Τι πέτυχε η Frontex στην Λαμπεντούζα, Τζιανφράνκο Ρόζι;

Τον περασμένο Φλεβάρη το Fuocoammare / Φωτιά στη Θάλασσα του Gianfranco Rosi έγινε το πρώτο ντοκιμαντέρ που κατάφερε να κερδίσει τη Χρυσή Άρκτο, σε ολόκληρη την ιστορία του Φεστιβάλ Βερολίνου. Η επιλογή φυσικά και δεν ήταν τυχαία: πέρα απ’ τις αρετές της νέας δουλειάς του ντοκιμαντερίστα που μερικά χρόνια πριν είχε πετύχει αντίστοιχο ρεκόρ με το Sacro GRA στο φεστιβάλ Βενετίας (πρώτο ντοκιμαντέρ που απέσπασε το Χρυσό Λέοντα – και τα δύο με ανάθεση και παραγωγή της RAI), η βράβευση του Fuocoammare / Φωτιά στη Θάλασσα ήρθε κι ως επιστέγασμα ενός ανθρωπιστικού νήματος που διέτρεχε ολόκληρο το φεστιβάλ.

«Το Fuocoammare πηγαίνει στην καρδιά όλων όσων συμβολίζει η Berlinale» σημείωσε η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής και συνεπής ακτιβίστρια Meryl Streep, στην βραδιά της λήξης μιας διοργάνωσης που, εκτός από πλήθος ταινιών περί του προσφυγικού στο πρόγραμμά της, μοίρασε δωρεάν εισιτήρια σε εκατοντάδες αιτούμενους ασύλου στο Βερολίνο, προσέλαβε μερικές δεκάδες πρόσφυγες προσφέροντάς τους την ευκαιρία να αποκτήσουν επαγγελματική εμπειρία εντός κι εκτός του φεστιβάλ, κι επιπλέον μάζεψε σχεδόν €30,000 σε δωρεές, κατά τη διάρκεια των προβολών και των παράλληλων εκδηλώσεών της. Ήταν λοιπόν επόμενο, στη διάρκεια της μεγάλης βραδιάς της τελετής λήξης, δυο μικρού μήκους ταινίες ασχολούμενες με το προσφυγικό να καταλήξουν στις λίστες των βραβείων, όπως ήταν και επόμενο το ντοκιμαντέρ του Gianfranco Rosi να δικαιούται λίγο περισσότερο μια καλή ευκαιρία να κερδίσει το μεγάλο βραβείο της βραδιάς, τουλάχιστον από αρκετές άλλες ταινίες.

Στη μέση της θαλάσσιας απόστασης που χωρίζει την Τυνησία από τη Σικελία, την Αφρική από την Ευρώπη, τον αναπτυσσόμενο απ’ τον αναπτυγμένο κόσμο, η Λαμπεντούζα έχει γίνει τα τελευταία χρόνια ο πρώτος σταθμός εισόδου για χιλιάδες πρόσφυγες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Το όνομα του νησιού είναι ταυτισμένο με τη φρίκη και την οδύνη χιλιάδων ανθρώπων που ξεβράστηκαν στις ακτές του σε κατάσταση αθλιότητας, κι ακόμα περισσότερο με τις άλλες χιλιάδες ανθρώπων, που δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν ως το τέλος αυτού του ταξιδιού. «Κάθε φορά που ηχούσε το λήμμα “Λαμπεντούζα”, ξυπνούσε μέσα μας την τραγωδία», σημειώνει κι ο Gianfranco Rosi, αυτό που λίγο είναι γνωστό όμως, είναι οι ιστορίες των ντόπιων. Των κατοίκων του νησιού, και τη δική τους σχέση με αυτό το έντονα φορτισμένο κλίμα που τους περιβάλλει. Αυτό είχε θελήσει η ιταλική τηλεόραση Rai να καταγράψει και να αναδείξει, κι αυτό ανέθεσε στον Gianfranco Rosi, που έβαλε στόχο να εντοπίσει «την αλήθεια της καθημερινότητας». Όταν ο Rosi όμως έφτασε εκεί, αυτό που βρήκε δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμεναν.

«Όταν πάτησα το πόδι μου για πρώτη φορά στο νησί, αυτό που συνάντησα ήταν μια κατάσταση διακοπής απ’ τις εικόνες που είχαμε συνηθίσει» λέει ο Gianfranco Rosi, που μίλησε στην Popaganda για το «επείγον, ευαίσθητο, κι απαραίτητο» ντοκιμαντέρ του, όπως το είχε χαρακτηρίσει η Meryl Streep μερικούς μήνες νωρίτερα. «Το κέντρο υποδοχής είχε καεί, κι έτσι οι πρόσφυγες είχαν σταματήσει να καταφθάνουν, οπότε βρισκόμασταν σε μια περίοδο όπου αυτό που επικρατούσε ήταν οι παραδοσιακές συνθήκες ζωής του νησιού. Ύστερα, τον Οκτώβριο του ‘14 δημιουργήθηκε το Mare Nostrum, μια πρωτοβουλία της κυβέρνησης που ουσιαστικά μετέφερε τα σύνορα της Ιταλίας απ’ τις ακτές της Λαμπεντούζα στην ανοιχτή θάλασσα. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο η άφιξη και διαχείριση των ανθρώπων αυτών απέκτησε θεσμική υφή, με αποτέλεσμα η ζωή των κατοίκων να μην έχει επαφή με τους μετανάστες».

