Η γεύση της μνήμης και οι αναμνήσεις ενός κριτικού εστιατορίων

Το 2011 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ο Αλβέρτος Αρούχ, γνωστός ως  Επίκουρος, σε μια εκπληκτική του ομιλία σχετικά με τη μεσογειακή κουζίνα, μάγεψε κάθε παρευρισκόμενο, που επέμενε, σε πείσμα των καιρών, να ασχολείται με το ελληνικό γαστρονομικό γίγνεσθαι και διάβαζε μετά μανίας τα άρθρα της πιο καυστικής πένας που πέρασε ποτέ από τις στήλες με κριτικές εστιατορίων. Ο τίτλος εκείνης της εκδήλωσης ήταν «Ιστορίες γύρω από ένα τραπέζι: Η τέχνη του φαγητού και των σχέσεων» και πιθανόν να τον επηρέασε τόσο ώστε λίγο πριν «φύγει», να χαρίσει στο κοινό ένα βιβλίο στο ίδιο αγαπησιάρικο και οικογενειακό κλίμα εκείνης της αλησμόνητης  παρουσίασης.

Η «Γεύση της Μνήμης» είναι ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό βιβλίο, που ακολουθεί χρονικά  τη δημοφιλή  «Νέα ελληνική κουζίνα», στην οποία ο Επίκουρος, το 2012, μας αποκάλυψε, μεταξύ άλλων, και την αληθινή ταυτότητα του μουσακά, καθώς αναζητούσε με πάθος το ελληνικό στίγμα στην κουζίνα του ταλαίπωρου αυτού τόπου.  Όπως και σε εκείνο το βιβλίο, λοιπόν, ο αγαπημένος δάσκαλος,  καταπιάστηκε πάλι με μια αναδρομή στο χρόνο, όχι στην ελληνική γαστρονομική ιστορία αυτή τη φορά, αλλά στη δική του ζωή. Κι όπως ξετύλιξε το νήμα του χρόνου, πάντα άρρηκτα δεμένου με κορυφαίες γευστικές αναμνήσεις, κατέθεσε κάτι περισσότερο από μια προσωπική άποψη. Το βιβλίο με το γοητευτικά νουάρ εξώφυλλο είναι ολόκληρο μια μπουκιά ζωής.

Κάθε πιάτο που περιγράφει  συναντά με συγκλονιστικό τρόπο  το συναίσθημα. Ξεκινώντας από τη σεφαραδίτικη κουζίνα της μαμάς του, με τα συγκλονιστικά μπουρεκάκια μελιτζάνας, και την οικογενειακή περιπλάνηση από την Αθήνα (με όλες τις απαραίτητες μαγειρικές αναφορές στα μπαρμπούνια της κυρά-Μαρίας και το μπισκοτολούκουμο του Μπάμπη, της οδού Ρόδων) μέχρι τη Θεσσαλονίκη.  Μια στάση εδώ. Γιατί  αυτή η πόλη αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο για την εξέλιξη του Επίκουρου. Που, εκτός από νεανικούς έρωτες, έχει  μια γεύση από τις καυτερές τσούσκες, από τον μπακαλιάρο του Αρίστου στα Λαδάδικα, το τας κεμπάπ του Πιαστόπουλου, κι από το σάμαλι με αμυγδαλάκι.  Όπως ο ίδιος παραδέχεται, αυτές οι θεσσαλονικιώτικες εμπειρίες  του δίδαξαν να απολαμβάνει τα πάντα σε μικρές δόσεις, τον έκαναν να λατρέψει τα λεγόμενα μενού ντεγκουστασιόν, και τον εξόπλισαν με αντοχές, για να δοκιμάσει αργότερα τα σαράντα τρία πιάτα του Φεράν Αντριά, τα δεκαεπτά του Έστον Μπλούμενταλ και τα εικοσιτέσσερα του Ρενέ Ρετζέπι, δίχως να πάθει στομαχικό ίλιγγο.

Κι όμως αυτός ο πολυταξιδεμένος άνθρωπος στις σελίδες του βιβλίου δε μιλά μόνο  για τις κορυφαίες γαστρονομικές του εμπειρίες σε εστιατόρια του εξωτερικού, αλλά στέκεται με σεβασμό, αποδίδοντας «τιμές αρχηγού κράτους» σε μια χοντρή φέτα σπιτικού ζυμωτού ψωμιού με κρεμμύδι και ελιές θρούμπες. Όταν, μάλιστα, περιγράφει  μια εκδρομή του στην Κρήτη, αναφέρεται με πραγματική λατρεία στη φρέσκια μυζήθρα, στις ντομάτες, στις αλατσολιές και στο παγωμένο νερό που του πρόσφεραν. Διότι, εκεί ανακάλυψε ότι η γεύση του φαγητού δεν έχει να κάνει μόνο με τα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά, αλλά κυρίως με την ψυχολογία αυτού που τα τρώει.

Και το ταξίδι ζωής συνεχίζεται σε εστίες στο Εδιμβούργο, επισκέψεις στην Αμερική, στο Παρίσι, στην Ιταλία, στην Ισπανία, παντού όπου υπάρχουν γαστρονομικοί θησαυροί που αξίζει να ανακαλύψει κανείς. Ωδή στη βρετανική κουζίνα (κι όμως υπάρχει!),  ύμνος στην αμερικανικά steakhouses και στο ενδιάμεσο εκτενείς αναφορές σε λατρεμένες ιταλικές τρατορίες και σε βασκικές γκουρμέ απολαύσεις. Κι όλα αυτά ανάμεσα σε έρωτες, γάμους, τη γέννηση της αγαπημένης του κόρης,  φιλίες και σπουδές. Αλλά πάντα, σε κάθε σελίδα, κυριαρχεί η επίσημη ερωμένη του Επίκουρου: η γαστρονομία. Αυτή που επισκιάζει τα πάντα. Αυτή που τον κάνει να κρίνει με περισσή αυστηρότητα, αυτό που δεν είναι καλό, να αποδομεί το δήθεν και να αναζητά μανιωδώς το άριστο.

Ξεχωριστή θέση αποκτούν στη σκέψη του αναγνώστη τα κεφάλαια που περιγράφει την εμπειρία του στον «Άγιο Αντριά» και στο παγκοσμίου φήμης «El Bulli», αλλά και τη γευστική περιπλάνηση στο «Τhe Fat Duck» του Μπλούμενταλ. Και, φυσικά, εξαιρετικά συγκινητική είναι η μικρή ιστορική αναδρομή που κάνει στην πορεία της γαστρονομικής γνώσης και γραφής, του ίδιου και των αγαπημένων συνεργατών του, μέσα από τα ελληνικά ΜΜΕ. Ο Επίκουρος, δίνει  την εντύπωση ότι μοιάζει με τον Τσάρλυ, το αγόρι που κατέκτησε επάξια την εκτίμηση του Γουίλι Γουόνκα στο Εργοστάσιο Σοκολάτας, σε ένα ταξίδι όμως στον κόσμο της γεύσης. Κι αυτό που αφήνει για παρακαταθήκη στη δική μας μνήμη είναι ότι η γευστική αντίληψη αποτελεί  κάτι παραπάνω από αυτό που αντιλαμβάνονται οι πέντε αισθήσεις μας. Οι προσδοκίες, οι αναμνήσεις, η προσωπικότητα και ιδίως η ψυχολογία της στιγμής είναι που επηρεάζουν πρωτίστως την κρίση αυτού που δοκιμάζει, πέρα από τις δυνατότητες του σεφ και την άριστη πρώτη ύλη. Αυτή την εμπειρία, άλλωστε,  προσπαθούν να μιμηθούν όλοι οι μεγάλοι σεφ, δημιουργώντας συνθήκες που επηρεάζουν τη γευστική αντίληψη. Γι αυτό και ο Επίκουρος γράφει χαρακτηριστικά: «Κάθε νέα μπουκιά που δοκιμάζω με φέρνει πίσω σε γεύσεις και οσμές, πρόσωπα και στιγμές που πέρασαν από τη ζωή μου».

Η «Γεύση της Μνήμης» είναι η τελευταία δημιουργία – προσφορά ενός κριτή γλαφυρού, αυστηρού και δίκαιου, ιδιαίτερα επαινετικού με τους νέους μάγειρες, ο οποίος όμως επιδείκνυε ταυτόχρονα σεβασμό και στην προσφορά των παλιών. Ενός αεικίνητου ανιχνευτή της γευστικής ταυτότητας, αλλά και της παράδοσης και της ιστορικής συνέχειας. Συμπέρασμα, λοιπόν,  βιβλίου, αλλά  και δίδαγμα  για το πως πρέπει να κινηθεί κανείς στα γαστρονομικά μονοπάτια: Όπως στη ζωή γενικά: με τόλμη, θάρρος και  πειραματισμό. Σαν τον Επίκουρο. Πέτρα που κυλάει δε χορταριάζει. Υπόκλιση. Αυλαία.

Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» τη Δευτέρα 16 Ιουνίου στις 17:30, με ομιλητές τον chef Λευτέρη Λαζάρου, τον δημοσιογράφο Κίμωνα Φραγκάκη και τη δημοσιογράφο γεύσης Ντένη Καλλιβωκά.

Το βιβλίο «Η Γεύση της Μνήμης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ.

Γιώτα Παναγιώτου

Share
Published by
Γιώτα Παναγιώτου