Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Οι Ghostbusters γίνονται 30

Αρχικά γραμμένη απ’ τον Dan Aykroyd για τον ίδιο και τον φίλο του τον John Belushi, η ταινία που βασίστηκε στην μακρά παράδοση της οικογένειας Aykroyd να προσπαθεί να επικοινωνήσει με το επέκεινα, ήταν ένα project που κόντεψε να βυθίσει τον παραγωγό που την ενέκρινε, πριν μείνει στην Ιστορία του Hollywood ως μια απ’ τις εμβληματικότερες κωμωδίες όλων των εποχών. Βλέπεις, πριν τρεις δεκαετίες που γυρίστηκε, τα πράγματα δεν ήταν όπως είναι σήμερα: το Hollywood μόλις που γνωριζόταν με τα κύματα των ηθοποιών που προσπαθούσαν να εισβάλουν απ’ την τηλεόραση, το μεταφυσικό δεν ήταν κάτι που παντρευόταν εύκολα με το κωμικό δυναμικό και η ιδέα του να εισάγεις κοστοβόρα ψηφιακά εφέ σε κωμωδία, αντιμετωπιζόταν ως σύμπτωμα σχιζοφρένειας στην εποχή που concepts όπως το Men in Black ήταν άγνωστοι πλανήτες.

Η δεκαετία του ’70 δεν ήταν καλή περίοδος για την αμερικανική κωμωδία. Σίγουρα υπήρχε ο Woody Allen, που έσκασε το ’71 με το Bananas κι ύστερα έφτασε να διεκδικεί Όσκαρ με τα Annie Hall / Νευρικός Εραστής και Manhattan του, όμως στην πραγματικότητα, με την εξαίρεση των σποραδικών εμφανίσεων του Mel Brooks και το μοντερνιζέ slapstick του Young Frankenstein / Frankenstein Jr και του Blazin Sadles / Μπότες Σπιρούνια και Καυτές Σέλες, η μόνη ωμή, εκλαϊκευμένη, ακομπλεξάριστη και απενοχοποιημένη διέξοδος που είχε το αμερικανικό κοινό απ’ την ασταμάτητη επέλαση εφηβικών λοβοτομών του Herbie του σκαραβαίου, ήταν η τηλεόραση. Και συγκεκριμένα μια αιρετική, ανατρεπτική εβδομαδιαία επιθεώρηση, που ξεκίνησε να κάνει για την κωμωδία ό,τι έκαναν οι Beatles για τη μουσική, και κατέληξε να ξεγεννάει κωμικά ταλέντα, η φήμη κι η επίδραση των οποίων στο κοινό (και δη της Νέας Υόρκης) συναγωνιζόταν εκείνη οποιοδήποτε περαστικού Mick Jagger.

Το Saturday Night Live, που ξεκίνησε τις πρώτες εκπομπές του το 1975, δεν έκανε απλώς τομή στην τηλεοπτική ψυχαγωγία των Αμερικανών, αλλά εδραίωσε και το είδος της κωμωδίας που θα έμπαζε το κινηματογραφικό χιούμορ στη νέα δεκαετία. Κωμικά ανοσιουργήματα όπως το National Lampoon’s Animal House / Ένα Τρελό Τρελό Θηριοτροφείο, το Caddyshack / Το Κλαμπ με τις Λολές, το Meatballs / Μεζεδάκια και το Stripes / Δυο Τρελοί Τρελοί Κομάντος οδήγησαν στην ενηλικίωση του screwball και έμπασαν στις μεγάλες οθόνες κωμικούς υπεραστέρες όπως ο Chevy Chase, o Bill Murray και ο John Belushi, ενώ έχοντας πια αποχωρήσει απ’ το SNL με καμιά 60αριά επεισόδια στο ενεργητικό του ως σεναριογράφος, ο Dan Aykroyd είχε φτιάξει τη φήμη του ως «ο Βεζούβιος των κωμικών ιδεών», γράφοντας συνεχώς και προτείνοντας σενάρια για ταινίες και σειρές.

Ένα απόγευμα, καθισμένος στην αυλή της οικογενειακής του φάρμας, εκεί που είχε μάθει να πιστεύει στα φαντάσματα και να αντιμετωπίζει το παραφυσικό ως μια χαριτωμένη, έστω και φτιαχτή πλευρά της ζωής, ξεφύλλιζε ένα παραψυχολογικό περιοδικό, μέχρι που ένα άρθρο του έδωσε την ιδέα για παγίδες φαντασμάτων. Και την απορία για το πώς μια τέτοια συσκευή, θα μπορούσε να συνταιριαστεί με το σύμπαν των φαντασματοϊστοριών των κινηματογραφικών ‘30s. «Απ’ τον Abott και τον Costello, μέχρι τον Bob Hope, λίγο-πολύ όλες οι κωμικές ομάδες είχαν κάνει από μια ταινία με φαντάσματα», είπε, κι έχοντας ήδη την επιτυχία των κινηματογραφικών Blues Brothers πίσω του, άρχισε να γράφει το καινούριο του σενάριο για τον ίδιο και τον κολλητό του, John Belushi.

