ΦΕΣΤΙΒΑΛ

Η πρώτη άφιξη των Wet Leg στην Ελλάδα δεν κατάφερε να επισκιάσει τη σχέση αγάπης με τους Madrugada

Αν υπάρχει ένα συγκρότημα που έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια σχέση αγάπης – έως και λατρείας με το ελληνικό κοινό, αυτό είναι οι Madrugada. Πρόκειται για μια σχέση αμφίδρομη: Εκείνοι πάντα θα επιστρέφουν σ’ εμάς, κι εμείς πάντα θα είμαστε εκεί για να τους χειροκροτήσουμε και να τραγουδήσουμε δυνατά τα κομμάτια τους.

Κάπως έτσι κύλησε και η χθεσινή βραδιά, στην πρώτη εμφάνιση των headliners Madrugada στο Release Athens 2023. Το line up συμπλήρωσαν οι Wet Leg, ο Buxter Dury και οι Pink Vanity.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:

Φτάνω στην Πλατεία Νερού στις 19:25 και στη σκηνή βρίσκονται ήδη οι Pink Vanity, έτοιμοι να παίξουν το πρώτο κομμάτι του set τους. Καθώς προχωράω προς το stage, τα φωτεινά χρώματα στα ρούχα τους και το ζωηρό make up των αγοριών, μου τραβούν από μακριά την προσοχή. Το αθηναϊκό indie-rock συγκρότημα, που δημιουργήθηκε από τα αδέλφια Κωνσταντίνο και Άλεξ Κρομμύδα, κάνει την αρχή με το τελευταίο του single “Silver Lips” και ο κόσμος δεν αργεί να πάρει τα πάνω του. Παρά τις μικρές δυσκολίες που είχαν στον ήχο τους, η ενέργειά τους μας έφερνε στο νου απογεύματα σε ορισμένα από τα πιο δημοφιλή φεστιβάλ της Ευρώπης – στα οποία θεωρώ πως σύντομα θα μπορέσουν να κατακτήσουν μια θέση.

Η θεατρικότητά τους, η άψογη αισθητική τους και η διάδραση με το κοινό, έκαναν όσες και όσους ήταν στην Πλατεία Νερού από το απόγευμα, να χορέψουν, να διασκεδάσουν και να θέλουν να μάθουν περισσότερα γι’ αυτό το γκρουπ, που από τόσο νωρίς διαμόρφωσε ένα performance άξιο να βρεθεί μελλοντικά σε υψηλότερες θέσεις των φεστιβαλικών line-up. Το set τους συνεχίστηκε με δύο νέα κομμάτια από τον πρώτο δίσκο τους που αναμένεται να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο, τα “Loose The Score” και “Cosmic Liers”, ενώ μεταξύ άλλων έπαιξαν τα “Last Call” και “Late Night Pleasures” από το πρώτο EP τους. Το live ολοκληρώθηκε με τα ροζ καπνογόνα των fans και το catchy κομμάτι “No Happy Ending”, που έκανε την ενέργειά τους να κορυφωθεί. Το μόνο που μου έλειψε, ήταν η δυναμική της lead κιθάρας και ο συγχρονισμός της με την ενέργεια των άλλων μουσικών.

Τα σύννεφα που αρχίζουν να καλύπτουν την Πλατεία Νερού γίνονται το ιδανικό αντίδοτο στη ζέστη. Είμαστε έτοιμοι να ανταμώσουμε τον θεαματικό και παιχνιδιάρικο τραγουδοποιό, Baxter Dury. Εδώ και είκοσι χρόνια, ο γιος του σπουδαίου Ian Dury δημιουργεί σαρδόνια μουσική, γράφοντας dance rock τραγούδια με ιστορίες για ιδιόμορφους και άσωτους χαρακτήρες που τριγυρνούν στο νυχτερινό Λονδίνο, έχοντας ανακαλύψει -χωρίς αμφιβολία- ένα δικό του groove: απρόσμενα basslines, disco και rap πινελιές και στίχους που μετατρέπουν την τετριμμένη καθημερινότητα σε κάτι γοητευτικό και περιπετειώδες.

Από την αρχή μέχρι το τέλος του set, ο θρυλικός Baxter και η μπάντα του είχαν αστείρευτη ενέργεια, η οποία μεταδόθηκε στο κοινό. Η ξεχωριστή κινησιολογία του, οι αλλόκοτες φιγούρες και η «εμμονική» επαφή του με ένα φουλάρι που κρατούσε σχεδόν καθ΄ όλη τη διάρκεια του live (μία το έβαζε στο πρόσωπό του, μία στον λαιμό του, μία το έστυβε, μία το ανέμιζε), έκαναν τον κόσμο να διατηρήσει το βλέμμα στραμμένο πάνω του. Παράλληλα, πότε ξεμπούνωνε το σακάκι του, πότε το έβγαζε και πότε το έβαζε ξανά. Δεν τον ένοιαζε τίποτα – ήταν απλά ο εαυτός του.

