Ο υποψήφιος για Όσκαρ μοντάζ στο The Father, Γιώργος Λαμπρινός, πιστεύει πως όλα είναι υπόθεση συναισθημάτων

Συναίσθημα, είναι η λέξη που μου έμεινε πάνω από όλα μετά την συνομιλία μου με τον Γιώργο Λαμπρινό, τον Έλληνα μοντέρ που αυτές τις μέρες ετοιμάζεται να περπατήσει στο κόκκινο χαλί των Όσκαρ, υποψήφιος για την δουλειά του στον εξαιρετικό «Πατέρα» (The Father) του Florian Zeller. Γελαστός, φωτεινός, χαμηλότονος, αυτοδημιούργητος, βραβευμένος, με πλατύ χαμόγελο και ευγένεια τέτοια που λίγες φορές έχω συναντήσει στο λαβύρινθο των μεγάλων και μικρών, παγκόσμιων και εγχώριων σώου μπίζνες, δεν κρύβει τη χαρά του για την ξεχωριστή διάκριση, που του δίνει την δυνατότητα να ανοίξει τα φτερά του και σε άλλους, πιο μακρινούς, ορίζοντες.

Από την Αθήνα στο Παρίσι, στο Ρίο, στο Λος Άντζελες και αύριο σε άλλα μέρη, το ταξίδι πάνω από τους ωκεανούς το ορίζει η αφοσίωση σε μια δουλειά που υπεραγαπάει. Πράγμα ολοφάνερο και από τον τρόπο που μιλάει για τον «Πατέρα», ταινία με θέμα πολύ δύσκολο και συναισθηματικά φορτισμένο -τη καταβύθιση ενός γονιού στον κόσμο της άνοιας και την ανάδυση της απόγνωσης της κόρης. «Μοναδική εμπειρία, που με έκανε να ωριμάσω και ως άνθρωπος», υπογραμμίζει.

Έχοντας πάντα στόχο να είναι «όσο πιο διαφορετικό γίνεται το επόμενο project από το τελευταίο που έχω δουλέψει, ώστε να ανανεώνω κιόλας τον τρόπο της σκέψης μου», τελείωσε πρόσφατα την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Χρήστου Μασσαλά, Broadway, που τον χαροποίησε ιδιαίτερα καθώς του έδωσε την ευκαιρία να μείνει, μετά από 20 χρόνια στο Παρίσι, σχεδόν 3 μήνες στην Αθήνα, έστω κι εν μέσω πανδημίας.

Κι ενώ απομένουν λίγες μέρες για τα Όσκαρ, κάνει ήδη τα επόμενα βήματα, μια αλλιώτικη κωμωδία του Olivier Babinet, αλλά κι ένα βίντεο κλιπ -«κάτι που μου αρέσει πολύ να κάνω, γιατί βγάζω λίγο ένα άχτι ως μοντέρ καμιά φορά εκεί», γελάει. Άλλωστε η μουσική είναι μέσα του. Από εκεί ξεκίνησε, παίζοντας μικρός τρομπέτα, στο ηλεκτρικό μπάσο συνέχισε και τώρα τελευταία στη ντραμς «γιατί με ξεκουράζει», λέει. «Πιτσιρικάς ακόμη», γύρω στα 18-19, την πρώτη κιόλας μέρα που βρέθηκε, ως βοηθός σε διαφημιστικά, μέσα σε ένα δωμάτιο μοντάζ «αισθάνθηκα τελείως σαν το σπίτι μου, πριν καλά καλά καταλάβω ποιος ήταν ο ρόλος του μοντέρ». Κατάλαβε όμως πως ότι κι αν ήταν, είχε μεγάλη σχέση με τη μουσική και ήταν εκείνο που θα ήθελε να κάνει. Η απόφασή του αυτή καθόρισε τον ρυθμό της ζωής του, όπως εκείνος τον ρυθμό στις ταινίες του.

«Τελικά, τίποτα μάλλον δεν είναι τυχαίο…» γελάει, καθώς θυμάται ότι δεν ήθελε να ασχοληθεί με τα επαγγέλματα των γονιών του, αλλά εκεί κατέληξε, συνδυάζοντας στην ουσία και τα δύο. Γιος του σκηνοθέτη και συγγραφέα Φώτου Λαμπρινού και της συγγραφέως και μεταφράστριας Κλαίρης Μιτσοτάκη, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον «που μου έδινε πολλή “τροφή”», με φωτεινά μυαλά και ρίζες γερές σε αριστερό παρελθόν που πλήρωσε με αίμα το τίμημα του αγώνα.

Νεότατος, έχοντας δουλέψει λίγο ακόμη ως βοηθός και τελειώσει το στρατιωτικό του, βρέθηκε από τη μια μέρα στην άλλη, στο Παρίσι. Από τη μια μέρα στην άλλη, πάλι, βρέθηκε και στο γραφείο του Κώστα και της Μισέλ Γαβρά. «Τότε δούλευε μαζί τους η Αγγελική Αρβανίτη (Σ.Σ. σύζυγος του διευθυντή φωτογραφίας Γιώργου Αρβανίτη) κι όταν έφθασα στο Παρίσι την πήρα τηλέφωνο και της είπα «αν χρειαστείτε κάποιον καμιά μέρα, πάρτε με», όπως κάνουμε συνήθως σε αυτή τη δουλειά. Με πήρε όντως. Πήγα ένα πρωί και έκατσα 14 χρόνια! Η πραγματική μου σχολή, η πραγματική μου εκπαίδευση έγινε λοιπόν σε αυτό το γραφείο».

Δούλεψε χρόνια βοηθός στο μοντάζ, «γιατί ήθελα να έχω πολύ καλή βάση όταν θα ξεκινούσα να μοντάρω μόνος», κάνοντας παράλληλα δουλειές του γραφείου. Παραγωγή. Διανομή. Μοντάζ. Σχολείο ολόκληρο και ώρες ατέλειωτες. Δάσκαλοι του η αφρόκρεμα των τεχνικών της Γαλλίας. Και πορεία ανοδική, βήμα βήμα. Το Κεφάλαιο του Κώστα Γαβρά, το 2012, χαράζει τη νέα τροχιά του την οποία απογειώνει το πολυβραβευμένο μικρού μήκους Avant que de tout Perdre (Just before losing everything) του Xavier Legrand την επόμενη χρονιά, καθώς πέρα από το βραβείο César, κατακτά και υποψηφιότητα για Όσκαρ. «Είχα την τύχη και τη χαρά να ζήσω την τελετή και όλη αυτή την ατμόσφαιρα στην πραγματική της διάσταση, το 2014, με ανθρώπους χωρίς μάσκες, χωρίς εμβόλια, χωρίς όλη αυτή την ιστορία…», τονίζει. Χαίρεται που «όλα αυτά τα χρόνια εργασίας πίσω μου, μου έχουν δώσει πλέον την ευκαιρία να μπορώ να διαλέγω τις επόμενες δουλειές μου, ειδικά μέσα σε μια τόσο δύσκολη περίοδο». Aλλά δεν κρύβει ότι τον ανησυχούν όσα συμβαίνουν στον κόσμο, από την πανδημία ως το Καπιτώλιο, καθώς «τα δύο τελευταία χρόνια ήταν ένα τρελοκομείο»…

Στο μεταξύ, τα προσωπικά πλέον βραβεία αρχίζουν να μαζεύονται στο ράφι του, δίπλα σε πλήθος υποψηφιοτήτων. Ανάμεσά τους το César πρόπερσι για το Custody (Jusqu’à la garde / Μετά το Χωρισμό) του Xavier Legrand επίσης, και το περσινό Βραβείο της Ένωσης Κριτικών του Λος Άντζελες που έχει σημασία στα Όσκαρ, για τον «Πατέρα».

Τα Όσκαρ και το Χόλυγουντ

Πώς νιώθετε λοιπόν για την υποψηφιότητά σας στα Όσκαρ; Πιστεύετε ότι σας ανοίγει το δρόμο και για μία καριέρα στο Χόλυγουντ;

Νιώθω πολύ μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση. Από τη μια γιατί, ως παγκόσμια διάκριση, είναι πολύ σημαντική, κυρίως όμως επειδή, στον πρώτο γύρο για τις υποψηφιότητες, σε επιλέγουν και σε ψηφίζουν οι άνθρωποι του κλάδου σου. Αισθάνεσαι πολύ όμορφα νιώθοντας την εκτίμησή τους και πόσο καταλαβαίνουν τη δουλειά που έχεις κάνει. Είμαι τρομερά περήφανος για το The Father.

