Categories: ΣΙΝΕΜΑ

“Glass” ή αλλιώς όλος ο Σιάμαλαν σε 2 ώρες

Αν ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν συμμετείχε στο viral με ένα κινηματογραφικό #10yearchallenge, οι αναμνήσεις του δε θα ήταν και πολύ ευχάριστες. Πριν 10 χρόνια, ο δημιουργός που είχε φτάσει να θεωρείται μέχρι και ο νέος Σπίλμπεργκ μετά την ασύλληπτη αποκάλυψη (και με τις δύο σημασίες) της Έκτης Αίσθησης το 1999 και τις επακόλουθες επιτυχίες Άφθαρτος και Οιωνός, βρισκόταν σε έναν καλλιτεχνικό κι εμπορικό βάλτο μετά τα ολέθρια Lady In The Water (οι κακοί είναι οι κριτικοί!) και Το Συμβάν (οι κακοί είναι τα… δέντρα;!) που παραλίγο να τον εξαφανίσουν από τον χολιγουντιανό χάρτη. Βεβαίως ο αρχιτέκτονας της σεναριακής ανατροπής κατάφερε να ανατρέψει τις δυσοίωνες προβλέψεις με την πορεία της καριέρας του την τελευταία 5ετία, η οποία τον βρήκε σε ανάκαμψη, αρχικά με το The Visit και στη συνέχεια με το surprise hit Διχασμένος.

Στην τελευταία του ταινία, ο Σιάμαλαν είχε την πρώτη του αληθινά ενδιαφέρουσα ιδέα εδώ και πολλά χρόνια, με τον Τζέιμς Μακ Αβόι να υποδύεται έναν ψυχικά διαταραγμένο απαγωγέα κοριτσιών με 27 πολλαπλές προσωπικότητες οι οποίες βγαίνουν ανά πάσα στιγμή στην επιφάνεια, και υποκινούνται από την ισχυρότερη όλων, το Κτήνος. Το έξυπνο αυτό εύρημα συμπλήρωσε η συναρπαστική, αν και παράλογη, ανατροπή των τελευταίων λεπτών, που με την εμφάνιση του Μπρους Γουίλις σε ένα ρόλο από τα παλιά (δυστυχώς όχι του φαντάσματος), τοποθέτησε τον Διχασμένο στο σύμπαν του Άφθαρτου και έκανε την ταινία talking point στο Ίντερνετ κι εξαιρετικά κερδοφόρα στα ταμεία. Οι απόψεις διίστανται για το αν αυτή η κίνηση αποτελούσε masterplan του Σιάμαλαν όλα αυτά τα χρόνια ή ήταν μια απελπισμένη προσθήκη της τελευταίας στιγμής για να δώσει επιπλέον αξία στην ταινία. Εμείς δεν ξέρουμε την αλήθεια, θεωρούμε ότι ο Διχασμένος θα ήταν μια χαρά ταινία και χωρίς αυτή τη σύνδεση, αλλά δεν είμαστε ο δημιουργός της, ο οποίος επιθυμεί να κάνει ένα διαφορετικό ταξίδι…

