Μουσικά πολυπρόσωποι, ποτέ σοβαροφανείς, πειραματικοί μα και πιασάρικοι, οι Faith No More είναι ένα από τα λίγα συγκροτήματα που κατάφεραν να συγκεράσουν με τέτοιο τρόπο τη μουσική πρόοδο με την ψυχαγωγία –μια ένωση που στην πορεία θα ακολουθούσαν με εξίσου καταπληκτικά (και ίσως πιο militant) αποτελέσματα τα πνευματικά τους παιδιά, οι System Of A Down. Ενώ καταφέρνουν να φτύνουν τα στεγανά και τις παρωπίδες, να ταιριάζουν τα αταίριαστα, καταλήγουν να μην ακούγονται κουραστικά «καλλιτεχνικοί», αλλά ικανοί να διασκεδάζουν με άνεση ορδές μουσικόφιλων λες και κάνουν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Η δική μου γενιά (mid 20s) τους γνώρισε χάρις στο GTA: San Andreas (όπου στο Radio X έπαιζε το κομμάτι που κανένας δε θέλει να νιώσει πως τον εκφράζει, το «Midlife Crisis}) και όσοι προχωρήσαμε βαθύτερα στα μονοπάτια που χάραξαν, ανακαλύψαμε πως τελικά υφίσταται μια fun πλευρά της παράνοιας.
Από τις μέρες του 1979 που πρωτοϊδρύθηκαν ως Sharp Young Men μέχρι τη μετονομασία τους σε Faith No More κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980 (όταν μεσουρανούσε στην Αμερική το Hardcore, το Sleaze και το Thrash), οι Billy Gould (μπάσο) και Mike Bordin (drums) χαβαλέδιαζαν παρωδώντας τους κυριλάτους καλλιτέχνες εκείνης της εποχής, στοιχείο που, έστω και ενδυματολογικά, θα κράταγαν και αργότερα, κυρίως επί Album of The Year και στη μετα-reunion εποχή των Faith No More. Στη συνέχεια, στις τάξεις τους ήρθε ο τραγουδιστής Chuck Mosley, ο κιθαρίστας Jim Martin, ο πληκτράς Roddy Bottum και η συμφωνία με τη Mordam Records για χρηματοδότηση του ντεμπούτου τους του 1985, We Care A Lot, από το οποίο και προέρχεται ο ομώνυμος ύμνος «γραψίματος», όπως και ένα από τα λιγότερο γνωστά μα αγαπητά μολαταύτα κομμάτια του κοινού, το «As The Worm Turns». Μουσικά, άκρη δε μπορούσε να βγει, ενώ κρατούσαν τη ροκ φόρμουλα πάντα ζωντανή, τα funky μπολιάσματα, η dance διάθεση, οι rap στιγμές στα φωνητικά και οι metal κορυφώσεις σύστηναν μια εναλλακτική μορφή ακραίας μουσικής, ξύπνιας και πρωτοποριακής. Τα ίδια πρότυπα κράτησαν και στο δεύτερό τους δίσκο το 1987 από τη Slash Records αυτή τη φορά, με τίτλο Introduce Yourselves, όπου το «We Care A Lot» αποκτά μια ανανεωμένη μορφή. Επίσης ξεχωρίζει μέσα στο σύνολο των κομματιών ένα άλλο διαμαντάκι της πρώτης περιόδου, το «Chinese Arithmetic» με τα χαρακτηριστικά ριφ των πλήκτρων του και την κορύφωση των φωνητικών γραμμών στους (πάντα) καυστικότατους, γεμάτους με χιούμορ στίχους. Ο Chuck Mosley φεύγει από το συγκρότημα λόγω κακής διαγωγής και πρόκλησης προβλημάτων στα υπόλοιπα μέλη και ο αντικαταστάτης του αναζητείται. Δεν πειράζει και πολύ, εδώ που τα λέμε, τα φωνητικά του παραήταν επίπεδα και χωρίς χαρακτήρα για να υποστηρίξουν ακόμα και τις πρώιμες συνθέσεις ενός τόσο απαιτητικού σχήματος.