Με τον Belushi είχαν γνωριστεί σ’ ένα speakeasy μπαρ στο Σικάγο, ένα απ’ τα αγαπημένα στέκια του Aykroyd, όπου είχε δεχτεί να συναντηθούν για να συζητήσουν το ενδεχόμενο συνεργασίας τους στο SNL, με τις παραπονιάρικες νότες των blues να γεμίζουν το χώρο. Οι δυο τους όχι απλώς ταίριαξαν αμέσως, αλλά αποφασισμένος να εισάγει τον Belushi στα blues και να τον ξεκολλήσει απ’ την heavy metal, ο Aykroyd ξεκίνησε έναν μακρύ κύκλο σεμιναρίων που έκανε τους δυο φίλους πρακτικά αχώριστους κι αποτέλεσε και τη βασική αφορμή για το σκετσάκι των Blues Brothers στο SNL. Η συνεργασία τους στο project με τα φαντάσματα ήταν άρα δεδομένη, μέχρι που, ενώ ήταν πάνω απ’ τη γραφομηχανή γράφοντας ατάκες για το φίλο του, έλαβε το τηλεφώνημα που τον ενημέρωνε για τον πρόωρο χαμό του Belushi.

Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Aykroyd ανέβαινε στη σκηνή των Όσκαρ για να παραδώσει μόνος του το βραβείο που ήταν προγραμματισμένο να παρουσιάσουν μαζί. Το αφιέρωσε στο φίλο του λέγοντας πόσο θα χαιρόταν ο Belushi να είναι εκεί μαζί του, «μια και ήταν ένα Οπτικό Εφέ από μόνος του». Για του λόγου το αληθές, η μνήμη του Belushi απέκτησε καινούρια μορφή στο σενάριο του Aykroyd, μια και η άκομψη σωματοδομή, ο ακόρεστος ψυχισμός και το σκανδαλιάρικο αλλά καλοκάγαθο ταμπεραμέντο του, αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης για τον Γλίτσα, το πιο αξιαγάπητο απ’ όλα τα φαντασματάκια της σειράς, και το καραχαρακτηριστικότερο και πιο καλοφτιαγμένο απ’ τα ειδικά εφέ της ταινίας.

Περίπου τις 200 έφτασαν οι λείψεις ειδικών εφέ που θα χρειαζόταν για να δημιουργηθεί ο κόσμος των Ghostbusters, αριθμός ανήκουστος για κωμωδία της εποχής, κι αυτό μετά τα μπλόκια από σελίδες ολόκληρες που έκοβε με χειρουργική ψυχρότητα ο Ivan Reitman, απ’ το σενάριο που του είχε παραδώσει ο Dan Aykroyd όταν τον έπεισε να συνεργαστεί μαζί του στην δεύτερη γραφή. Μια δεύτερη γραφή που πήρε την ιδέα του Aykroyd για διαπλανητικά ταξίδια και περάσματα σε διαφορετικές διαστάσεις και παράλληλες πραγματικότητες, και την γείωσε σε μια ρεαλιστική απεικόνιση στην καθημερινότητα της σύγχρονης Νέας Υόρκης. Εφάρμοσε το «ντόμινο του ρεαλισμού», όπως το έλεγε, το οποίο δεν βοήθησε μόνο την δραματουργική κλιμάκωση της ταινίας παρέχοντας το ιδανικό αποδραματοποιημένο έδαφος που θα απογείωνε τις κωμικές φούγκες του Aykroyd, αλλά συγκράτησε και το budget σε ένα κάποιο μάλλον διαχειρίσιμο μέγεθος.

