Λέω σε μια φίλη μου “κάτσε να σου βάλω να ακούσεις ένα κομμάτι” (η εγωκεντρική μου φύση με κάνει να θέλω να βάζω τραγούδια εγώ στους άλλους – αν βάλουν αυτοί σ’ εμένα περιμένω απλά να τελειώσουν για να έρθει η σειρά μου!). Το ακούει λοιπόν, της αρέσει, αισθάνεται μια ταύτιση με τους στίχους και κάπου στα μισά λέει “θα το ανεβάσω”. Οι δύο κολλητές της κάνουν like σε χρόνο dt, για να της δείξουν πόσο πολύ την αγαπούν φυσικά, ενώ η ίδια ελπίζει κρυφά πως το αγόρι που την ενδιαφέρει θα πιάσει το μήνυμα των στίχων, θα συγκινηθεί και θα της ζητήσει να βγούνε το βράδυ για μπύρες.
Για πολύ κόσμο, η μουσική σήμερα αρχίζει και τελειώνει εκεί. Λειτουργεί δηλαδή ως δίαυλος επικοινωνίας με τους άλλους (κατ’ επίφαση, δεν είναι αυτό τα θέμα μας) και όχι με τον εαυτό τους, όπως οφείλει να κάνει η τέχνη στην καλύτερή της μορφή. Εντάξει, αυτό ως ένα βαθμό είναι θεμιτό. Η ανάγκη μας όμως να μοιραστούμε αμέσως με τον κόσμο ένα κομμάτι που μας αρέσει, μαρτυρά αφενός βαθιά εσωτερική μοναξιά και αφετέρου ναρκισσισμό. Επιπλέον, αλλοιώνει την ουσιαστική γοητεία του αντικειμένου, στην προκειμένη περίπτωση του τραγουδιού.
Όταν ο Έρμαν Έσσε γράφει κάπως αόριστα στο Ντέμιαν πως “θεωρούμε δικό μας μόνο ό,τι αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά από τους άλλους”, εννοεί φαντάζομαι πως η προσωπική μας επαφή με κάτι είναι αυτή που το αναγάγει σε σημαντικό και όχι η συγκατάβαση του πλήθους. Πρακτικά, το τραγούδι που ανεβάζουμε στο facebook μέσω youtube, δεν έχει καμία διαφορά από τη φωτογραφία που μας δείχνει όμορφους (την οποία μάλιστα θα δουν και θα χαρούν κάμποσοι, ενώ το κομμάτι, γνωστό ή άγνωστο, ζήτημα να το ακούσει ένας). Χρησιμοποιείται, υποσυνείδητα ή έστω ανομολόγητα, ως μέσο για να πετύχουμε κάτι, ως φτηνή διαφήμιση του εαυτού μας. Είναι ένας παραμορφωτικός καθρέφτης της προσωπικότητάς μας, μια εντελώς αυτάρεσκη προβολή καλλιεργημένου γούστου, ευαισθησίας ή εύρους γνώσεων. Ακόμα χειρότερα, οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα για το αν ταιριάζουν τα χνώτα μας με κάποιον και μετριέται, όπως οτιδήποτε άλλο, με likes και σχόλια, σε μια δήθεν επικοινωνία που στο τέλος μας αφήνει πάντα λίγο περισσότερο μόνους.
Έχω δεχθεί like σε τραγούδι του καλλιτέχνη Κτήρια τη Νύχτα από κοπέλα που αμέσως μετά ανέβασε Νατάσα Θεοδωρίδου (προφανώς το πήρα προσωπικά). Έχω βγάλει εσφαλμένο συμπέρασμα για τη σεξουαλική ταυτότητα συναδέλφου από τα κομμάτια του Τοίχου του (άκουγε φανατικά Μαντόνα και Τζάστιν Τίμπερλεηκ κι όμως ήταν στρέιτ. Άκου να δεις!). Είδα ανθρώπους να χωρίζουν με καυγά που ξεκίνησε από ανέβασμα τραγουδιού των Stooges (“τι εννοούσες κύριε με αυτό το ‘No fun’;”) και φλέρταρα κοπέλα διαδικτυακά επειδή σε ανύποπτο χρόνο την τσάκωσα να ανεβάζει Κόρε. Ύδρο.
Μου είναι δύσκολο να μην πέσω στην παγίδα, όταν η μουσική είναι η μισή μου ζωή, όταν συνδέω τα πάντα μ’ αυτήν. Παρ’ όλ’ αυτά, στο τέλος της μέρας, ξέρω πως η ακρόασή της είναι μια άκρως μοναχική, προσωπική υπόθεση. Άλλοτε ανιαρή και άλλοτε ευεργετική. Και τώρα που τα έγραψα όλα αυτά, αναρωτιέμαι. Ποιο τραγούδι να ανεβάσω στο Facebook;