Η φωνή που θα απογείωνε οριστικά το συγκρότημα βρίσκεται σε έναν πιτσιρικά που χαρακτηρίζεται από τις αντικοινωνικές του συμπεριφορές και το απειθάρχητο εύρος των φωνητικών του δυνατοτήτων, ο οποίος τραγουδά σε μια μπάντα που ονομάζεται Mr. Bungle. Ο Mike Patton από μικρός ήταν ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου και καλλιτέχνη. Που να ήξερε ότι έμελλε να αναδειχθεί στον άνθρωπο με το μεγαλύτερο φωνητικό εύρος του πλανήτη; Και το The Real Thing του 1989, με τα Grammy του και τους απανωτούς του ύμνους ήρθε σαν πρώτο κατόρθωμα. Οι στίχοι γράφονται εξ’ ολοκλήρου από τον Patton μέσα σε δύο μόλις βδομάδες και η άνοδος κομματιών όπως το πρώτο πραγματικό χιτ της μπάντας («Epic»), στα charts το δείχνει: αυτό το συγκρότημα μπορεί να χτυπήσει ταβάνι και να το σπάσει. Πλέον οι περίπλοκες συνθέσεις με τα ετερόκλητα στοιχεία συνοδεύονται από μια φωνή που, ναι μεν δεν έχει καταφέρει να αφεθεί ελεύθερη, αλλά ακόμα και τώρα που θυμίζει γάτα που πνίγεται με περιστασιακές υψίσυχνες κορυφώσεις και βρυχηθμούς, μετατρέποντας ακόμα και μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια όπως το «Real Thing» σε οργασμικές εμπειρίες. Μαζί με αυτά τα δύο κομμάτια, το μικρό αδερφάκι του του «Epic», το «Falling To Pieces», το δυναμικό ρίξιμο της πόρτας με το «From Out of Nowhere», η thrash έκρηξη του «Surprise! You’re Dead!» και η κάτι παραπάνω από πασίγνωστη διασκευή στο «War Pigs» των Sabbath απαρτίζουν την αρχή του πραγματικού Faith No More μεγαλείου. Όχι πως τα υπόλοιπα κομμάτια πάνε πίσω. Ειδικά το «Underwater Love» είναι λόγος να σκίσεις τα πτυχία σου αν ασχολείσαι με μουσική.
Η αρχή της ολοκληρωτικής στροφής στη διασκεδαστική πλευρά του πειραματισμού έρχεται το 1992 με τη μορφή ενός ερωδιού. Το Angel Dust είναι ένας δίσκος περίπλοκος, αλλά με απίστευτη συνοχή. Από την αρχή του «Land Of Sunshine» μέχρι το κλείσιμο με τη διασκευή στο θέμα του Midnight Cowboy, χιούμορ, προοδευτική αντίληψη, οργή και, πάνω απ’ όλα, «χιτ» χαρακτήρας εξελίσσονται. Το προαναφερθέν «Midlife Crisis», το «Smaller And Smaller», το «Be Aggressive», το «Jizzlobber» παντρεύουν με άνεση avant-garde ανησυχίες με ευθείες οδούς έκφρασης και καταλήγουν να μένουν το ίδιο εύκολα με ένα ποπ τραγούδι γραμμένο για άμεση εκπύρωση στον εγκέφαλο του ακροατή. Απ’ αυτόν τον δίσκο κυκλοφορούν, εκτός του Crisis και άλλα 2 singles, το «Everything’s Ruined» και το «A Small Victory», ενώ στις μεταγενέστερες εκδόσεις του δίσκου περιλαμβάνεται και η θρυλική διασκευή στο «Easy» των Commodores. Μετά το τέλος της τουρνέ για το δίσκο, ο Jim Martin απολύεται μέσω φαξ λόγω μουσικών διαφορών και τη θέση του προσωρινά καλύπτει ο Trey Spruance από τους Mr. Bungle.
O επόμενος δίσκος έμελλε να είναι και το κατά πολλούς οπαδούς αριστούργημα τους. Το King For A Day… Fool For A Lifetime ήταν, ό, τι πιο πολυσχιδές είχαν τολμήσει να κυκλοφορήσουν, όπου οι ιδέες των προηγούμενων δίσκων βρήκαν, επιτέλους, το χώρο που χρειάζονταν για να αφεθούν ολοκληρωτικά ελεύθερες, όπως και ο Patton μπόρεσε, να μετατραπεί στον Άνθρωπο με τις 1000 Φωνές. Η παράνοια φτάνει στο αποκορύφωμά της σε κομμάτια όπως τη νοσηρή, γεμάτη μαύρο χιούμορ post hardcore ωδή του «Gentle Art Of Making Enemies» και στη σχεδόν grind λαίλαπα του «Cuckoo For Caca», μαζί με την ευθεία συναυλιακή punk στιγμή του «Digging The Grave». Μα ανάμεσα σε αυτά και στα περισσότερο «συμβατικά» κομμάτια (εδώ γελάμε) του δίσκου, υπάρχει και η άλλη, η smooth πλευρά των μελών. Η coolness του lounge ύμνου «Evidence» είναι τέτοια που μετατρέπει τον ακροατή σε νυχτερινό playboy άμεσα, μόλις συντονιστεί με τις μπασογραμμές, η country παύση του «Take This Bottle» και το αυθεντικό gospel του «Just A Man» το οποίο κλείνει το δίσκο δείχνουν ότι, παρά την τρέλα, δεν υπάρχει έλλειψη ικανότητας. Και αυτός ο σχιζοφρενικός δίσκος, με τα πολλά του πρόσωπα το αποδεικνύει και με το παραπάνω. Και φυσικά υπάρχουν και τα υπερχίτ «Ricochet» ως, ίσως, μια από τις πιο άμεσες στιγμές του δίσκου. Σπάνια σχιζοφρένεια και συνοχή συναντιόνται τόσο εύκολα.
O μέχρι πρότινος τελευταίος δίσκος της μπάντας, Album of The Year, κυκλοφορεί το 1997, οι τόνοι είναι κάπως ριγμένοι σε σχέση με τον προκάτοχό του και βρίσκονται σε μονοπάτια σχετικά πιο αποκρυσταλλωμένα. Για τα δεδομένα του, όμως, μην ξεγελιόμαστε, λες και επρόκειτο να σταματήσουν να ασχολούνται με το πώς μπορούν να πάνε τη μουσική τους παραπέρα. Για μια ακόμα φορά, τα χιτάκια πάνε και έρχονται («Ashes To Ashes», «Last Cup of Sorrow», το υπέροχα trip-hopίζον «Stripsearch») και η προσωρινή ταφή έρχεται με το περίπου doom «Pristina». Όλα τα μέλη (εκτός, ίσως του νεοεισαχθέντα John Hudson στην κιθάρα) ήταν αρκετά απασχολημένα με τα υπόλοιπα projects τους και, ειδικά όταν έχεις ως προκάτοχο το King…, είσαιι καταδικασμένος να μην εντυπωσιάσεις, να λάβεις αρνητικές κριτικές, αλλά με τον καιρό να αποδειχθείς grower δίσκος. Ειδικά από τη στιγμή που η μπάντα που σε έγραψε, λήγει την καριέρα της και διασκορπίζεται.
Η παύση έλαβε τέλος όταν το 2009 οι Faith No More επανενώθηκαν για να περιοδεύσουν ανά τον κόσμο, αρχής γενομένης από το Download Festival στην Αγγλία. Πέρασαν και από τα μέρη μας, όπως θυμάστε, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, στο Θέατρο Βράχων, όπως και την επόμενη χρονιά, παρέα με τους Bad Religion στα πλαίσια του Ejekt Festival. Όμως, τι; Αυτό ήταν; Reunion και δε θα βγάλουν δίσκο; Δε σφάξανε. Ο Patton διέδιδε φήμες σχετικά με την ηχογράφηση νέου υλικού, κάτι το οποίο δε θα επιβεβαιωνόταν μέχρι να ανακοινωνόταν και επίσημα, με όνομα και πλήρες tracklist ο νέος, ταυτόχρονα φρέσκος μα και κλασικός (στα πρότυπα που ακολουθεί) δίσκος τους, Sol Invictus. Το κομμάτι που είχαν δώσει στο κοινό το Νοέμβριο του 2014, το «Motherfucker», θα τρόλλαρε όλον τον κόσμο ως επιλογή πρώτου single με την περιπαικτική του διάθεση και την έλλειψη πιασάρικης ροκ ισχύος, μέχρι απλά να θυμόμασταν πως αυτοί που ακούμε είναι οι πρέσβεις της εμπορικής μουσικής ειρωνείας, οπότε λογικό είναι να κάνουν μια τόσο αντισυμβατική κίνηση και αυτό μόνο ενθαρρυντικό είναι.