Οι αλλαγές του Reitman ήταν αρκετές τόσο για να πείσουν τον Harrold Rammis να καθίσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη, όσο και για να τον κάνουν να θελήσει να φορέσει την δεύτερη απ’ τις εμβληματικές στολές των φαντασματοκυνηγών. Την τρίτη θα την προσέφεραν στον άνθρωπο που θα ταύτιζε το πρόσωπό του με την ταινία ολόκληρη, αλλά και την καριέρα του με το ρόλο για χρόνια και δεκαετίες μετά. Και θα έδινε βέβαια στον Reitman ένα πάτημα να ζητήσει απ’ την Columbia γύρω στα $25 εκατομμύρια για budget, και να τα πάρει χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ο Bill Murray, βέβαια, διαβόητος για συμπεριφορά τόσο αλλοπρόσαλλη όσο απογειωτικά κι ασυναγώνιστα ήταν και τα κωμικά του ένστικτα, δεν δεσμεύτηκε στ’ αλήθεια με το project παρά μέχρι τη δεύτερη μέρα των γυρισμάτων, που έκανε και την πρώτη εμφάνισή του στο πλατώ.

Ο Murricane, όπως τον αποκαλούσαν τότε στους διαδρόμους των studio, έκανε το δημιουργικό επιτελείο να ιδρώνει από ανασφάλεια μέχρι να ξεκινήσει η παραγωγή, κι αν και τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν μέσα σε ασυνήθιστη καλοτυχία (μέχρι και το νομικό επιτελείο της Columbia κατάφερε να πάρει τα δικαιώματα για το κινηματογραφικό όνομα της ταινίας από ένα τηλεοπτικό καρτούν των ‘70s ονόματι The Ghost Busters, η ύπαρξη του οποίου ανακαλύφθηκε στα μισά των γυρισμάτων), όμως ο παραγωγός της ταινίας, Frank Price, δεν σηκώθηκε απ’ την ηλεκτρική καρέκλα μέχρι η ταινία να βγει στις αίθουσες. Έχοντας φορέσει μόνος του προβιά μαύρου προβάτου με το να εμπιστευθεί τέτοιο ποσό σε τηλεοπτικούς αλμπάνηδες, να δεχτεί να παράσχει τόσα ψηφιακά εφέ σε μια κωμωδία και να κρατηθεί μακριά από οποιαδήποτε απόφαση του σεναρίου, ο Price βρήκε εαυτόν σε μια δοκιμαστική, ενδοστουντιακή προβολή της ταινίας, να γελάει μόνος του σαν παλαβός, μέσα σε μια αίθουσα γεμάτη αγέλαστα κοστούμια που ακόνιζαν μαχαίρια.

Οι συνάδελφοί του τoν χτυπούσαν φιλικά στον ώμο, χαμογελώντας καθησυχαστικά και λέγοντάς του ότι όλοι κάποια στιγμή κάνουν κι από καμιά φλόμπα. Τελικά όμως, ο Frank είχε δίκιο. Στις 8 του Ιούνη του 1984, τέσσερις μήνες μετά από εκείνη την δοκιμαστική προβολή, οι Ghostbusters εξερράγησαν στην οθόνη. Με ρεκόρ ανοίγματος στο πρώτο Σαββατοκύριακο και ρεκόρ εισπράξεων στην πρώτη εβδομάδα, ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία στην μέχρι τότε ιστορία της Columbia. Η ταινία έμεινε στις αίθουσες για πάνω από τρεις μήνες, κι όλο το καλοκαίρι του ’84 «ήταν σα να πηγαίνεις σε rock συναυλία» όπως θυμάται κι ο Judd Apatow, που στα 16 του χρόνια τότε, ήρθε αντιμέτωπος με την ταινία που τον έκανε να θέλει να κάνει σινεμά.

Τον Οκτώβρη που ακολούθησε όλη η Αμερική είχε ντυθεί Ghostbusters για το Halloween, το Δεκέμβρη δεν υπήρχε χριστουγεννιάτικο δέντρο χωρίς φαντασματοδώρο από κάτω, η ταινία μάζεψε κοντά $240 εκατομμύρια στο αμερικανικό box office κι άλλα $55 περίπου στα διεθνή. Ξαφνικά οι στουντιάδες άρχισαν να ψάχνουν τηλεοπτικά ταλέντα να βάλουν στις ταινίες τους κι η Columbia απέκτησε μια απ’ τις εμβληματικότερες κωμωδίες όλων των εποχών. «Δεν είχες ξανακούσει κόσμο να γελάει, όπως γελούσε στις τιγκαρισμένες αίθουσες εκείνης της ταινίας», συνεχίζει ο Apatow, και η ταινία έγινε σημείο αναφοράς της pop κουλτούρας τόσο ακλόνητο, που ακόμη και σήμερα, 30 χρόνια μετά από την έξοδό της, δύσκολο να υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει το πολυθρύλητο Ghostbusters III κάπου ψηλά στη λίστα με τα sequels που εύχετε να γίνουν.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης