Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος αναμετριέται για τρίτη φορά με τον «Γλάρο» του Άντον Τσέχοφ. Έχοντας σκηνοθετήσει το έργο στο Εθνικό Θέατρο της Κραϊόβα το 2015, αλλά και το 2018 σε μια συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και του Θεσσαλικού Θεάτρου, επιστρέφει ξανά στο ίδιο κείμενο, που μιλά με χιούμορ και αδυσώπητη αλήθεια για μεγάλα θέματα της ζωής: τη ματαίωση των ονείρων, τη σταδιακή υποταγή σε κάθε λογής συμβιβασμούς, αλλά και την αντίσταση σε ό,τι μας βαλτώνει, σε ό,τι αποτελεί εμπόδιο στην αέναη αναζήτηση της ευτυχίας. Αυτή τη φορά απαντά στις ερωτήσεις της Popaganda για την ενασχόλησή του με το εμβληματικό κείμενο.
Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε τον «Γλάρο» του Τσέχοφ; Έχω την εντύπωση πως τα σπουδαία έργα δεν τα επιλέγεις, σε επιλέγουν. Έρχονται και σε συναντάνε σε μια στιγμή της ζωής σου που νιώθεις ότι κάνεις μέσα σου σημειωτέον. Σε μια στιγμή που έχεις ανάγκη μια ώθηση. Κάτι να σε πάει παραπέρα. Νιώθω λοιπόν πολύ τυχερός που ο συναντήθηκα με τον Γλάρο και ακόμα πιο τυχερός που ακόμα δεν ξέρω για που με ταξιδεύει .
Ποια η σκηνοθετική προσέγγιση και πώς την αναπτύξατε στις πρόβες; Η σκηνοθετική μου προσέγγιση, λοιπόν, στηρίζετε σε αυτή ακριβώς την άγνωστη πορεία. Με μεγάλη περιέργεια ξεκινήσαμε να δουλεύουμε το έργο πριν από ένα χρόνο και ακόμα και σήμερα ο συγγραφέας του έργου μας εκπλήσσει με το πόσο χειρουργικά αντιμετωπίζει τις σχέσεις των ανθρώπων. Μέσα στην παράσταση υπάρχει ένας παρατηρητής ο Γιάκοφ, ο υπηρέτης της οικογένειας. Μέσα από τα μάτια του αυτού του υπηρέτη παρακολουθούμε τις ζωές α των ηρώων του έργου. Τις χαρές τους, τις λύπες τους, τους έρωτες και τις ματαιώσεις τους.
Ποιο είναι το πιο δυνατό σημείο της παράστασης για εσάς; Νομίζω πως αυτό που κάνει την παράσταση διαφορετική είναι πως είναι αποτέλεσμα καθαρά συλλογικής εργασίας. Έχοντας δουλέψει ήδη μια φορά το έργο στο Εθνικό Θέατρο της Κραϊόβα στη Ρουμανία, είχα την ανάγκη να προχωρήσω τη σχέση μου με το έργο. Ένιωσα λοιπόν την ανάγκη να εμπιστευθώ απόλυτα τους συνεργάτες μου, να τους δώσω περισσότερο χώρο έκφρασης.
Αν θέλατε να πέντε γραμμές να πείσετε έναν θεατή να επιλέξει τη δική σας παράσταση -ανάμεσα στην πληθώρα έργων που ανεβαίνουν στις θεατρικές σκηνές- τι θα του λέγατε; Νομίζω πως είναι η χαρά της επικοινωνίας. Η παράσταση αυτή δουλεύτηκε με πολύ μεγάλη χαρά. Χαρά για την επαφή μας με τον συγγραφέα και το έργο του, χαρά για τη συνάντηση μας. Αυτή θέλω να είναι η κινητήρια δύναμη της παράστασης. Η χαρά.
Είναι εύκολο για μια θεατρική ομάδα ή έναν σκηνοθέτη να βρει στέγη και να παρουσιάσει τη δουλειά της/του; Εσείς ποιες δυσκολίες τυχόν αντιμετωπίσατε στο παρελθόν; Ζω και εργάζομαι στη Θεσσαλονίκη. Η συνθήκη δεν είναι πολύ διαφορετική από αυτή της Αθήνας. Κι εκεί υπάρχουν πολλές ομάδες που ψάχνουν έναν χώρο έκφρασης. Δημιουργοί που δεν καταφέρνουν να επικοινωνήσουν τη δουλειά τους. Σε μια ανάλογη κατάσταση βρισκόμουν κι εγώ πριν από χρόνια. Δεν μπορούσα όμως να περιμένω από τους άλλους να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μένα. Μαζί με μια ομάδα ανθρώπων κάναμε τις Νέες Μορφές, την δίκη μας ομάδα που στεγάστηκε σε έναν μη θεατρικό χώρο και εκεί μοιραζόμασταν με το κοινό τις παραστάσεις μας. Πιστεύω πως οι νέοι δεν πρέπει να περιμένουν να δημιουργηθούν οι συνθήκες αλλά να δημιουργούν οι ίδιοι.