Μετά τα παγκόσμια αποκαλυπτήριά της στο Λοκάρνο και την πανελλήνια πρώτη της στις Νύχτες Πρεμιέρας, τον περασμένο Οκτώβρη η Έκρηξη του Σύλλα Τζουμέρκα είχε κάνει την βρετανική πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Λονδίνου, όπου την πέτυχε κι η Popaganda, και χάζεψε το μουδιασμένο απ’ την εκκωφαντική κλιμάκωση του φινάλε κοινό, να προσπαθεί να τυλίξει το μυαλό του γύρω απ’ αυτό που είχε μόλις δει: ένα σινεμά έντονο, αγριεμένο, σε στιγμές επιθετικό, ένα σινεμά όχι χωρίς τις αδυναμίες του, αλλά κι ένα σινεμά που σε απορροφά και σε καταπίνει στο χάος του, ένα χάος καθαρά υπαρξιακό.
Ένας απ’ τους θεατές σηκώνει το χέρι του για να μιλήσει στον σκηνοθέτη: «Είχα καταλάβει ότι θα δω μια ταινία για την κατάσταση στην Ελλάδα, την κρίση κι όλα αυτά, αλλά αν βγάλεις τις δυο – τρεις σκηνές των τηλεοπτικών επίκαιρων, που αναφέρονται στη Χρυσή Αυγή και τα συλλαλητήρια της κρίσης, η ταινία θα μπορούσε να διαδραματίζεται σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου», λέει. Κι είναι αλήθεια. Η ταινία θα μπορούσε να διαδραματίζεται σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου. Η ιστορία της όμως, για μια νεαρή κοπέλα γεμάτη ζωή, φολοδοξίες και όνειρα τα οποία ξεπάστρεψε για να κάτσει να διασφαλίσει τη βολή της μάνας της, πριν κοντέψει να πνιγεί στη θάλασσα από χρέη και τα σύννεφα από εξαπατήσεις που τής εχει κληροδοτήσει, θα μπορούσε να είναι κι η ιστορία της Ελλάδας της ίδιας από τη Μεταπολίτευση και δώθε. Κι ας ειναι για τον σκηνοθέτη και συνσεναριογράφο της καταρχήν μια φεμινιστική ιστορία, η οποία τυχαίνει να εκδηλώνεται μεσ’ στην καρδία της κρίσης.
Πώς προέκυψε το project για μια φεμινιστική ταινία στην καρδιά της Κρίσης; To project ξεκίνησε από τον χαρακτήρα της Μαρίας (Αγγελική Παπούλια). Κάποια στιγμή φανταστήκαμε (σσ: με την συν-σεναριογράφο Γιούλα Μπούνταλη) αυτόν τον χαρακτήρα, γράψαμε έναν μονόλογο που είναι πολύ κεντρικός στην ταινία, σε ένα group therapy γυναικών, κι εκεί καταλάβαμε ότι έχουμε μια ηρωίδα πάνω στην οποία μπορούμε να στηρίξουμε ολόκληρη ταινία. Μετά, σιγά – σιγά γύρω απ’ αυτό το πρόσωπο χτίστηκε όλο το υπόλοιπο στόρι. Το βασικό είναι ότι είχαμε έναν ήρωα μέσα από τον οποίο μπορούσαμε να ψάξουμε με τρόπο πολύ έντονα μη πολιτικά ορθό, τι είναι η ελευθερία του. Κι ένα πρόσωπο μας έδινε τη δυνατότητα μέσα στο παρόν του να συναντήσει όλα τα πράγματα του παρελθόντος του τα οποία διαψεύσθηκαν. Αυτό ήταν ένα πρόσωπο που εμένα με ενδιέφερε πάρα πολύ, και αυτό κυρίως γιατί είναι μια εμπειρία αρκετά συλλογική αυτή τη στιγμή, η εμπειρία της διάψευσης και της διαχείρισης της διάψευσης αυτής. Αυτό ήταν στην ουσία το κέντρο του χαρακτήρα κι αυτό το κέντρο ήταν κάτι που με ενδιέφερε πολύ να το διερευνήσω.
Αυτή η αντιπαράθεση με τη ματαίωση είναι μια σύγκρουση που προϋποθέτει και πολύ έντονη βία. Είναι μια βία που βιώνεις, που τη βλέπεις στην καθημερινότητά σου, ή υποτίθεται ότι έχουμε περάσει σε κάποιο άλλο στάδιο; Πολλή βία, ναι, αλλά νομίζω θέτεις την ερώτηση πολιτικά. Εγώ θα σου την απαντήσω υπαρξιακά. Αυτό είναι ένα πράγμα που δεν έχει να κάνει με την ιστορική συγκυρία. Δεν έχει να κάνει με το πού βρισκόμαστε, ή πού θεωρούμε ότι βρισκόμαστε. Έχει να κάνει με τη σύγκρουση που χρειάζεται να κάνουμε με τον εαυτό μας και τους οικείους μας –και με τη χώρα στην οποία ζούμε, κατ’ επέκταση– για να μπορέσουμε να βρούμε ο καθένας τον εαυτό του, να βρει ο καθένας αυτό που είναι. Αυτό δεν είναι συνάρτηση συγκυριακών σκαμπανεβασμάτων μιας χώρας. Είναι περισσότερο συνάρτηση του θάρρους που βρίσκει ο καθένας σε μια δεδομένη στιγμή. Από ‘κει και πέρα, η βία είναι εξίσου διαχρονική με την ανάγκη για τη σύγκρουση αυτή. Και όταν υπάρχει σύγκρουση, υπάρχει και βία –δεν είναι κάτι που μπορείς να το βγάλεις απ’ έξω. Ξέρεις, αν ήμουν πολιτικός μπορεί να μη σου μιλούσα έτσι, να σου έλεγα άλλα πράγματα για τη βία. Αλλά δεν είμαι πολιτικός, είμαι σκηνοθέτης κι ασχολούμαι με τους ανθρώπους. Και πολλές φορές ο τρόπος που πρέπει να επιτεθούμε στον εαυτό μας και στους άλλους πρέπει να είναι πιο ακραίος από τον συνηθισμένο, για να έχει κάποιο αποτέλεσμα.
Η σύγκρουση παρόντος παρελθόντος και τα εκρηκτικά της αποτελέσματα ήταν ένα κεντρικό μοτίβο και στην προηγούμενη ταινία σου, αυτή τη φορά όμως ο σεναριακός σου πυρήνας φαίνεται να έχει μετακινηθεί περισσότερο απ’ το συλλογικό στο στενότερο ατομικό και λίγο οικογενειακό. Ναι, η Χώρα Προέλευσης περιγράφει έναν τόπο που είναι η Κόλαση, με έναν τρόπο. Δηλαδή θαμπός, γεμάτος μυστικά που είναι αξεδιάλλυτα και μια σύγκρουση γεννεών πολιτική και οικογενειακή εντελώς ακραία. Δηλαδή με ένα τρόπο άγουρο και άγριο. Αυτό το πράγμα δημιουργεί ένα σκηνικό κόλασης. Και ψυχικά, αλλά και σε πιο ανοιχτό επίπεδο. Από ‘κει και πέρα, για ‘μένα το ζήτημα αυτή τη στιγμή δεν είναι αυτό. Το ζήτημα είναι το πώς κανείς λογαριάζεται με το παρελθόν, με έναν καθαρτήριο τρόπο. Για μένα η περίοδος της μεμψιμοιρίας και της σύγκρουσης ενός τύπου έχει τελειώσει –για ‘μένα προσωπικά τουλάχιστον, αλλά και πολλούς ανθρώπους που ξέρω γύρω μου. Υπάρχει μια νέα κατά κάποιο τρόπο εποχή, στην οποία κανείς πρέπει να βρει πού πατάει. Και πώς να λογαριαστεί μια και καλή με ορισμένα πράγματα προς τα πίσω. Να μην αφήσει δηλαδή όλο αυτό να γίνει ένας βάλτος μέσα στον οποίο βυθίζεται, αλλά να κάνει όποια είναι αυτή η κίνηση που πρέπει να κάνει, για να βγει απ’ αυτό το πράγμα. Και δεν το λέω μόνο πολιτικά αυτό, γιατί όποτε μιλάμε μόνο πολιτικά για τις ταινίες το πράγμα γίνεται φθηνό. Το θέμα είναι στην καρδιά του ήρωα. Του ήρωα μέσα σε μια εποχή και μια κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, σίγουρα, αλλά του χαρακτήρα πρώτα απ’ όλα, κι ύστερα του υποβάθρου που κι αυτός σε κάποιο βαθμό καθορίζει. Αλλά αυτά όλα έρχονται πιο πίσω. Ο χαρακτήρας και οι τάσεις ορισμένων κομματιών της κοινωνίας είναι αλληλένδετα, και το ένα κάνει το άλλο απρόβλεπτο. Αλλά για μένα το κέντρο είναι πάντα στο χαρακτήρα.
Είναι αισιόδοξη, ή απαισιόδοξη η ταινία; Αυτό εξαρτάται από τις επιθυμίες και τα βιώματα κάθε θεατή, στην πραγματικότητα. Για έναν άνθρωπο σαν εμένα, η ταινία έχει ένα πάρα πολύ αισιόδοξο πυρήνα. Το ότι αυτός ο χαρακτήρας, αυτός ο γυναικείος χαρακτήρας, σ’ ένα συγκεκριμένο περιβάλλον γεμάτο νταηλίκια δεξιά κι αριστερά, καταφέρνει να κάνει αυτό που κάνει και να έρθει σε τέτοια σύγκρουση με τον εαυτό του, με το φύλλο του, με τη χώρα, με την οικογένειά του, όλα αυτά προϋποθέτουν θάρρος. Κι όταν το θάρρος γίνεται πράξη, αυτό έχει πάντα κάτι που μου δίνει ελπίδα.
Έχουμε, βέβαια, την ιστορία μιας γυναίκας σκλαβωμένης στις περιστάσεις της, η οποία κάνει ό,τι πρέπει για να απελευθερωθεί, αλλά αυτές τις οι πράξεις έχουν ολέθριες συνέπειες σε αθώους γύρω της, οι οποίες όμως δεν φαίνεται να την ενδιαφέρουν. Όλο αυτό δεν κάνει την έκρηξή της κομματάκι εγωκεντρική; Όπως εγωκεντρικά ήταν και τα κίνητρα όσων την είχαν φυλακίσει; Οπότε θα μπορούσε κανείς να πει ότι τρόπον τινά η ηρωίδα διαιωνίζει την κατάσταση κληροδοτώντας το πρόβλημα στην επόμενη γενιά. Μ’ αρέσει αυτό που λες, όπως το λες. Δεν είναι ο τρόπος που το έχω σκεφτεί, αλλά μου φαίνεται ότι είναι ακριβές σε σχέση με την ταινία. Η ταινία παρουσιάζει μια αλληλουχία αιτίου – αιτιατού και κινήτρων – αποτελεσμάτων, που είναι ακριβώς όπως την περιγράφεις. Αυτό που μπορώ κάπως να σου πω σε σχέση με αυτό, είναι το εξής: Καμιά φορά έχουμε τη ρομαντική ιδέα ότι μπορείς να αλλάξεις τα πράγματα στη ζωή σου και γύρω να μην ανοίξει μύτη. Αυτό όμως είναι όσο είναι ρομαντικό, άλλο τόσο είναι και ψεύτικο. Επίσης είναι ναρκισσιστικό. Γιατί πιστεύεις ότι μέσω της αγάπης της δικιάς σου, μπορείς να το καταφέρεις δεν ξέρω τι. Αυτό είναι ναρκισσισμός, δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι ότι οι άνθρωποι γύρω μας πληγώνονται και μας πληγώνουν, ανάλογα με τις αποφάσεις που παίρνουμε και παίρνουν. Και αυτό γιατί μπορείς να αποφασίσεις να ζεις όπως θέλουν οι άλλοι, ή όπως έχεις νομίσει εσύ κάποια εποχή ότι θέλεις να ζήσεις, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να θελήσεις κάποια στιγμή αυτό να το αλλάξεις. Εκεί, δεν είναι ότι δεν θα ανοίξει μύτη. Εκεί υπάρχει μια απόφαση για τον καθένα κι εκεί κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Υπάρχει όμως κάτι το οποίο για μένα είναι παρήγορο, στον τρόπο με τον οποίο αυτή η ηρωίδα αποφασίζει να κάνει τα πράγματα.
