Στο μυαλό του σκηνοθέτη του σπουδαίου ντοκιμαντέρ «Kurt Cobain: Montage of Heck»

Ο Michael Galinsky είναι μουσικός, φωτογράφος, ζωγράφος, συγγραφέας κινηματογραφιστής, και φίλος της Popaganda. Τη μετάφραση της συνέντευξης που ακολουθεί έκανε η Έφη Παπαζαχαρίου.

Πριν αρχίσω να βλέπω το νέο ντοκιμαντέρ του Brett Morgen, Kurt Cobain: Montage of Heck, έπρεπε να υπερβώ μερικά «εμπόδια» ψηφιακής ασφάλειας, ώστε να μου δοθεί η δυνατότητα να το παρακολουθήσω. Ο φόβος της πειρατείας είναι τόσο έντονος ώστε έπρεπε να βλέπω το δικό μου όνομα υδατογραφημένο στη γωνία της οθόνης όλη την ώρα, πράγμα που το έκανε μια μοναδική προσωπική εμπειρία. 

Ένιωθα λίγο νευρικός που θα έβλεπα το ντοκιμαντέρ. Είχα δει τους Nirvana να παίζουν το πρώτο τους σόου στη Νέα Υόρκη μπροστά σε μια ντουζίνα άτομα -καθώς εκείνη την εποχή έπαιζα κι εγώ σε μια μπάντα-, κι έκλαψα στο βαν μας, όντας σε περιοδεία, όταν άκουσα για τον θάνατο του Kurt Cobain. Γνωρίζω την δουλειά του Morgen, οπότε δεν περίμενα να είναι μακριά από την πραγματικότητα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το πανκ μεταπήδησε στο mainstream ήταν σίγουρα ένα δύσκολο θέμα να καταπιαστείς. Δεν χρειαζόταν να ανησυχώ. Το φιλμ πήρε ενθουσιώδεις κριτικές από την οικογένεια και τους φίλους του Cobain και παίρνει μία κι από μένα – για την τιμιότητα και τον σεβασμό του για τον Kurt Cobain τον καλλιτέχνη. Είχα ετοιμάσει αρκετές ερωτήσεις, αλλά έπειτα από την πρώτη που του έκανα, ο Morgen άρχισε να ρολάρει και προσπάθησα (και απέτυχα) να συνεχίσω τη δακτυλογράφησή μου.     

Ένα πράγμα για το οποίο μίλησε, ήταν το πώς θέλει κάθε ντοκιμαντέρ του να δίνει την εμπειρία ζωής του προσώπου για το οποίο το γυρίζει, αλλά έτσι όπως βιώθηκε από το ίδιο το πρόσωπο.

Σε αυτό το πνεύμα θα προσπαθήσω να αφήσω τον κινηματογραφιστή να μιλήσει μόνος του για τον εαυτό του. Πριν αρχίσουμε με ικέτεψε να μη τον ρωτήσω τις ίδιες κουραστικές ερωτήσεις που του κάνουν όλοι και να επικεντρωθώ στην ουσία για το συγκεκριμένο κοινό. Για να παραλείψω λοιπόν αυτό το βαρετό υλικό, να πω ότι μπήκε στον χορό να κάνει την ταινία όταν η Courtney Love, η χήρα του Cobain, είδε το φιλμ του Morgen και της Nanette Burstein, The Kid Stays in The Picture (2002) και συνειδητοποίησε ότι εκείνος ήταν που θα μπορούσε να φέρει σε πέρας αυτή τη δύσκολη αποστολή. Η οικογένεια και η Universal Pictures του έδωσαν το τελικό ΟΚ και άρχισε δουλειά.

Η πρώτη μου ερώτηση ήταν κατά βάση ένα αστείο, αν και ήθελα παράλληλα να συζητήσουμε τις σκέψεις του πάνω σε διαφορετικές προσεγγίσεις και απόψεις -όπως και για τα media. Τον ρώτησα: «Τι σκέφτεται ο Nick Broomfield για το φιλμ;» (Ο Broomfield έκανε την ταινία Kurt and Courtney, η οποία υπαινίσσεται ότι η Courtney προσέλαβε έναν δολοφόνο να σκοτώσει τον άνδρα της). «Είμαι μεγάλος φαν του Nick Broomfield και συνήθιζα να παίρνω τα φιλμ του από ένα φίλο στο Λονδίνο που μου τα έστελνε -πριν όλα αυτά τα πράγματα γίνουν προσιτά», σημείωσε ο Morgen. «Την ίδια εποχή μου ζήτησαν από το True/False Film Festival να είμαι σε πάνελ μαζί του και με τον AJ Schnack (που έκανε το ντοκιμαντέρ About A Son για τον Cobain), αλλά δεν έβλεπα τον λόγο. Δεν υπάρχει κοινό έδαφος θεματικά, τονικά, αισθητικά».

Μετά τον ρώτησα για τον τρόπο που προσέγγισε το θέμα και η δακτυλογράφηση άρχισε να ρέει (σ.σ.: δεν μαγνητοφώνησα την συνέντευξη, οπότε αυτό που ακολουθεί είναι κάτι σαν μια ελεύθερη απόδοσή της).

Το εσωτερικό ταξίδι του Kurt Cobain

«Οι ταινίες μου γενικώς βασίζονται σε πρωτογενείς πηγές –οπότε, σε αυτή την περίπτωση είσαι, ας πούμε, περιορισμένος σε συγκεκριμένο υλικό», εξήγησε ο Morgen. «Συχνά λέω στο συνεργείο μου “αυτό το οποίο δεν έχουμε είναι ευλογία αντί για κατάρα”. Όταν έχεις αρχειακό υλικό είναι πολύ λίγα αυτά που μπορείς να κάνεις για να εκφραστείς ως καλλιτέχνης. Περιορίζεσαι σε επιλογή μοντάζ, ήχου και χρώματος. Ενώ όταν δεν έχεις υλικό είσαι αναγκασμένος να το δημιουργήσεις εσύ ο ίδιος. Αυτό μπορεί να δώσει συναρπαστικά αποτελέσματα.

»Έκανα πολλές ταινίες για διάφορους ανθρώπους, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που είχα την τελική συναίνεση τόσο από το στούντιο όσο και από τους κληρονόμους. Με άφησαν ελεύθερο να κάνω το φιλμ που ήθελα. Όταν βρέθηκα μέσα στο project, αισθάνθηκα πως εκεί υπήρχε τέχνη κι αυτό με ιντρίγκαρε -το είδος του καμβά που θα είχα, τι υλικά είχα για να δουλέψω. Με το που τα κοίταξα και άρχισα να σκέπτομαι πάνω σε αυτά, ένιωσα ότι κάναμε ένα φιλμ που ήταν το εσωτερικό ταξίδι του Kurt μέσα στη ζωή».

Ο Ιδιωτικός Kurt

«Τα περισσότερα ντοκιμαντέρ εστιάζουν στην επιφάνεια, από την έξω πλευρά κοιτώντας προς τα μέσα», συνέχισε ο Morgen. «Ήταν τόσο εκφραστικός καλλιτέχνης, δούλεψε σε τόσα διαφορετικά είδη εκφραστικών μέσων. Ποτέ δεν συνάντησα άλλον καλλιτέχνη που να δούλεψε πάνω σε τόσες πλατφόρμες: spoken word (απαγγελία), γλυπτική, καρτούν, stop motion, ζωγραφική, ποίηση, συγγραφή. Ο Kurt ήταν Καλλιτέχνης με το ‘Κ’ κεφαλαίο. Εφόσον όλοι εμείς οι καλλιτέχνες πιστεύουμε ότι αυτοβιογραφούμαστε μέσα από τις δημιουργίες μας, ότι οι εμπειρίες της ζωής μας είναι ενσωματωμένες απ’ άκρο σε άκρο στην τέχνη μας, το να δουλέψω με αυτά τα υλικά ήταν ένα μέσο για να διηγηθώ την ιστορία της ζωής του.

»Στην ταινία ο ήχος είναι το ίδιο σημαντικός με την εικόνα. Ο τρόπος που ο Kurt δούλεψε και με τα δύο μας πρόσφερε δυνατότητες για μια αληθινά βαθιά βίωση της ζωής του – που είναι αυτό που νομίζω πως θα έπρεπε να είναι τα ντοκιμαντέρ. Αυτό προσπαθώ να κάνω με τις ταινίες μου: να δημιουργήσω το βίωμα αυτού του ανθρώπου. Είχαμε τόσο οπτικό όσο και ηχητικό υλικό από αυτόν – οτιδήποτε του έλειπε σε επίσημη εκπαίδευση αναπληρωνόταν από πάθος και τιμιότητα.

»Συνεργάστηκα με την καταπληκτική αρχειοθέτη Jessica Berman Bogdan σε όλες μου τις ταινίες. Από τη στιγμή που ξεκινήσαμε πραγματικά να δουλεύουμε, είχαμε συγκεντρώσει κάθε κομμάτι των ΜΜΕ που μπορούσαμε να βάλουμε το χέρι μας. Είχαμε οτιδήποτε υπήρχε πέρα από το προσωπικό αρχείο της οικογένειας. Επιπρόσθετα, είχαμε και όλα τα προσωπικά υλικά».

Ο Kurt στα εφηβικά του χρόνια.

Ο Δημόσιος Kurt 

«Όταν τα βάλαμε όλα μαζί, ανακάλυψα πως ο Kurt κατά την περίοδο ’91-’94, ήταν πολύ διαφορετικός από τη δημόσια διαδεδομένη εικόνα του», σημειώνει ο Morgen. «Πάλευε με τα ΜΜΕ. Ενώ μπορούσε να αποκαλύπτει τον εαυτό του τόσο έντονα στην τέχνη του, ήταν πολύ διαφορετικός στις συνεντεύξεις του. Διέφερε πάρα πολύ από τον Krist (σ.σ. Novoselic, μπασίστας των Nirvana) – κατά κύριο λόγο ήταν συνεσταλμένος αλλά καυστικός μερικές φορές ή ίσως “στροβίλιζε” μία αμήχανη ιστορία της προσωπικής του ζωής στις κάμερες. Η διακύμανση της φωνής του ήταν πολύ διαφορετική την ώρα της περισυλλογής του.

»Στην αρχή θα ήταν μόνο Kurt, η φωνή του και η τέχνη του, συμπληρωμένη από κάποιο αρχειακό υλικό. Αλλά κατάλαβα ότι για να τον πλησιάσουμε πραγματικά θα έπρεπε να στηριχτούμε σοβαρά σε ανορθόδοξες πηγές, σε πράγματα όπως ηχητικό υλικό από τον ίδιο να παίζει με το μικρόφωνό του ή να απαντά στο τηλέφωνο κατά τη διάρκεια ηχογράφησης».

Φίλοι και οικογένεια

«Συζητώντας με την οικογένεια, συνειδητοποίησα ότι ήθελα να κάνω συνεντεύξεις με τους ανθρώπους εκείνους με τους οποίους είχε πιο στενή σχέση στη ζωή του», εξηγεί ο Morgen. «Με τα πέντε άτομα που αν ήταν επιστάτης σχολείου κι όχι ροκ σταρ, θα είχαν πάει στην κηδεία του. Η οικογένειά του έπαιξε τεράστιο ρόλο στην προσωπική του ιστορία, αλλά κανένα μέλος της δεν είχε δώσει ποτέ συνέντευξη σε κάμερα. Η Wendy και η Kim (η μητέρα και η αδερφή του Kurt, αντίστοιχα), αγαπούσαν την ανωνυμία τους. Πριν από την εισαγωγή των Nirvana στο Rock and Roll Hall of Fame ούτε καν φωτογραφίες της Kim δεν υπήρχαν στο διαδίκτυο. Είναι πολύ κλειστός χαρακτήρας. Το ίδιο και η Wendy». 

Ένα από τα σχέδια του Kurt που μέσω του ντοκιμαντέρ είδαν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας.

Κάνοντας το κινηματογραφικό

«Οι ταινίες μου είναι φτιαγμένες από τα μέσα προς τα έξω», εξηγεί ο Morgen. «Προορισμός τους είναι η εμπειρία, η βίωση του αντικειμένου τους παρά αυτές οι ίδιες ή η ιστορία τους. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι “πως μπορώ να το κάνω αυτό μοναδικά –πάντα κινηματογραφικά μιλώντας; Τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να μην είναι όπως ένα βιβλίο ή ένα ηχητικό κομμάτι; Εάν μπορεί να γίνει σαν βιβλίο, δεν με ενδιαφέρει. 

»Με ενδιαφέρει να αξιοποιήσω το εύρος και το πλάτος του σινεμά. Η ταινία μου  The Kid Stays in the Picture δεν είναι για τον Robert Evans – είναι ο Robert Evans (σ.σ. παραγωγός ταινιών όπως Chinatown, The Cotton Club κ.α.). Είναι η βίωση του Bob. Στην αρχή έγραψα μια λίστα από επίθετα που περιέγραφαν τον Bob: kitschy, ρομαντικός, γοητευτικός, επιδεικτικός. Αυτά έγιναν το “σλόγκαν” για το στυλ που θα ακολουθούσα. Κι ενώ το Montage of Heck δεν είναι παρεμφερής ταινία, έχουν κοινό σημείο την προσπάθεια να προσφέρουν μία τίμια βίωση του αντικειμένου τους.

Το Kid είναι “ρευστό” και σχεδόν ολόκληρο, μέχρι το τελευταίο κομμάτι του, γεμάτο dissolves. Είναι πολύ ψηφιακό και δεν προσθέσαμε κόκκο στα photo animations. To Heck είναι το αντίθετο. Σχεδόν δεν υπάρχουν dissolves –υπάρχουν hard cuts, είναι αναλογικό. Η αισθητική του είναι αναλογική και ριζωμένη σε μια underground mixtape αισθητική.

»Χρειάστηκε πραγματικά να προκαλέσουμε τους εαυτούς μας να δουλέψουν μέσα σε ένα λεξιλόγιο που ήταν οργανικό, φυσικό για τον Kurt. Όλοι οι υπεύθυνοι του κάθε τμήματος –ήχος, μουσική, σχεδιαστές κινουμένων σχεδίων, colorists έπρεπε να δουλέψουν μαζί».

»Πήγα να ακούσω το μουσικό θέμα του Jeff Danna. Έχω δουλέψει μαζί του πολύ και είναι καταπληκτικός. Του ζήτησα να ενορχηστρώσει την μουσική του Kurt ως μουσικό θέμα, ώστε να υπηρετηθούν δύο σκοποί: ένα φιλμ χρειάζεται ένα μουσικό θέμα και με το να το κάνουμε από τα ίδια τα μουσικά συγγράμματα του Kurt τον κρατάμε ζωντανό και ενεργό -ενώ παράλληλα η απογύμνωση των μελωδιών του μας κάνει να τις αντιληφθούμε καλύτερα.

»Υπήρχαν κάποια φλάουτα και τέτοιου είδους όργανα και σκέφθηκα: “O Kurt δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ φλάουτο -κάτι τέτοιο με πετάει έξω από την ταινία”. Οπότε ο Jeff έπρεπε να ξανασκεφθεί την προσέγγισή του στο θέμα. Χρειάστηκε να μελετήσουμε κάθε περίπτωση -κάθε φορά που χρησιμοποιούσε ένα όργανο που δεν ήταν ροκ- για να δει αν θα έχει λογική να το βάλει, αν θα ταιριάξει ή όχι. 

»Το ίδιο έγινε και με τη μίξη του ήχου. Ήρθε και δούλεψε ένας πολύ επαγγελματίας mixer, χρησιμοποιώντας τα ίδια εργαλεία που κουβαλάει από ταινία σε ταινία -και ήταν όλα ψηφιακά και καθαρά. Όλα φαινόντουσαν ψηφιακά και μακριά από τον Kurt. Θα μας πέταγε έξω από την ταινία πάλι, οπότε και πάλι έπρεπε να ξανασκεφτούμε τα πράγματα από την αρχή».

Πατέρες και Κόρες

«Δεν θα μπορούσα να κάνω αυτό το φιλμ πριν είκοσι χρόνια», παραδέχεται ο Morgen. «Δεν βρισκόμουν εκεί προσωπικά ή επαγγελματικά. Η Esther Robinson, χρόνια φίλη μου, συντόνισε ένα Q&A (σ.μ. ερωτήσεις-απαντήσεις) και κάποια στιγμή είπε “σε  ξέρω είκοσι χρόνια και μπορώ να πω πως αυτή η ταινία έγινε από έναν πατέρα”.

»Είχε απόλυτο δίκιο. Υπάρχουν θέματα που ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητα σε μένα. Έγινε πολύ προσωπικό. Στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας μου έφτιαχνα φιλμ για ανθρώπους στα 70 τους, πολλοί εκ των οποίων ενηλικιώθηκαν στις δεκαετίες του ’40, του ’50, του ’60. Αυτή ήταν η πρώτη ευκαιρία που είχα να πω μια ιστορία για τη γενιά μου, για κάποιον που τον περιέβαλαν οι ίδιες πολιτιστικές επιρροές. Είχαμε ένα χρόνο διαφορά, είχαμε ίδια ζητήματα στην παιδική μας ηλικία. Σε αυτό το επίπεδο το ένιωσα προσωπικό.