Ακούστε εδώ όλο το Sol Invictus.
Ο νέος δίσκος των Faith No More δεν πρωτοτυπεί πουθενά. Δε μας δείχνει πως η μπάντα προσαρμόστηκε σε είδη μουσικής που διαδόθηκαν μετά τη διάλυσή τους, ούτε πως αξιοποιεί κάποια νέα συνταγή προκειμένου να γράψει κομμάτια, ξεκινά από εκεί που σταμάτησε το 1997 συνθετικά. Σημαίνει, όμως, αυτό πως ο δίσκος είναι ξεπερασμένος στον ήχο του, παιδί μιας άλλης εποχής που δεν απευθύνεται στο παρόν; Όχι, κάποια πράγματα παραμένουν διαχρονικά, ανάμεσα σε αυτά και η feelgood πλευρά της ειρωνείας. Μια ειρωνεία την οποία απολαμβάνουμε όπως τότε και τώρα σε κομμάτια όπως το προαναφερθέν «Motherfucker», και το προορισμένο για ραδιοφωνικό πολιορκητικό κριό «Superhero». Το «Sunny Side Up» ακούγεται απολαυστικά στιλάτο και smooth, ανατριχιάζουμε με τρόμο στην έναρξη του «Cone of Shame» (ίσως το καλύτερο του δίσκου) λίγο πριν επιδοθούμε σε ξέφρενο κοπάνημα με την εξέλιξή του, το «Matador» ελίσσεται ανάμεσα στο δυσοίωνα θεατρικό και το εμψυχωτικά ανθεμικό –λόγω κυρίως του ρεφραίν του- στιγμές σαν το ψυχωτικό «Separation Anxiety» με το κολληματικό ρεφραίν, το μελωδικά αφηγηματικό «Black Friday» με την ακουστική κιθάρα στα κουπλέ του και την έκρηξη πριν το κλείσιμο και το επιλογικό και απείρως συγκινητικό «From The Dead» θυμίζουν γιατί η μουσική τους αγαπήθηκε καταρχήν, φέροντας τη στόφα του διαχρονικού FNM κομματιού.
Με άλλα λόγια, ανασταίνονται σαν ζόμπι μετά από χρόνια για να μας δείξουν τι σημαίνει «τρώω εγκεφάλους», «αξιοποιώ πολύπλοκες ιδέες με το songwriting και όχι την πόζα στο κέντρο» και «βγάζω δίσκους με τους οποίους θα ξεκαλοκαιριάσ(ζ)ετε». Δεν έχουν χάσει δράμι ενέργειας και, ίσα-ίσα, το πέρασμα του χρόνου τους κάνει να ακούγονται όχι σαν παλαβοί πιτσιρικάδες, μα σαν μεσήλικες που έχουν «πιάσει το νόημα» και χλευάζουν οποιαδήποτε κρίση μέσης ηλικίας, με νάζι και σκέρτσο που θα ζήλευε κάθε άλλος μουσικός, ο οποίος αξιοποιεί και πάλι μετά από χρόνια σιγής το όνομα του σχήματος του για να βγάλει λεφτά βασισμένος στη νοσταλγία του οπαδού. Και ας «τσεπώσουν» και οι ίδιοι με αυτή τους την κίνηση -δε θα το έκαναν για την ψυχή της μάνας τους, ούτε ο κόσμος είναι τόσο ιδανικά ανιδιοτελής-, η εξυπηρέτηση που προσφέρουν είναι τέτοια που αξίζει και γενναίο φιλοδώρημα. Welcome home, our friends.