Το ταξίδι αυτό ολοκληρώνεται με το Glass, σίκουελ και του Διχασμένου (περισσότερο) και του Άφθαρτου, που ξεκινά σχεδόν αμέσως μετά τα γεγονότα της ταινίας που προηγήθηκε και τον Ντέιβιντ Νταν (Γουίλις) να προσπαθεί να εντοπίσει και να εξοντώσει το Κτήνος. Μετά από μια συμπλοκή, καταλήγουν αμφότεροι σε ένα ψυχιατρείο, όπου η Δρ. Έλις (Σάρα Πόλσον) έχει μόνο 3 ελεύθερες θέσεις στο πρόγραμμά της (ΛΟΛ) για να τους θεραπεύσει από την πεποίθηση ότι είναι υπερήρωες. Κάτι που εκείνη ισχυρίζεται ότι είναι απόρροια θαμμένου ψυχολογικού τραύματος από το παρελθόν τους. Στο ίδιο νοσοκομείο βρίσκεται και ο φαινομενικά κατατονικός superhero aficionado κύριος Γκλας (“first name Mister, last name Glass,” όπως διατάζει ο Σάμιουελ Λ. Τζάκσον), που είχε ενορχηστρώσει το σιδηροδρομικό δυστύχημα στον Άφθαρτο για να ανακαλύψει τον, εεε, άφθαρτο Νταν. Το προσωπικό του ιδρύματος πρέπει να κρατήσει χωριστά τους 3 αυτούς υπερ-ανθρώπους και το Twitter account @youhadonejob να ετοιμάζεται, γιατί μαντέψτε αν το πετυχαίνει κι αν ο κύριος Γκλας σχεδιάζει να κάθεται άπραγος στο αναπηρικό του καροτσάκι…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το Glass είναι περίεργο τρένο (pun intended πάρα πολύ), καθώς το μεγαλύτερο μέρος του εκτυλίσσεται μέσα στο ψυχιατρείο, σαν ένα Στη Φωλιά του Κούκου χωρίς το οσκαρικό περιτύλιγμα. Δεν υπάρχει δράση (σίγουρα όχι με την έννοια που έχουμε ταυτίσει την υπερηρωική δράση τα τελευταία χρόνια, χωρίς αυτό να είναι κακό), οι ήρωες αναλύουν και αλληλο-αναλύονται και ο Σιάμαλαν φανερώνει τον καλύτερο και το χειρότερο εαυτό του, από τα χρωματικά μοτίβα μέχρι τον άνισο ρυθμό, υπονοοώντας συνεχώς ότι ακολουθεί κάτι σπουδαίο, αλλά χωρίς να βιάζεται ιδιαίτερα να φτάσει εκεί. Προτιμά να αφήνει τον Μακ Αβόι, με τον εξ’ορισμού πιο αβανταδόρικο ρόλο όχι μόνο της ταινίας αλλά και της καριέρας του, να δίνει το δικό του μίνι one man show εναλλάσσοντας προσωπικότητες ακόμα και στη μέση μιας πρότασης, απολαμβάνοντάς τον ολοφάνερα και παραμελώντας τον Γουίλις.

Κι όταν φτάνει η ώρα της τελικής αναμέτρησης, στο τρίτο μέρος της ταινίας, ο Σιάμαλαν καταφέρνει με κάποιο εκνευριστικό, αλλά όχι αδιάφορο, τρόπο να ενώσει όλη του τη φιλοσοφία για τη δύναμη, τους ξεχωριστούς ανθρώπους (κάπως έτσι κάνει αντίλογο στους Απίθανους 2) και την κουλτούρα των κόμικς με τις χαρακτηριστικές ανατροπές του (είναι πολλές, είναι μέτριες), αναγκάζοντας το θεατή να αναθεωρήσει τη στάση του απέναντι στην υπόλοιπη ταινία όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Ή να αγανακτήσει με το εντυπωσιακό χάος που επινόησε ο Σιάμαλαν για να κλείσει την τριλογία της καρδιάς του.


Οι ταινίες για τη ζωή του Βίνσεντ Βαν Γκογκ είναι τόσο αναμενόμενες όσο και οι απομιμήσεις των έργων του, αφού είναι κι ένα προσιτό σημείο εισόδου στον κόσμο της Τέχνης για όποιον ενδιαφέρεται (ή ενδιαφέρεται να προσποιηθεί) και την πορεία του συνοδεύει ένα οικουμενικά relatable αφήγημα περί καθυστερημένης αναγνώρισης του ταλέντου του. Η πιο διάσημη ενσάρκωσή του έγινε το 1956 από τον Κερκ Ντάγκλας στο Η Ζωή ενός Ανθρώπου του Τζορτζ Κιούκορ και η πιο κουφή από τον Μάρτιν Σκορσέζε (ω ναι) στο σπονδυλωτό Dreams του Ακίρα Κουροσάβα το 1990. Πιο πρόσφατα, το πολυβραβευμένο animation Loving Vincent αναζοπύρωσε το κινηματογραφικό ενδιαφέρον για τον καλλιτέχνη και πέρσι ο ακριβοθώρητος σκηνοθέτης Τζούλιαν Σνάμπελ επέστρεψε μετά από 8ετή απουσία πίσω από την κάμερα με το Στην Πύλη της Αιωνιότητας για να αφηγηθεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του Βαν Γκογκ, με επίκεντρο την Αρλ και το φημισμένο δωμάτιό του εκεί, τους εγκλεισμούς του σε ψυχιατρικά ιδρύματα και την περίπλοκη φιλία του με τον Πολ Γκογκέν.

Συνήθως οι βιογραφικές ταινίες εξισώνονται με την ερμηνεία του πρωταγωνιστή που συχνά είναι και η μοναδική αρετή τους. Το Στην Πύλη της Αιωνιότητας εκπληρώνει τον πρώτο, αλλά όχι τον δεύτερο κανόνα, αφού ναι μεν διαθέτει τον Γουίλεμ Νταφόε στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του (ως Βαν Γκογκ), αλλά δεν εξαντλείται εκεί. Κάθε άλλο – ο Σνάμπελ δεν ενδιαφέρεται τόσο να εξασφαλίσει ένα Όσκαρ για τον ηθοποιό του, αλλά να βυθιστεί μαζί του στην ταραχώδη ύπαρξη μιας ιδιοφυίας παραδομένης στην τέχνη της δημιουργίας. Αραιή σε πλοκή και συχνά αφαιρετική, η ταινία περνάει το μεγαλύτερο χρόνο της στη φύση, με τον Βαν Γκογκ τόσο αφοσιωμένο στο να γίνει ένα μαζί της που κυριολεκτικά την γεύεται (χρησιμοποιούμε τη λέξη «κυριολεκτικά» κυριολεκτικά), ενώ χάνει σταδιακά τα λογικά του.

Μέσα σε αυτή τη βασανιστική δίνη, ο Σνάμπελ χρησιμοποιεί τεχνάσματα που άλλες φορές φτάνουν πολύ κοντά στην αλήθεια και την ομορφιά κι άλλες φορές δοκιμάζουν την υπομονή. Ωστόσο υπάρχει κάτι ωραίο στο να γυρίζει ένας ζωγράφος, που επίσης είναι ο Σνάμπελ, μια ταινία για ένα ζωγράφο που έβρισκε το νόημα της ζωής μόνο στη ζωγραφική και αυτός είναι ένας από τους λόγους που το φιλμ είναι πολύ ξεχωριστό. Μια απροσδόκητη απόφαση, πάντως, είναι σίγουρα η επιλογή της ταινίας να υιοθετήσει την αμφιλεγόμενη θεωρία των Νάιφε και Σμιθ για το θάνατο του Βαν Γκογκ ως γεγονός, ίσως γιατί συνάδει περισσότερο με τη ρομαντική αντιμετώπιση του καλλιτέχνη σε όλη την ταινία (και ίσως γιατί ο Σνάμπελ θέλει να καταρρίψει κάποιους μύθους γύρω από τον Βαν Γκογκ.)

Α, και τον Γκογκέν υποδύεται ο Όσκαρ Άιζακ οπότε εννοείται ότι τρέχετε, δεν περπατάτε, προς την πιο κοντινή σας κινηματογραφική αίθουσα.

Το Glass κυκλοφορεί στις αίθουσες από τις 17/1 σε διανομή της Feelgood Entertainment, όπως και το Στην Πύλη της Αιωνιότητας σε διανομή της Odeon.
Μάρα Θεοδωροπούλου