Η ταινία έχει παίξει σε πάνω από δέκα διαφορετικές χώρες, είναι διαφορετικός ο τρόπος που μιλά στα διαφορετικά κοινά; Παραδόξως όχι, οι αντιδράσεις τους είναι ίδιες. Το ίδιο στο Βραζιλία, το ίδιο στην Ελλάδα. Κι αυτό μου αρέσει πολύ. Κι είναι και μια ταινία, που πέρα από όλα τα υπόλοιπα, είναι και πολύ βατή. Υπάρχει απόλαυση στο κομμάτι με τα αυτοκίνητα ας πούμε, με την καταδίωξη, υπάρχουν κομμάτια κινηματοραφικά στην ταινία, που τα βλέπω να λειτουργούν πάντα και παντού. Λειτουργεί πολύ κι ο χαρακτήρας, οι ερωτήσεις που κάνει το κοινό είναι πάρα πολύ όμοιες μεταξύ τους, είναι εννιαίου τύπου ας πούμε, κι είναι παρόμοιες κι οι αντιδράσεις τους. Απ’ το σοκ μέχρι τον ενθουσιασμό κι απ’ το γέλιο ως τη συγκίνηση. Και μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτό.
Πολύ ενδιαφέρουσα η ιδέα του να προσεγγίσεις τη σχέση του ζευγαριού ως μια ιστορία οικειότητας μέσα από τη σαρκική του επαφή, αλλά και το τέλος της, μέσα από μια σκηνή όπου η ηρωίδα βλέπει διάφορα πορνό βιντεάκια στο youporn, είναι έκσταση. Πώς προέκυψε αυτή η σκηνή; Αυτή είναι μια σκηνή… Η ταινία λειτουργεί πάρα πολύ με βάση τη σεξουαλικότητα, αυτός είναι ένας πάρα πολύ βασικός κώδικας της ταινίας. Από την αρχή, όλη η ιστορία λέγεται μέσα από τη σεξουαλικότητα. Σ’ αυτή τη σκηνή που είναι αυτή η γυναίκα σ’ ένα internet cafe, έχεις από τη μια μεριά όλη τη μπαναλιτέ της σεξουαλικότητας, το τετριμμένο, κι από την άλλη μεριά το απόλυτα προσωπικό αυτών των δυο ανθρώπων. Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή αυτών των δυο χαρακτήρων. Ένα τελείως συγκεκριμένο και προσωπικό πράγμα. Υπάρχει αλήθεια και στα δύο κατά τη γνώμη μου. Και στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ο χαρακτήρας κάνει αυτό το βήμα, ταυτόχρονα εκθέτοντας ένα πολύ ευαίσθητο και σημαντικό κομμάτι του. Είναι πάρα πολύ ευάλωτη σ’ αυτή τη σκηνή, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους άντρες που κάθονται εκεί γύρω. Υπάρχει δηλαδή το κομμάτι του θάρρους και της δυναμικότητας σ’ αυτή τη σκηνή, που είναι ένα χαρακτηριστικό της ηρωίδας που μας καθοδηγεί σ’ όλη την ταινία, κι ύστερα είναι και το άλλο κομμάτι, ότι αυτός ο χαρακτήρας μπορεί να αντιμετωπίσει το πώς η σεξουαλικότητά μας είναι τη ίδια στιγμή κάτι το εξαιρετικά σημαντικό, προσωπικό, ισχυρό, αλλά και κάτι απόλυτα τετριμμένο.
Αποσυναισθηματικοποιεί η τσόντα; Δε θα το έλεγα, δε θα χρησιμοποιούσα αυτή τη λέξη. Όταν μιλάμε για το σεξ, η αλήθεια είναι ότι ο καθένας πάντα μιλάει για τον εαυτό του, επομένως είναι απόλυτα προσωπικό. Το πρόβλημα, όταν μιλάς για το σεξ, είναι να μιλάς γενικά. Επομένως δε θα χρησιμοποιούσα τίποτα γενικό.
*Η Έκρηξη, σε σκηνοθεσία Σύλλα Τζουμέρκα και σενάριο του ιδίου και της Γιούλας Μπούνταλη, με τους Αγγελική Παπούλια, Μαρία Φιλίνη, Θέμιδα Μπαζάκα, Γιώργο Μπινιάρη κ.ά., βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 27 Νοέμβρη, σε διανομή της Strada Films.