«Ο μόνος τρόπος να λυθεί το πρόβλημα, είναι να στηθεί μια ανθρωπιστική γέφυρα απ’ τη Λιβύη στην Ευρώπη, ούτως ώστε οι άνθρωποι αυτοί να μην αναγκάζονται να κινδυνεύουν διασχίζοντας μια θάλασσα που απειλεί να τους καταπιεί.»

Πράγματι, αυτό που απεικονίζεται στο μεγαλύτερό του βαθμό στο ντοκιμαντέρ, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά τους κατοίκους της Λαμπεντούζα, είναι μια κατάσταση κανονικότητας. Σ’ ένα νησί του οποίου οι μέρες μοιάζουν προκαθορισμένες απ’ τη μοίρα, ο 11χρονος Σαμουήλ -που αναδεικνύεται αυτοδικαίως ως πρωταγωνιστής της ταινίας – περνά τις παιδικές του μέρες γεμίζοντάς τες με την ανεμελιά ενός πιτσιρίκου που οδεύει νομοτελειακά προς την ενσωμάτωσή του στην κοινότητα που γεμίζει τη γη ανάμεσα στις ακτές του νησιού: μια φιλήσυχη, υπομονετική κοινωνία ψαράδων, των οποίων μόνος αντίπαλος και φόβος είναι ο ανάποδος καιρός. Με αυτήν την έννοια, δεν θα μπορούσε να πει κανείς πως η ταινία του Rosi είναι ένα ντοκουμέντο της ευστοχίας των επιχειρήσεων της Frontex και του Mare Nostrum; «Ήταν μια πολύ ευαίσθητη ισορροπία αυτή που διαταράχθηκε» σημειώνει ο Rosi, «και δεν νομίζω ότι μπορείς να την χαρακτηρίσεις επιτυχία: πολύ περισσότεροι άνθρωποι χάθηκαν απ’ αυτούς που σώθηκαν», καταλήγει.

«Το βέβαιο είναι πως, παλιότερα, οι αφίξεις στην Λαμπεντούζα ήταν εντελώς τυχαίες» διευκρινίζει ο σκηνοθέτης. «Τα πλοία προσάραζαν σε διάφορα σημεία του νησιού, μετανάστες κατέφθαναν ανά πάσα στιγμή και από κάθε κατεύθυνση, και οι κάτοικοι του νησιού υπέφεραν από όλο αυτό. Κι επιπλέον, συντελούταν μια ολοκληρωτική οικολογική καταστροφή, με χιλιάδες πλοιάρια να καταφθάνουν και να εγκαταλείπονται – από ένα σημείο κι έπειτα, η Λαμπεντούζα είχε μετατραπεί σε ένα νεκροταφείο πλοίων, άλλα στις ακτές, άλλα στη θάλασσα, τα οποία χρειάστηκε ούτε ξέρω πόσα χρόνια για να απομακρυνθούν. Η μεταφορά των συνόρων απ’ τη γη στη θάλασσα, νομίζω απέτρεψε απ’ το να πεθάνουν πολλοί άνθρωποι στα μισά της θάλασσας, σίγουρα, στην αρχή τουλάχιστον. Ανέλπιστα όμως, εκεί που στην αρχή τα πλοιάρια έφευγαν από τη Λιβύη για να κάνουν ένα μακρύ ταξίδι 4-5 ημερών κι ήταν πιο προσεγμένα, απ’ τη στιγμή που τα σύνορα ήρθαν πιο κοντά, οι διακινητές άρχισαν να βάζουν κόσμο σε ό,τι βάρκες μπορείς να φανταστείς, φουσκωτές χωρίς αέρα, με πάρα πολύ κόσμο επάνω, χαλασμένες μηχανές, γιατί έτσι κι αλλιώς θα τους διέσωζαν μεσοπέλαγα. Κι έτσι, αυτές οι πολιτικές του Mare Nostrum είχαν ως ύστερο αποτέλεσμα πολύ περισσότεροι άνθρωποι να χάνονται στη θάλασσα, όπως φαίνεται και στην ταινία».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Λίγο μετά την βράβευσή του στο Βερολίνο, ανάμεσα στα υπόλοιπα συγχαρητήρια τηλεφωνήματα, ο Rosi δέχτηκε και ένα το οποίο χαρακτηρίζει ως πάρα πολύ θεσμικό: «Με πήρε τηλέφωνο ο Matteo Renzi για να με συγχαρεί, και παρ’ ότι ήξερα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να έχει δει την ταινία, προφανώς κάποιοι του την είχαν διηγηθεί με αρκετή λεπτομέρεια, ώστε να μιλάει γι’ αυτήν σα να την έχει δει – είναι βέβαια έτσι κι αλλιώς ένας άνθρωπος πολύ επικοινωνιακός». Στα πλαίσια αυτού του επικοινωνιακού του χαρίσματος εντάσσει ο Rosi και την πρωτοβουλία του Ιταλού πρωθυπουργού να προσφέρει DVD του Φωτιά στη Θάλασσα στους Ευρωπαίους ηγέτες πριν την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής για το προσφυγικό, κίνηση την οποία περιγράφει σαν επικοινωνιακό τσίρκο. «Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ την Angela Merkel να κάθεται μπροστά στον υπολογιστή της και να βλέπει το DVD», σημειώνει, και δηλώνει βέβαιος ότι κανείς απ’ τους ηγέτες δεν είδε ποτέ την ταινία.

