Έχω παίξει ελάχιστο σκάκι στη ζωή μου. Ήμουν μικρή, έπαιζα με την αδερφή μου που με περνάει 6,5 χρόνια, έχανα πάντα. Εκτός από μία φορά. Με είχε πάρει μαζί της, με τη σχετική γκρίνια που έπρεπε να κουβαλήσει και το «νιάνιαρο», σε ένα τουρνουά που διεξαγόταν στο Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας. Ήταν η μοναδική φορά που είχαμε κοινό και η μοναδική φορά που κέρδισα.
Εδώ και λίγο καιρό έχει γίνει μεγάλο buzz γύρω από τη σειρά του Netflix με τίτλο «Το γκάμπι της βασίλισσας», τίτλος παρμένος από τη σκακιστική ορολογία. Όμως η πραγματική βασίλισσα της σειράς δεν είναι το ομώνυμο πιόνι αλλά η φοβερή και τρομερή Άνια Τέιλορ-Τζόι, που πρωταγωνιστεί στον ρόλο της σκακίστριας Μπεθ Χάρμον. Λοιπόν, πολύ καιρό είχα να δω ένα πρόσωπο που νιώθεις ότι κυριαρχεί σε όλη την οθόνη.
Είναι όμορφη με έναν τελείως weird τρόπο που σε κερδίζει αλλά ακόμη περισσότερο είναι αυτή η ένταση στο βλέμμα της και σε κάθε της έκφραση που σε κάνει να μη θέλεις να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της. Και αυτή η ένταση δεν προκύπτει από υπερπροσπάθεια παιξίματος αλλά σε μια φίνα ερμηνεία που σέβεται το πόσο larger than life είναι ο χαρακτήρας που υποδύεται, συνεπώς τον αφήνει να «μιλήσει» ο ίδιος, με απλότητα και φυσικότητα.
Γιατί είναι larger than life η Μπεθ Χάρμον; Γιατί ένα παιδί-θαύμα και πιο συγκεκριμένα ένα κορίτσι διάνοια που θριαμβεύει στα 60ς σε έναν καθαρά ανδροκρατούμενο χώρο: στους αγώνες σκακιού. Παρακολουθούμε λοιπόν τη μοναχική πορεία της, ένα «άβολο» κορίτσι που μεγαλώνει σε γυναίκα και κερδίζει τους άνδρες, με το μυαλό της. Και δεν τους κερδίζει μόνο αλλά τους κατακτά. Στην πορεία αρκετοί από τους άνδρες αντιπάλους της αναγνωρίζοντας την ανωτερότητά της κάνουν τα πάντα για να τη βοηθήσουν ώστε να τη βοηθήσουν δίνοντας στο σκάκι μια διάσταση ομαδικού σπορ.
Και εδώ ερχόμαστε σε μια άλλη πτυχή της σειράς. Αμερικάνοι εναντίον Σοβιετικών ή αλλιώς το «Ρόκι 4» του σκακιού όπως ειπώθηκε από πολλούς.
Το μεγαλύτερο αντίπαλο δέος της Μπεθ είναι ο Σοβιετικός Βασίλι Μποργκόφ. Φαίνεται ότι οι Αμερικάνοι ακόμη δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις εποχές του ψυχρού πολέμου και το ότι πάσχιζαν να αποδείξουν ότι μπορούσαν (ή και όχι) να ξεπεράσουν τους Σοβιετικούς σε κάποιους τομείς. Το καλό είναι ότι έχουμε 2020 και οι Σοβιετικοί ναι μεν παρουσιάζονται αυστηροί και πειθαρχημένοι αλλά ταυτοχρόνως καλλιεργημένοι, με σεβασμό στην άμιλλα, με ομαδικό πνεύμα και με μια αγάπη προς το σκάκι που δεν τους επιβάλλεται αλλά πηγάζει από την ίδια την καθημερινή τους κουλτούρα.
Όλα τα παραπάνω, όπως και τα εξαίσια σκηνικά και κοστούμια που δημιουργούν μια ονειρική ατμόσφαιρα, είναι τα πλεονεκτήματά της σειράς. Το πιο συγκινητικό όμως στοιχείο της είναι άλλο. Είναι η δυνατότητα του καθένα να είναι ο εαυτός του, όσο κι αν ξεχωρίζει η συμπεριφορά του από τις κοινά αποδεκτές συμπεριφορές. Η Μπεθ δυσκολεύεται να κοινωνικοποιηθεί, η αγάπη της για το σκάκι αν και την οδηγεί σε θριαμβευτικές νίκες την αποξενώνει από τις συνομήλικές της. Σε μια από τις πιο δυνατές σκηνές της σειράς η Μπεθ βρίσκεται μαζί με άλλες έφηβες σε μια φιλική συγκέντρωση στο σπίτι μιας δημοφιλούς συμμαθήτριας της. Και εκεί καταλαβαίνει πόσο παράταιρη είναι ανάμεσα τους, δεν ξέρει τα τραγούδια της εποχής, δεν την έχει απασχολήσει μέχρι στιγμής το φλερτ με τα αγόρια, δεν έχει τίποτα κοινό για να συζητήσει μαζί τους και αποχωρεί ηττημένη.
Όμως όταν ο μικρόκοσμος του σκακιού την αγκαλιάζει γοητευμένος από την αξία της θα αρχίσει να περνάει πραγματικά καλά, να καταλαβαίνει ότι δεν χρειάζεται να σε αποδέχονται όλοι αρκεί να δένεσαι με αυτούς που σε νοιάζονται και τους νοιάζεσαι, με αυτούς που μαζί συγκροτείτε τον δικό σας ξεχωριστό πλανήτη.
Κάπως έτσι η Μπεθ αρχίζει να νιώθει δυνατή, να ανεξαρτητοποιείται, να νικά τους εθισμούς της, εθισμούς που της επιβλήθηκαν από την παιδική ηλικία σε μια προσπάθεια να αισθανθεί «καλά» και «φυσιολογική» όχι μέσα από την φιλία και την ενσωμάτωση στην ομάδα αλλά στη χημεία. Και κάπως έτσι η Μπεθ με όλο της το awkwardness αναδεικνύεται σε έναν αυθεντικά γοητευτικά άνθρωπο, που θες να τον γνωρίσεις είτε αγαπάς το σκάκι είτε το βαριέσαι μέχρι θανάτου.