»Σε κάποιο σημείο του project, κι ενώ βρισκόμουν χρόνια σε αυτό, γνώρισα την Frances [την κόρη του Cobain]. Αφού μιλήσαμε, πήγαμε σε μια μεγάλη αποθήκη και διερευνήσαμε μαζί το υλικό για λίγες ώρες. Ήταν η πρώτη της φορά που βυθιζόταν σε αυτό. Είχε ξαναβρεθεί εκεί αλλά ποτέ για αρκετή ώρα. Αυτό ήταν μια τρομερά συναισθηματική εμπειρία και για τους δυο μας, για διαφορετικούς λόγους για τον καθένα».

»Όταν την πρωτογνώρισα, ένα πράγμα που είπε σχεδόν αμέσως, ήταν “Ξέρεις, μόλις σε γνώρισα και σε ξέρω περισσότερο απ’ όσο ξέρω τον Kurt. Δεν έχω ανάμνησή του. Πέθανε όταν εγώ ήμουν 20 μηνών”. Ο Kurt έχει ζήσει τόσο εκτενώς στη ζωή της και δεν ήταν έτοιμη να αρχίσει να “περιφέρεται” μέσα σε όλα αυτά.

»Παρατηρώντας τα όλα αυτά από τη μεριά ενός πατέρα, ενός πατέρα με τρία παιδιά, ένιωσα ότι ήθελα να κάνω την ταινία για την Frances. Ήθελα να της δώσω τον χρόνο που δεν μπόρεσε να έχει πιο πριν. Όταν ήμουν σχεδόν έτοιμος να ξεκινήσω την ταινία και πήγα να της παρουσιάσω τι περίπου είχα σκοπό να κάνω, πριν καν το κάνω, μου παρουσίασε τι θα ήθελε εκείνη, το οποίο ήταν απλά μία τίμια εξιστόρηση της ζωής του. Δεν ενδιαφερόταν για την ωραιοποίηση ή την μυθοποίησή του.

»Δύο χρόνια αργότερα της έδειξα μια πρώτη εκδοχή (rough cut) και μου είπε “Έκανες την ταινία που ήλπιζα πως θα δω -και μου χάρισες λίγες ώρες με τον πατέρα μου τις οποίες δεν είχα ποτέ…”.

»Κάνεις ταινίες για να ψυχαγωγήσεις τον κόσμο  -ή, τον περισσότερο χρόνο τουλάχιστον, αυτό κάνεις- και θέλεις να φωτίσεις συγκεκριμένες παγκόσμιες αλήθειες. Δεν είχα εμπλακεί σε πολλές κοινωνικού περιεχομένου δουλειές από το On The Ropes (1999). Το ότι εδώ είχα την ευκαιρία να φέρω μια κόρη πιο κοντά στον πατέρα της ήταν κάτι πολύ προσωπικό και ήταν κάτι το οποίο παρακινούσε όλους εμάς που δουλεύαμε στην ταινία».

Στο κλείσιμο ρώτησα τον Morgen αν τυχόν η διαδικασία δημιουργίας της ταινίας τον είχε αλλάξει καθόλου προσωπικά. Για πρώτη φορά σταμάτησε να μιλάει. Μετά, ύστερα από μια μακρά παύση, είπε “Θα μπορούσα να πω πολλά γι’ αυτό, αλλά θα προτιμούσα να μην πω, αν δεν σε πειράζει”».


Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην επίσημη ιστοσελίδα www.documentary.org του International Documentary Association, ενός μη κερδοσκοπικού media arts οργανισμού, με έδρα το Λος Άντζελες.

Ο Michael Galinsky είναι μουσικός, φωτογράφος, ζωγράφος, συγγραφέας και κινηματογραφιστής. Έπαιξε σε μία συναυλία μαζί με τους HalfJapanese, ανοίγοντας για τους Nirvana, περίπου πέντε μήνες πριν πεθάνει ο Kurt. Ήταν ένα εκπληκτικό σώου.

 

 

Εφη Παπαζαχαρίου

Share
Published by
Εφη Παπαζαχαρίου