Από τη άλλη, το χάρηκα ιδιαίτερα επίσης, επειδή πάντα “κυνηγάω” να εργάζομαι με ανθρώπους από διαφορετικές χώρες, να ανοίγω τον εαυτό μου και τους ορίζοντες μου σε διάφορες κουλτούρες. Οπότε ήταν και αυτός ένας τρόπος να μπορώ να έχω ακόμη μεγαλύτερη πρόσβαση σε ταινίες, ντοκιμαντέρ ή οποιοδήποτε project από όλο τον κόσμο.

Σίγουρα θα ήθελα να συνεργαστώ με ανθρώπους εκεί, να έχω ακόμη μια καινούργια πρόκληση. Δεν υπάρχει μόνο το Χόλυγουντ στην Αμερική, υπάρχει και το πολύ καλό ανεξάρτητο σινεμά. Με ενδιαφέρει και ως θεματική αυτός ο κινηματογράφος αλλά και ως μοντάζ. Ο τρόπος που μοντάρει κάθε χώρα είναι διαφορετικός, κάτι πολύ ελκυστικό για μένα.

Σας ρώτησα για το Χόλυγουντ γιατί υπάρχει το υπέροχο ανεξάρτητο σινεμά αλλά υπάρχει και το Χόλυγουντ.

Δεν θα με πείραζε καθόλου επίσης, γιατί έχω φθάσει σε ένα σημείο που έχω κάνει πολλές ταινίες auteur, σινεμά του δημιουργού, δηλαδή ταινίες πιο ανεξάρτητες ή πιο, αν και δεν μου αρέσει πολύ να το λέω έτσι, “καλλιτεχνικές”, ας πούμε, εντός εισαγωγικών. Oπότε, το να βρεθώ σε μία ταινία πιο mainstream είναι κάτι που επίσης με ευχαριστεί. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, ιστορίες θέλουμε να διηγούμαστε. Και το να λες ιστορίες που ξαφνικά έχουν απήχηση σε ολόκληρη την οικογένεια, από τα μικρά παιδιά μέχρι τους παππούδες, είναι επίσης πολύ όμορφο.

Είναι θαυμάσιο, τόσοι Έλληνες τα τελευταία χρόνια στα Όσκαρ! Παπαμιχαήλ, Μαυροψαρίδης, Λάνθιμος, εσείς, Ελληνοαμερικανοί όπως ο Alexander Payne

Ναι, αλλά δεν είναι τυχαίο. Νομίζω ότι μιλάω και για εκείνους λέγοντας ότι, όλοι μας, έχουμε ένα πάθος για αυτό που κάνουμε και έχουμε δώσει τρομερή ενέργεια και χρόνο σε αυτή την τέχνη. Γιατί είναι τέχνη το μοντάζ ή η διεύθυνση φωτογραφίας ή η σκηνοθεσία. Νομίζω ότι όταν φθάνεις σε τέτοιου είδους διακρίσεις, συνήθως δεν είναι επειδή σκόνταψες κι έπεσες κάπου (γελάει), αλλά επειδή έχεις δώσει πολλή πολλή πολλή δουλειά και ενέργεια για χρόνια.

Με τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ γνωριστήκαμε το καλοκαίρι και ήταν πολύ ευγενικός, μου έστειλε ένα ιδιαίτερα εγκάρδιο μήνυμα όταν ανακοινώθηκαν οι υποψηφιότητες. Είμαι πολύ χαρούμενος που είμαστε μαζί στη λίστα των υποψηφίων.

Η περιπέτεια του «Πατέρα»

Πώς ξεκίνησε για εσάς η περιπέτεια του «Πατέρα», πώς βρεθήκατε μέλος της ομάδας που τον δημιούργησε;

Ο Florian Zeller είχε δει δουλειές μου και ήθελε να συναντηθούμε πριν ξεκινήσει το γύρισμα, έψαχνε για μοντέρ. Θυμάμαι ήμουν στην Αθήνα όταν με πήραν τηλέφωνο. Γύρισα στο Παρίσι, διάβασα το σενάριο -το οποίο σταμάτησα σε κάποιο σημείο για να πάρω λίγο ανάσα. Ήταν πολύ δυνατό, κάτι που δεν συμβαίνει κάθε μέρα με ένα σενάριο, να σου δημιουργεί τόση πολύ ένταση. Είναι μεγάλη η δύναμη του γραπτού λόγου του Florian -άλλωστε η ιστορία είναι από το ομώνυμο θεατρικό του έργο. Και η διασκευή του σεναρίου στα αγγλικά έγινε με τον Christopher Hampton. (Σ.Σ. πριν λίγες μέρες μάλιστα, κέρδισαν για τη δουλειά αυτή το σημαντικό βραβείο BAFTA).

Μου είχαν πει επίσης ότι ο Anthony Hopkins είχε ήδη κλείσει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, το οποίο, φυσικά, με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Αλλά όταν διάβασα το σενάριο, πραγματικά εντυπωσιάστηκα… Ξέρω πολύ καλά ότι το να έχεις μια καλή βάση στο χαρτί σου λύνει τα χέρια αργότερα. Είχε σχεδόν όλα τα “κουτάκια” που χρειάζεται ένας μοντέρ για να κάνει την ταινία όσο πιο καλά γίνεται. Οπότε, όταν πήγα στο ραντεβού με τον Florian, από τα πρώτα πράγματα που του είπα ήταν ότι δεν έχω έρθει για να χάσουμε χρόνο ούτε εγώ ούτε εκείνος κι ότι θέλω πάρα πολύ να πάρω μέρος σε αυτή την περιπέτεια. Υπήρξε πολύ καλή χημεία στο διάλογο που είχαμε. Την επόμενη μέρα μου είπε ότι θα ήθελε να συνεργαστούμε. Έτσι, ξεκινήσαμε.

Το γύρισμα έγινε στην Αγγλία, εγώ ήμουν στο Παρίσι, οπότε κατά τη διάρκειά του, με τη βοηθό μου, την Clémence Le Brun, στήσαμε ένα πρώτο assembly (Σ.Σ. τοποθέτηση των σκηνών σύμφωνα με τη ροή του σεναρίου). Μετά γύρισε ο Florian, το κοιτάξαμε, συζητήσαμε και ξαναρχίσαμε, όπως κάνουμε συνήθως, να πιάνουμε τα πράγματα από την αρχή. Είχαμε πολύ στενή συνεργασία.

Αφηγείται μια ιστορία που μπορεί να συμβεί σε κάθε οικογένεια. Πόσο μέσα της μπορεί να μπει ο θεατής παρακολουθώντας την;

Είναι μια ταινία που θέλει ενεργό τον θεατή, κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Επιχειρεί να μπει ο θεατής στο κεφάλι αυτού του ηλικιωμένου ανθρώπου που πάσχει από άνοια. Πρέπει λοιπόν να νιώθει το ίδιο μπερδεμένος με τον πάσχοντα κατά τη διάρκεια της ταινίας. Θέλαμε να καταφέρουμε να έχουμε πάντα αυτή τη γραμμή, δηλαδή να μπερδεύουμε τον θεατή χωρίς να τον χάνουμε. Για παράδειγμα, αλλάζει το ντεκόρ στο σπίτι. Το ντεκόρ είναι ένας χαρακτήρας της ταινίας. Θέλει την προσοχή σου για να βλέπεις ότι είσαι σε ένα δωμάτιο το οποίο νομίζεις ότι το έχεις ξαναδεί, αλλά δεν είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που είχες δει την προηγούμενη φορά. Ο Peter Francis (Σ.Σ. καλλιτεχνική διεύθυνση), είναι κι αυτός υποψήφιος στα Όσκαρ, έχει κάνει καταπληκτική δουλειά.

Θέλαμε οι επαναλήψεις που υπάρχουν να μην κουράζουν. Θέλαμε να καταφέρουμε, γύρω από τον κεντρικό χαρακτήρα του Anthony, να δώσουμε αυτό που συμβαίνει και στην πραγματικότητα σε μια τέτοια κατάσταση, όπου οι άνθρωποι που πάσχουν από τέτοιου είδους αρρώστιες υποφέρουν, αλλά υποφέρουν και όσοι είναι γύρω τους. Θέλαμε να καταφέρουμε να έχουμε ισορροπία με όλους τους χαρακτήρες της ταινίας και κυρίως την Ανν που υποδύεται η Olivia Colman, η οποία είναι εκπληκτική. Μου έκανε απίστευτη εντύπωση, πολύ σπάνια έχω δει τέτοιο πράγμα σε έναν ηθοποιό.

Ο Anthony Hopkins από την άλλη, είναι legend, είναι μυθικός ηθοποιός, μύθος. Ο Florian τον ήθελε, εννοείται, από την πρώτη στιγμή! Και έγινε και με εκείνον ουσιαστικά το ίδιο πράγμα που έγινε και με μένα. Έκαναν ένα ραντεβού μαζί στο Λος Άντζελες και, στο τέλος του, ο κ. Hopkins είπε «πότε ξεκινάμε;». Από τους ηθοποιούς πήρα τον ρυθμό του μοντάζ. Φυσικά τον παίρνουμε κι από την σκηνοθεσία και τον τρόπο που είναι τραβηγμένη μια ταινία, αλλά στη συγκεκριμένη έδωσα πάρα πολύ προσοχή στις ερμηνείες, για να βάλω το τέμπο που χρειαζόταν.

Φαντάζομαι κι εσείς ασχοληθήκατε με την ασθένεια, κάνατε έρευνα πριν ξεκινήσετε το μοντάζ…

Δεν ασχολήθηκα με την έννοια να ψάξω ιδιαίτερα, ντοκουμέντα, πληροφορίες κλπ. αν και το έκανα λίγο. Όμως ήθελα να αντιμετωπίσω την κατάσταση έτσι όπως παρουσιάζεται στην ίδια την ταινία κι όχι να φέρω εγώ κάτι εξωτερικό μέσα σε αυτό. Οπότε βασίστηκα κυρίως στις ερμηνείες και το σενάριο.

Επίσης, είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στον Florian Zeller, ήξερα ότι ο άνθρωπος με τον οποίο συνεργάζομαι ελέγχει απόλυτα το θέμα του. Όπως σας είπα, είναι διασκευή του θεατρικού του, είναι κάτι που κουβαλάει εδώ και χρόνια, δεν είναι κάτι που έγινε από τη μια μέρα στην άλλη. Από όλες τις απόψεις η ταινία ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα για μένα.

Όμως, ακόμη πιο ουσιαστικό, με έκανε να ωριμάσω και ως άνθρωπος. Γιατί, όπως είπατε, είναι ένα θέμα που μας αφορά όλους, άσχετα αν ζούμε ή όχι την ίδια κατάσταση. Μιλάει για πολύ ανθρώπινα πράγματα, χωρίς όμως, παράλληλα, κάτι που με ευχαριστεί ιδιαίτερα, να σου δίνει μαθήματα. Σε βάζει μέσα σε μία κατάσταση, σε κάνει να την ζεις αυτή την κατάσταση. Και με τα συναισθήματα που σου δημιουργεί -γιατί όλα είναι υπόθεση συναισθημάτων-, σε κάνει να σκεφθείς. Και νομίζω ότι αυτό το σινεμά είναι εξαιρετικά σημαντικό.

Ο Ελληνικός κινηματογράφος

Πώς βλέπετε να πηγαίνει το ελληνικό σινεμά, με το οποίο ασχολείστε αρκετά κιόλας, στις μέρες μας; Πριν κάποια χρόνια είχατε μοντάρει το «Ξενία» του Πάνου Κούτρα, ο οποίος έχει επίσης μεγάλη σχέση με τη Γαλλία. Πρόσφατα κάνατε το «Broadway» του Χρήστου Μασσαλά.

Το Ξενία, με τον Πάνο Κούτρα, ήταν μια υπέροχη εμπειρία. Τρέφω βαθύ σεβασμό για τον Πάνο. Θεωρώ την Στρέλλα καταπληκτική ταινία. Το Ξενία το μοντάραμε στο Παρίσι, το 2014 αν θυμάμαι καλά. Και κάναμε μια προβολή στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, όπου ήρθα για να παρευρεθώ, μετά από 8 χρόνια μακριά από την Αθήνα! Η ανταπόκριση του κοινού τότε, με είχε συγκινήσει βαθιά… Είχαμε και στη Γαλλία πολύ καλές αντιδράσεις, αλλά, όπως και να το κάνουμε, ήταν διαφορετικά εδώ – πολύ δυνατά. Με είχε συγκινήσει τόσο αυτό, που από τότε έψαχνα τρόπο να μπορώ να έρθω να μοντάρω μια ταινία στην Αθήνα. Γιατί μπορεί να είχα δουλέψει στο ξεκίνημα, αλλά ήμουν μαθητευόμενος, δεν ήταν το ίδιο. Το ήθελα πολύ.

Μετά είχα άλλες δυο πολύ ωραίες εμπειρίες και συνεργασίες, τα ντοκιμαντέρ Exotica, Erotica, Etc. και Obscuro Barroco με την Ευαγγελία Κρανιώτη, Ελληνίδα που επίσης όμως ζει στο Παρίσι. Επομένως, το μεγαλύτερο μέρος του μοντάζ έγινε εκεί, καθώς και στο Ρίο, στη δεύτερη ταινία.

Το κυνηγούσα, το κυνηγούσα και βρέθηκα, επιτέλους, το περασμένο καλοκαίρι, στην Αθήνα, να κάνω την ταινία του Χρήστου. Πήρα μεγάλη χαρά. Η συνεργασία μας ήταν πάρα πολύ καλή, το cast πολύ ωραίο. Μια ταινία που διασκέδασα πολύ –πράγμα πολύ σημαντικό… το αντιλαμβάνεται το κοινό αυτό- παρά τις δυσκολίες που είχε. Γυρίζανε καλοκαίρι σε μια ταράτσα, στο θέατρο «Μπρόντγουαιη», στην Γ’ Σεπτεμβρίου, με τον καύσωνα, μέσα στον κορωνοϊό. Ήταν λίγο “κομάντο” η κατάσταση (γελάει), όπως λέει κι ένας χαρακτήρας.

Πιστεύω ότι στην Ελλάδα έχουμε και άνδρες και γυναίκες πολύ καλούς σκηνοθέτες, που έχουν πολύ ωραίες ιστορίες να πουν. Εννοείται ότι κάθε χώρα έχει τα καλά και τα κακά της. Ακόμη και στη Γαλλία που το σινεμά είναι μια πολύ μεγάλη βιομηχανία και ο κόσμος το στηρίζει, υπάρχουν πολλά θέματα. Νομίζω πάντως ότι το ελληνικό σινεμά “εξάγεται” καταπληκτικά. Κάνει πάρα πολύ καλές επιδόσεις στα διεθνή φεστιβάλ. Ελπίζω όταν θα τελειώσει αυτή η ιστορία της πανδημίας, που θα τελειώσει κάποια στιγμή, το ελληνικό κοινό να στηρίξει τους Έλληνες δημιουργούς και τις αίθουσες. Να ξαναμπεί στις αίθουσες, κυρίως για το ελληνικό σινεμά. Ξέρω πολύ καλά ότι η οικονομική κατάσταση δεν είναι τέλεια, το σινεμά είναι ένα έξοδο που το σκέπτονται οι άνθρωποι και είναι απόλυτα φυσιολογικό. Όμως, παράλληλα, βρισκόμαστε σε μία στιγμή που χρειάζεται να δείξουμε λίγη αλληλεγγύη. Το σινεμά είναι φτιαγμένο για να μας φέρνει κοντά. Μη ξεχνάμε τις δραστηριότητες που μας φέρνουν κοντά μαζί με αγνώστους. Είναι πολύ σημαντικό.

Μοντάζ σημαίνει δημιουργώ συναίσθημα

Μέσα στην όλη εφιαλτική κατάσταση, η ταινία είναι και η μόνη τέχνη που μπορείς πραγματικά να δεις στο κομπιούτερ ή την μικρή οθόνη, όσο και αν χάνει η προβολή της εκεί. Ακριβώς επειδή, στην τελική, είναι φτιαγμένη για οθόνη… αντίθετα με το θέατρο ή τη συναυλία…

Μια ταινία είναι φτιαγμένη για προβολή σε μεγάλη οθόνη και με ανθρώπους πολλούς. Πολύ καλές οι πλατφόρμες και τα stream services γιατί και μέσα στην πανδημία έδωσαν δουλειά σε ανθρώπους, μας επέτρεψαν να συνεχίσουμε να μοιραζόμαστε ιστορίες. Είναι πολύ ευχάριστο που κατάφεραν τουλάχιστον να συνεχίσουν τις προβολές. Αλλά δεν κάνω ένα έργο για να το δει ένας άνθρωπος, μόνος του με ένα πιάτο φαγητό, μπροστά στην τηλεόρασή του. Το κάνω για να είναι άνθρωποι πολλοί, για να ζούμε αυτή την εμπειρία που έζησα στην προβολή του Ξενία. Μία προβολή που θα μου μείνει για πάντα αξέχαστη, όχι γιατί έβλεπα τη δουλειά μου, αλλά για τον κόσμο που ήταν εκεί. Με ενδιαφέρει ότι έζησα μια συνολική εμπειρία με ανθρώπους που δεν ξέρω καν -και που κάτι που έχω κάνει τους δημιουργούσε ένα συγκεκριμένο συναίσθημα. Και αυτός είναι ο σκοπός, τελικά.

Τώρα μου μιλάτε λίγο σαν μουσικός, θα έλεγα. Η απάντησή σας είναι λες και ήσαστε πάνω στη σκηνή και περιμένετε την αντίδραση του κοινού.

Μα έτσι είναι όμως. Ότι και να κάνουμε στο μοντάζ, το κάνουμε για να δημιουργούμε συναίσθημα, δεν το κάνουμε για να δείξουμε τι φοβερή τεχνική μανιέρα μπορούμε να έχουμε. Είναι όλα φτιαγμένα για να δημιουργούν μια αντίδραση.

Έχετε ως πρότυπα κάποιους μοντέρ; Ακολουθήσατε τεχνική ή βήματα κάποιων συγκεκριμένων που σας έχουν επηρεάσει;

Θα ονομάσω 1-2 ανθρώπους, αλλά για μένα κυρίως ρόλο παίζει το τι συναίσθημα παίρνω από μια ταινία. Το πώς νιώθω βλέποντας την για να καταλάβω πράγματα σε σχέση με το μοντάζ, παρά το να κάτσω να μελετήσω κάποιον συγκεκριμένο μοντέρ ή σκηνοθέτη. Είναι μια εμπειρία συναισθημάτων μέσα στο κεφάλι μου.

Φυσικά, υπάρχουν κάποιοι, όπως η Françoise Bonnot, η δεύτερη μοντέζ του Κώστα Γαβρά, την οποία θεωρώ εξαιρετική. Βέβαια έχει να κάνει και με τον κ. Γαβρά αυτό, αλλά έχει ένα ρυθμό ο οποίος είναι πολύ συγκεκριμένος. Μου έχει τύχει –και το λέω συχνά αυτό, επαναλαμβάνομαι ίσως αλλά είναι σημαντικό- να δω μία ταινία την οποία είχε μοντάρει εκείνη, χωρίς να το ξέρω. Μάλιστα έπαιζε και ο κ. Hopkins. Βλέποντας την είχα μία πολύ συγκεκριμένη, σχεδόν σωματική αντίδραση και σκεπτόμουν ότι κάποια σχέση έχει με το μοντάζ αυτό και μήπως την έχει μοντάρει η Françoise Bonnot. Κι όταν έπεσαν οι τίτλοι, είδα ότι ήταν όντως δική της δουλειά (γελάει).

Ο Γιώργος Μαυροψαρίδης είναι επίσης ένας καταπληκτικός μοντέρ τον οποίο σέβομαι πολύ. Όπως και τον Γιάννη Χαλκιαδάκη που ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είδα στη ζωή μου να κάνει αυτή τη δουλειά, πολύ πολύ νέος βέβαια κι ο ίδιος τότε, έκανε πολύ μεγάλη καριέρα. Και είχε πάντα μία χαρακτηριστική παρουσία που μου άρεσε πάρα πολύ.