Το μουσικό του ιδίωμα αποτυπώθηκε στο ελληνικό κοινό μέσα από το ποιητικό spoken word του που συναντά τις κραυγές και τους σπαραγμούς. Ο ίδιος δεν παρέλειψε να εκφράσει την αγάπη του για την Αθήνα (την οποία επισκέφτηκε για πρώτη φορά), καθώς βρισκόταν κλεισμένος στο μουσικό σύμπαν του και συνάμα τόσο συνδεδεμένος με όσα συνέβαιναν μπροστά του και γύρω του. 

Η αλήθεια να λέγεται: προσωπικά, σε αυτή τη μέρα του Release Athens είχα έρθει για να δω περισσότερο απ’ όλ@ τις Wet Leg, τα δύο κορίτσια από το Isle of Wight της Μ. Βρετανίας, τα οποία μέσα σε τρεισήμισι περίπου χρόνια έχουν καταφέρει να κάνουν τον πλανήτη να μιλάει για εκείνες και τους λάτρεις του indie rock, πεπεισμένους πως το μέλλον τους ανήκει. Πρόκειται για το γυναικείο γκρουπ που ανέβηκε τόσο γρήγορα και απροσδόκητα όσο κανένα άλλο στην πρόσφατη ιστορία της pop κουλτούρας.

Το indie rock δίδυμο δημιουργήθηκε το 2019 και ο κύριος όγκος των κομματιών τους γράφτηκε την περίοδο του lockdown, η οποία τις ενέπνευσε να δώσουν ζωή σε μερικούς σύγχρονους «ύμνους» που αντήχησαν αμέσως σε μια άτυχη γενιά που μαστίζεται από την ανεργία, τις απολύσεις που σχετίζονται με την πανδημία, τη μοναξιά, την ψυχολογική κατάρρευση και μια σειρά από επικίνδυνες μεταδοτικές ασθένειες. Στις ρίζες των Wet Leg, βρίσκεται η βρετανική αναβίωση του post-punk και του garage των 70s, είδι που τρυπώνουν στις συνθέσεις τους, οι οποίες στον πυρήνα τους έχουν τη γυναικεία ενδυνάμωση αλλά και τη νεανική ανεμελιά που αγαπά την αταξία και τις απερίσκεπτες πράξεις – από το σεξ μέχρι τα εκτροχιασμένα μεθύσια. 

Στο διάρκειας 50 λεπτών set τους σε αυτή την πρώτη τους εμφάνιση στην Ελλάδα, έπαιξαν όλα τα hits τους, τα οποία όμως φάνηκε να μη βρίσκουν αντίκρισμα στην πλειονότητα του κοινού. Πολύς κόσμος δεν τις ήξερε – παρά το hype που βιώνουν, άλλοι βαριόντουσαν (ακόμα και να χειροκροτήσουν), χασμουριόντουσαν και σχημάτιζαν πηγαδάκια. Αν αναλογιστεί κανείς πως πέρυσι είδαν περίπου 200.000 θαυμαστές να φωνάζουν τους στίχους τους στο Glastonbury και φέτος φιγουράρουν ανάμεσα στα πρώτα ονόματα των φεστιβαλικών line up (ανοίγουν και τον Harry Styles στο World Tour του), η μειωμένη ενέργεια του κόσμου και ο όχι και τόσο μεγάλος αριθμός θεατών που τις παρακολούθησε, δεν συμβαδίζουν με τη διεθνή τους αναγνώριση.

Όπως και να΄χει, με σύμμαχο τον πολύ καλό ήχο τους και τα πολυάριθμα live που έχουν κάνει το τελευταίο διάστημα, χάρισαν μεταξύ άλλων στο κοινό, το πολυαγαπημένο “Wet Dream” και τα “Supermarket”, “Oh No” και “Piece of Shit”, ενώ το set τους κορυφώθηκε με τις επιτυχίες “Ur Mum”, “Too Late Now”, “Angelica” και “Chaise Longue”. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του “Ur Mum”, μας ζήτησαν να βγάλουμε τη μεγαλύτερη κραυγή μας – όπως και συνηθίζουν να κάνουν όταν έρχεται η ώρα του συγκεκριμένου κομματιού. (Ιδιαίτερα μεγάλη, σίγουρα δεν τη λες την κραυγή που βγάλαμε).

