Godzilla ***1/2**
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Gareth Edwards
Πρωταγωνιστούν: Aaron Taylor-Johnson, Ken Watanabe, Elizabeth Olsen
Διάρκεια: 123’
Διανομή: Village
1999: Ένα πυρηνικό (απ’ ότι φαίνεται) ατύχημα στην Ιαπωνία οδηγεί σε μια άνευ προηγουμένου καταστροφή και στην εκκένωση μιας πόλης. 2014: 15 χρόνια αργότερα, τα ίδια φαινόμενα επανεμφανίζονται, φανερώνοντας ότι ένα τέρας που τρέφεται με πυρηνική ενέργεια εκκολάπτεται και σύντομα θα τρομοκρατήσει την πλανήτη. Φροντίζοντας, όμως, για την ισορροπία της, η φύση προνοεί και στέλνει ένα αντίπαλο δέος για να καταπολεμήσει τη νέα απειλή. Το βασιλιά των τεράτων αυτοπροσώπως, τον τιτάνιο Γκοτζίλα. Επιτέλους, μια αμερικάνικη εκδοχή του γνωστού τέρατος που ξεπλένει τη ντροπή της ταινίας του Emmerich.
Ως παιδί σίγουρα κάπου/κάπως γοητεύτηκες από το μεγαλείο των δεινοσαύρων και γενικά των τεράστιων ερπετοειδών κτηνών που σου προκαλούσαν δέος. Αν είσαι και παιδί της γενιάς του 90 έζησες και τον ντόρο του 1998 με την αμερικάνικη αναγέννηση του Γκοτζίλα που σάρωσε τον πλανήτη, για να αποδειχτεί μια από τις μεγαλύτερες καταστροφικές μάπες του κινηματογράφου. Στα 00’s έβαλες ίντερνετ, σίγουρα κάπου πέτυχες την γιγάντια πυρηνική σαύρα να τα κάνει όλα ρημαδιό, είτε ως μόνη απειλή (όπως στο πρωτότυπο του 1954) είτε προσπαθώντας να προστατέψει την ανθρωπότητα (όπως στην πλειοψηφία των μεταγενέστερων ταινιών). Σε κάθε περίπτωση, ξέρεις περί τίνος πρόκειται και πιθανόν να είδες και καμία από τις παλιές ταινίες του franchise της Τόχο που τύγχαναν σχεδόν μηδενικής ελληνικής διανομής.
Η κακή αντιμετώπιση της είδησης μιας ακόμα αμερικάνικης ταινίας με κεντρικό ήρωα το γνωστό τέρας δικαιολογημένα μπορεί να συμβεί. Αν η πρώτη απόπειρα ήταν εκτρωματική, ποιος μας καθησυχάζει ότι η δεύτερη θα ‘χει κάτι το διαφορετικό; Ε, λοιπόν, ο άπειρος στο χώρο των blockbuster Gareth Edwards εμφανίζει συμπτώματα φανμποϊλικιού τύπου Peter Jackson και τρατάρει με τον απόλυτο σεβασμό ένα cult αγαπημένο όνομα, τιγκάροντάς το σε μικρές αναφορές και λεπτομέρειες που τιμούν την εξηκονταετή πορεία του.
Αν έχει δει κανείς παραπάνω από μια από τις παλιές ταινίες του Γκοτζίλα, μπορεί να εντοπίσει το εξής θετικό: ότι ο σκηνοθέτης κρατά μέχρι και τη δομή τους ίδια στο πόνημά του και με Σπιλμπεργκικές (πριν καν ο ίδιος ο Spielberg κάνει κάτι αντίστοιχο στις ταινίες του) παγαποντιές εμφανίζει ελάχιστα το πρωταγωνιστικό τέρας και τις μάχες του, γεμίζοντας την υπόλοιπη ταινία με μια υποπλοκή που αφορά στους ανθρώπους. Μπορεί να πει κανείς ότι είναι αδύναμη, ξεχειλωμένη και καθόλου πειστική, ότι δεν μπορούμε να δεθούμε με τους αγωνιστές ανθρώπους. Για μισό λεπτό, πλην της πρώτης ταινίας, θυμάται κανείς έστω μια ταινία του Γκοτζίλα που η δευτερεύουσα πλοκή να είχε ιδιαίτερο δραματουργικό ενδιαφέρον; Ακόμα και στις κλασικότερες περιπτώσεις, τα καμώματα των ανθρώπων πρωταγωνιστών φαίνονται τουλάχιστον αστεία, μα όταν έρχεται η ώρα κτίρια και φύση να γίνουν λίμπα, τα ξεχνάμε όλα. Έτσι και εδώ, ενδιαφέρουσα μα εν τέλει όχι απόλυτα ικανοποιητική η προσπάθεια να δοθεί κάποιο βάρος στις προσπάθειες επιβίωσης, αλλά εφόσον αυτή είναι η φόρμουλα που έκανε τη σειρά αυτό που είναι, δεν μπορούμε να αποδώσουμε αβάσιμες κατηγορίες.
Γκοτζίλα να παίζει ξύλο με άλλα τέρατα θες; Θα τα έχεις. Όχι για πολύ, μα για την ακριβή δόση που χρειάζεται να υπάρχει μέσα στην ταινία. Και με τι τρόπο, ε; με καλοσχεδιασμένες μάχες που μπορούν να ρίξουν σαγόνια στο πάτωμα με παταγώδη θόρυβο, με ατμόσφαιρα παλαιακή (μα με νέα –και αμερικάνικα- μέσα) και συγκίνηση. Όχι, δεν αστειεύομαι, με τον ίδιο τρόπο που νιώθεις συμπάθεια για έναν τερατόμορφο προστάτη στους «προγόνους» της, έτσι τη δείχνεις και εδώ. Για να μην πω ότι η πρώτη φορά που εμφανίζεται από πάνω μέχρι κάτω, αισθητικά, είναι μάλλον η πιο μεγαλειώδης στιγμή του φετινού εμπορικού κινηματογράφου.
Αν περιμένετε να δείτε ξύλο ανάμεσα σε υπερμεγέθη τέρατα επί δύο ώρες, αυτή η ταινία δεν είναι για εσάς, πιθανον κάτι τέτοιο να ήταν πολύ πιο βαρετό από αυτό που θα δείτε τώρα που το ξανασκέφτομαι. Μα αν γουστάρετε τα προηγούμενα, να περιμένετε ρίγη συγκίνησης και παιδικό ενθουσιασμό, η συγκεκριμένη ταινία θέτει υποψηφιότητα για το καλύτερο blockbuster της χρονιάς. Περιμένουμε και επόμενες ταινίες με το υπόλοιπο τσούρμο να εμφανίζεται, όπως και τη ρεβάνς του Γκοτζίλα με το νούμερο 1 εχθρό του: τον βασιλιά Ghidorah να ολοκληρωθεί ο οργασμός.
Salvo **1/2***
Γαλλία, Ιταλία, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Fabio Grassadonia, Antonio Piazza
Πρωταγωνιστούν: Saleh Bakri, Luigi Lo Cascio, Sara Serraiocco
Διάρκεια: 103’
Διανομή: Filmtrade
Ο Σάλβο, ένας εκτελεστής της σικελιάνικης μαφίας, εισβάλλει στην οικία ενός αντίπαλου της φαμίλιας που εκπροσωπεί και τον σκοτώνει. Στο ίδιο σπίτι, όμως, μένει και η τυφλή αδερφή του θύματος, η Ρίτα, την οποία ο Σάλβο αναγκάζεται να απαγάγει για να μην αφήσει πίσω μάρτυρες. Το σοκ της Ρίτα θα γιατρέψει τα μάτια της και ο Σάλβο, νιώθοντας οίκτο και έλξη για την απαχθείσα κοπέλα, θα βάλει τη ζωή του σε κίνδυνο εφόσον επιχειρεί να την προστατεύσει από το αφεντικό του που τη θέλει νεκρή. Αν και περιέχει μια ενδιαφέρουσα εικαστική πρόταση και αξιόλογες ερμηνείες, η αφιλτράριστη επαναληπτικότητα του ντεμπούτου των δύο σκηνοθετών κουράζει μετά από κάποιο σημείο.
Οι Fabio Grassadonia και Antonio Piazza με το ντεμπούτο τους προσπαθούν να δείξουν στο κοινό την πραγματικότητα του υποκόσμου της Σικελίας. Εμπνέονται από τα φιλμ νουάρ του ’30, με τους σκληροτράχηλους μαφιόζους και προσπαθούν να τα μεταφέρουν στο σήμερα, απογυμνώνοντας το σενάριο από τη λεκτική φλυαρία και αντικαθιστώντας την με μακρόσυρτα πλάνα.
Τον κύριο λόγο στο Salvo έχει η χρήση του χώρου. Σε ένα πείραμα σχεδόν εξπρεσιονιστικών προτύπων, οι ηθοποιοί δε φαίνονται σαν να δρουν απλώς στο χώρο, μα να συνυπάρχουν με αυτόν ως συμπληρωματικά στοιχεία. Η σκηνογραφία, οι φωτισμοί, τα χρώματα αποδίδουν ευθέως την εσωτερική πραγματικότητα των ηρώων την κάθε στιγμή, συμπληρώνοντας τις σιωπές τους και χτίζοντας ένα αργόσυρτο και σιωπηλό στυλ που, σε πρώτη επαφή, φαίνεται ελκυστικό.
Μα όσο κυλά η ταινία και γίνεται αντιληπτή η αίσθηση ενός στοιχειώδους ρυθμού που μπορεί να κρατήσει την αγωνία σε υψηλά επίπεδα, όπως και η στυλιστική μανιέρα που, δεδομένου και του ελλειπτικού σεναρίου, ρέπει προς τον φορμαλισμό, γίνεται κατανοητό πως το πείραμα που επιχειρούν οι δύο σκηνοθέτες δε στέφεται με επιτυχία. Η μεγάλη της διάρκεια, επιπλέον, δείχνει πως μάλλον στο δωμάτιο του μοντάζ δεν έγινε αρκετή δουλειά προκειμένου να πεταχτούν τα μη αναγκαία και να μείνουν τα απαραίτητα που μπορεί και να εξυψώσουν μια καλή ιδέα. Το αποτέλεσμα, αν και φιλότιμο και ευφάνταστο (μην ξεχνάμε πως μιλάμε για ντεμπούτο) φαίνεται πως θα μπορούσε να επεκταθεί σε κάτι πιο ευφράδες και όχι απλώς πληθωρικό αν η αισθητική δεν ήταν το μόνο πράγμα που τη στηρίζει. Μπορεί και η πρωταγωνίστρια που υποδύεται την αόμματη Ρίτα να δείχνει στιγμές ερμηνευτικής δεινότητας, μα η τελική πλήξη είναι αυτή που επιμένει να επανέρχεται.
Αν ήταν πιο σύντομο και ελάχιστα πιο ομιλητικό (δεν έχουν όλοι το χάρισμα του Bela Tarr να μελοποιούν άψογα τη σιωπή) θα ήταν σίγουρα πιο συμπαθές. Στο μέλλον μπορούμε να περιμένουμε μεγαλύτερα πράγματα από τους δύο φερέλπιδες σκηνοθέτες, αρκεί να βρουν τη σωστή μέση οδό μεταξύ του τι θέλουν να δείξουν και τι να πουν.