Λένε ότι ο μοντέρ σώζει ταινίες…

Δεν συμφωνώ καθόλου με αυτό (γελάει). Δεν σώζουμε ταινίες. Το υλικό είναι εκεί κι είναι συγκεκριμένο. Εμείς γράφουμε με ένα “αλφαβητάρι” που έχει εφεύρει ένας σκηνοθέτης. Και να πάρουμε κάτι που είναι γυρισμένο για την σκηνή Α ενώ έπρεπε να είναι στη σκηνή Δ και να το βάλουμε στη σκηνή Ε δεν σημαίνει ότι σώζουμε την ταινία, αλλά ότι εκμεταλλευόμαστε το υλικό της στην καλύτερή του, για εκείνη τη στιγμή και για εμάς, μορφή. Ουσιαστικά κάνουμε απλώς τη δουλειά μας. Κάποιες φορές την κάνουμε καλύτερα, κάποιες άλλες λιγότερο καλά. Το μοντάζ είναι γραφή, δεν σώζεις κάτι με αυτό, αναδεικνύεις την καλύτερή του δυνατή μορφή. Αυτός είναι ο σκοπός.

Ο πατέρας σας, πρόσφατα κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό βιβλίο, «Παλαμηδίου 10», καταγραφή της συγκλονιστικής ιστορίας της οικογένειάς σας που δεν καλοπέρασε στη μεταπολεμική Ελλάδα, με αποκορύφωμα την εκτέλεση του αγωνιστή διανοούμενου παππού σας Γιώργη Λαμπρινού. Θα μπορούσε ίσως να γίνει ταινία; Η γραφή του είναι γεμάτη εικόνες και ρυθμό, κυλάει λες και είναι σενάριο…

Ε λογικό είναι, σκηνοθέτης είναι ο άνθρωπος (γελάει). Δεν νομίζω όμως ότι είναι κάτι που θα το ήθελε ιδιαίτερα, όπως ούτε κι εγώ. Πιστεύω ότι το βιβλίο, σε αυτή του τη μορφή, δίνει καταπληκτικά την ιστορία που διηγείται. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να την αγγίξει κάποιος άλλος ή να πάρει άλλη μορφή. Συγκινήθηκα πάρα πολύ όταν το διάβασα, γιατί υπήρχαν και πράγματα τα οποία δεν τα ήξερα καλά ή τα έμαθα για πρώτη φορά. Η γιαγιά μου ήταν ένας άνθρωπος που δεν μιλούσε πολύ για το παρελθόν…

Η πλάκα είναι ότι, πριν κάποια χρόνια, είχα δει τη φοιτητική ταινία του πατέρα μου. Κι ένιωθα σαν να την είχα κάνει εγώ κατά κάποιον τρόπο. Το στυλ της έμοιαζε τόσο πολύ με πράγματα που θα μπορούσα να είχα κάνει εγώ – μονταζιακά τουλάχιστον. Το είχα βρει αρκετά διασκεδαστικό.

Σκέπτεστε καθόλου την σκηνοθεσία;

Δεν θέλω να κάνω μια ταινία απλώς για να κάνω μια ταινία. Αν το ήθελα θα το είχα ήδη κάνει. Το μοντάζ μου δίνει πάρα πάρα πολλά, γιατί είναι απίστευτα πολύπλοκο. Μου έχει μάθει να παίρνω απόσταση από τα πράγματα, μου έχει μάθει να ελέγχω το άγχος μου. Μέσα στην πανδημία με βοήθησε πολύ γιατί με προστάτεψε, ήταν σαν να ήμουν μέσα σε μια αμπούλα πνευματική, κάτι τρομερά σημαντικό. Είναι μία τέχνη που με γεμίζει πάρα πολύ. Έχω πάθος για αυτό. Το καλό με το μοντάζ είναι ότι δεν μπορείς ποτέ να το μάθεις τελείως. Κάθε ταινία που κάνεις είναι ένα διαφορετικό challenge, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για μένα. Θα συνεχίσω σε αυτή την πορεία λοιπόν και αν μια μέρα έχω ανάγκη πραγματική να πω μια ιστορία, γιατί περί αυτού πρόκειται, μπορεί να το κάνω, δεν ξέρω…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Εφη Παπαζαχαρίου

Share
Published by
Εφη Παπαζαχαρίου