Μπορεί ο περισσότερος κόσμος να μην ήταν ακόμα έτοιμος για τις Wet Leg ή, στην τελική βρε παιδί μου να μην ήταν του γούστου του, όμως μπορούμε να παραδεχτούμε πως πρόκειται για ένα συγκρότημα που καταλαβαίνει ακριβώς ποια είναι η θέση του στον κόσμο του rock ‘n’ roll αυτή τη στιγμή και εκτελεί αυτόν τον ρόλο με έναν φρέσκο, παιχνιδιάρικο και χιουμοριστικό τρόπο που επιτρέπει να τσαλακωθούν και αναδείξουν τον αυθορμητισμό τους.

Η ώρα έχει πάει 23:00 και το κοινό ανυπομονεί για την εμφάνιση των Νορβηγών. Όσες φορές και αν έρθουν οι Madrugada στην Ελλάδα, δεν θα είναι αρκετές για εκείνους που αγαπούν τη δισκογραφία τους, την ατμόσφαιρα που δημιουργούν στα live τους και τα συναισθήματα που αναδύουν.

Για τις δεξιότητές τους δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, αφού όλα τα μέλη του συγκροτήματος είναι εξαιρετικοί μουσικοί και ο Sivert Høyem ένας χαρισματικός ερμηνευτής, με χροιά που διαπερνά το σώμα μας και φτάνει ως τη ψυχή μας. 

Αν και έχουν υπάρξει συναυλίες τους με περισσότερο κόσμο όλα αυτά τα χρόνια που έρχονται στη χώρα μας, η χθεσινή βραδιά είχε κάτι το ονειρικό: Ο κόσμος ήταν γαλήνιος και συγκινημένος, οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν μεταξύ τους και οι λιγοστές σταγόνες βροχής που έπεσαν προς το τέλος του live, ήταν τόσο συμβατές με την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί, που άνετα θα μπορούσαν να αποτελούν και κάποιο από τα εφέ της εμφάνισής τους.

Εκφράζοντας για μία ακόμα φορά την αγάπη τους για ‘μας και την ξεχωριστή σχέση που έχουν διαμορφώσει με το ελληνικό κοινό, μας χάρισαν κομμάτια-σταθμούς της καριέρας τους, αλλά και λιγότερο δημοφιλή, δικά τους αγαπημένα. Η αρχή έγινε με το “Salt” και μεταξύ άλλων ακολούθησαν τα “Vocal”, “Electric”, “Strange Colour Blue”, “Look Away Lucifer”, το δικό μου αγαπημένο “The Kids Are on High Street” και το “Majesty”. Όπως και στο περσινό μεγαλειώδες live τους στο Καλλιμάρμαρο, έτσι και φέτος, η φωτεινή μεγάλη ντισκόμπαλα στη σκηνή, το απαστράπτον σακάκι και ο φακός με τον οποίο ο Sivert φώτιζε τα πρόσωπά μας, αποτέλεσαν κεντρικό κομμάτι του performance τους. 

Οι ίδιοι, χαρακτήρισαν το χθεσινό live ως ένα από τα καλύτερα που έχουν δώσει στην Ελλάδα και δεν θα μπορούσαμε να διαφωνήσουμε, αφού το setlist τους ήταν ανανεωμένο, ο ήχος τους άρτιος και η μεταξύ τους χημεία άξια θαυμασμού. Φυσικά, δεν θα μπορούσαν να φύγουν χωρίς encore και έτσι η βραδιά έληξε με τα “Honey Bee”, “Black Mambo” και “Valley of Deception”. Τα συναισθήματα των Madrugada ευθυγραμμίστηκαν με τα δικά μας, δημιουργώντας μια σαγηνευτική συναυλιακή ατμόσφαιρα η οποία κατάφερε να μετριάσει τη θλίψη μετά από τα αποκαρδιωτικά αποτελέσματα των εκλογών και την είσοδο ακροδεξιών κομμάτων και νεοναζιστικών μορφωμάτων στη Βουλή.

Τόσο για εκείνους όσο και για εμάς, η βραδιά δεν έληξε στο Release, αφού καταλήξαμε μαζί τους για ποτά σε μπαρ της Αθήνας. Όπως μας έχουν συνηθίσει, μίλησαν για ώρα μαζί μας, χόρεψαν και ήπιαν σφηνάκια, αποδεικνύοντας πως το να είσαι κορυφαίος δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να είσαι και προσιτός.

Λουίζα Σολομών-Πάντα