβλήματα. Οι κρατούμενοι για να αποδράσουν χρησιμοποίησαν μικροσκοπικούς γκασμάδες και φτυάρια που τα έβαλαν λαθραία μέσα στη φυλακή μέσα σε γλυκά! Tώρα που το ξανασκέφτομαι αυτό αποτελεί και το πιο πιο γουεσαντερσονικό πράγμα που έχω δει , πεμπτουσία της διαβολικής  και παραδόξως πρακτικής φαντασίας του. Και εξίσου καταπληκτική η σκηνή με την “Society of Crossed keys”. Την μυστική οργάνωση των αρχικονσιέρζ που λειτουργεί άψογα, συνωμοτικά και γρήγορα για να γλιτώσει τους δύο πρωταγωνιστές και να τους φύγαδεύσεις απο τα νύχια των φασιστών που τους κυνηγούν. Έχει βγει και  ένα βιβλίο με το όνομα αυτό.

Ο Άντερσον σε ένα μάστερκλας, όχι κινηματογραφικό αλλά αντιρατσιστικό, χωρίς πολλά-πολλά, λέει ό,τι θα έπρεπε να είναι στην κοινή λογική και κάτι για το οποίο έχει χυθεί άπειρο μελάνι: Ο μικρός μετανάστης εργάτης Ζίρο, που δούλευε πιστά για τον χαϊκλασάτο προϊστάμενο του, στα δύσκολα έρχεται αντιμέτωπος μαζί με το μαινόμενο Γουστάβο που με μια ασήμαντη αφορμή του ρίχνει το φταίξιμο για όλα τα κακά που του έχουν συμβεί. Όμως επειδή είμαστε στον κόσμο του Άντερσον, ένα κόσμο ουτοπικό, ο Γουστάβος λόγω της συνείδησης του και του ήθους του καταλαβαίνει το λάθος του και του εκφράζει την σχεδόν πατρική αγάπη του. Και προς επιβεβαίωση αυτής της αγάπης, αργότερα, στην μόνη ασπρόμαυρη σκηνή της ταινίας ο Γουστάβος με το επιχείρημα “Δεν μπορείτε να τον συλλάβετε επειδή είναι απλά ένας μετανάστης” υπερασπίζεται τον Ζίρο μέσα στο τρένο απέναντι στον αγριεμένο αξιωματικό των ZZ-Death Squads όπου και το πληρώνει με την ίδια του την ζωή. Μια θυσία στο όνομα της αγάπης και της ισότητας. Τι πιο πολιτικό;

Στο “σύμπαν Άντερσον” για ακόμα για ακόμα μια φορά, θριαμβεύει η αγάπη για τον συνάνθρωπο και οι πνευματικές αξίες και ιδιότητες που αναπτύσσονται μέσα σε αυτό το σύμπαν χωρίς πουριτανισμούς αλλά με μια αίσθηση παραμυθιού και εντιμότητας. Η ταινία παραμένει ένα παραμύθι με σαφή πολιτικά μηνύματα στο 100% της ουσίας του, θέλοντας να διδάξει ποιο είναι το καλό και το κακό και να γίνει ένα μάθημα σε όσους το ακούσουν. Το Grand Budapest hotel είναι ένα αριστούργημα ευγένειας και ηθικής που αν η σημερινή κοινωνία είχε την ενάρετη διαγωγή, συμπεριφορά και ευγένεια του μονίμως παρφουμαρισμένου μεσιέ Γουστάβ με το εντυπωσιακό μοβ φράκο τότε θα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα για όλους μας. Και όπως χαρακτηριστικά περιγράφηκε δυο φορές από τον αφηγητή ο ίδιος ο μεσιέ Γουστάβ, θα τολμήσω να το χρησιμοποιήσω για το ίδιο το GBH: “μια αχτίδα πολιτισμού στο βάρβαρο σφαγείο που ξέρουμε ως ανθρωπότητα”. Υποκλινόμαστε για ακόμα μια φορά στον Γουές Άντερσον με την ευγένεια που διδάσκει το Grand Budapest Hotel.

Λουκάς Χαλανδριτσάνος

Share
Published by
Λουκάς Χαλανδριτσάνος