«Απ’ τη στιγμή που ολοκληρώνεις μια ταινία, το έργο σου ανήκει στο κοινό, κι ο καθένας μπορεί να το κάνει ό,τι θέλει» απαντά χαμογελώντας, στην ερώτηση αν τον πείραξε που το έργο του χρησιμοποιήθηκε ως επικοινωνιακό πυροτέχνημα. Δεν είναι όμως κι αυτό ενδεικτικό της αποπροσανατολιστικής ελαφρότητας με την οποία οι πολιτικοί προσεγγίζουν το πρόβλημα; «Όντως είναι», σημειώνει, «γιατί στην πραγματικότητα ο μόνος τρόπος να λυθεί το πρόβλημα, είναι να στηθεί μια ανθρωπιστική γέφυρα απ’ τη Λιβύη στην Ευρώπη, ούτως ώστε οι άνθρωποι αυτοί να μην αναγκάζονται να κινδυνεύουν διασχίζοντας μια θάλασσα που απειλεί να τους καταπιεί. Αντίθετα όμως, το μόνο που κάνουν οι ηγεσίες μας είναι να ξαναστέλνουν αυτούς τους ανθρώπους εκεί απ’ όπου ήρθαν, και νομίζω ότι αυτό είναι απαράδεκτο. Κι όσο αυτές οι αποφάσεις αφήνονται μεμονωμένα στα κράτη, κι άρα έτσι εξαρτώνται απ’ το πόσες ψήφους μπορεί να μαζέψει ο κάθε ένας ηγέτης για να παραμείνει στην εξουσία, τόσο η Ευρώπη και η πολιτικής της θα ηττώνται».

«Κάθε φορά που ηχούσε το λήμμα “Λαμπεντούζα”, ξυπνούσε μέσα μας την τραγωδία»

Γυρίζοντας πίσω στον Σαμουήλ, το αξιαγάπητο 11χρονο αγόρι που, τριγυρίζοντας το νησί με την κάμερα από πίσω του, κουβαλά σχεδόν μόνο του την αφήγηση της ταινίας, δεν είναι δύσκολο να αναρωτηθεί κανείς αν ο Rosi διαισθάνθηκε μια κάποια συμβολική φόρτιση να καταλαμβάνει τον μικρό του ήρωα, όταν στα μισά της ταινίας ανακαλύπτει πως στο ένα του μάτι – και μάλιστα το αριστερό – έχει σχεδόν μηδενική όραση. «Απόλυτα, ναι», παραδέχεται, και προσθέτει πως «στην πραγματικότητα, ολόκληρος ο εσωτερικός κόσμος αυτού του παιδιού φέρει ένα είδους συμβολισμού, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο διατρέχει όλη την ταινία, ισορροπώντας τους δυο παράλληλους κόσμους των κατοίκων και των προσφύγων».

Μια απ’ τις πιο χαρακτηριστικές, ενδεικτικές της ανθρώπινης κατάστασης σκηνές της ταινίας, είναι αυτή όπου ο Σαμουήλ, παρέα με το φιλαράκι του, κατατσακίζουν μια στιβάδα από κάκτους με τη σφεντόνα τους, κι ύστερα προσπαθούν να ξαναενώσουν τα κομματιασμένα τους φύλλα με μαύρη μονωτική ταινία. «Είναι ακριβώς σαν κι εμάς, την ευρωπαϊκή κοινωνία μας» λέει ο Rosi: «συνεχώς δημιουργούμε προβλήματα, κι ύστερα προσπαθούμε να τα φτιάξουμε, αλλά στην πραγματικότητα προφανώς και δεν τα φτιάχνουμε. Κι έτσι είμαστε και στην πολιτική μας, βλέπουμε απ’ το ένα μάτι μονάχα, αν και τώρα τελευταία έχω την αίσθηση ότι δεν βλέπουμε από κανένα!».


Το ντοκιμαντέρ Φωτιά στη Θάλασσα, του Gianfranco Rosi, βραβευμένο με Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 14 Απριλίου, σε διανομή της Strada Films.
Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης