Οι δημιουργίες του Ευριπίδη Λασκαρίδη δύσκολα εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο είδος. Επίσης, είναι σχεδόν αδύνατον να αφήσουν κάποιον αδιάφορο, καθώς δεν μοιάζουν σχεδόν σε τίποτε από ότι μπορεί να έχει δει κανείς το παρελθόν.
Όπως συμβαίνει όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια, η αναγνώριση στη δουλεία του ήρθε πρώτα από το εξωτερικό. η τελευταία του δημιουργία, Τιτανες, αφού παρουσιάστηκε το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Αθηνών προκαλώντας ενθουσιώδη σχόλια, δίνει το δεύτερο ραντεβού της με το αθηναϊκό κοινό στο Μέγαρο Μουσικής. Με αυτή την ευκαιρία, ο Ευριπίδης Λασκαρίδης μίλησε στην Popaganda, επιλύοντας τις όποιες απορίες μπορεί να έχετε σε σχέση με αυτό τον πολύπλευρο καλλιτέχνη.
Θυμάμαι να σε παρακολουθώ εδώ και αρκετά χρόνια: πρώτα ως ηθοποιό, κατόπιν ως σκηνοθέτη, και κατόπιν ως χορευτή και χορογράφο. Σωστά τα λέω; Σωστά. Κοίταξε, εμένα η εκπαίδευσή μου είναι στο θέατρο. Αποφοίτησα από τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Δούλεψα ως ηθοποιός και στο Θέατρο Τέχνης, και στο σινεμά, και σε άλλα πολλά: ό,τι κάνει ένας νέος ηθοποιός το έχω κάνει, από περιοδείες μέχρι ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Μετά έφυγα στο εξωτερικό και πήγα στη Νέα Υόρκη κι έκανα σπουδές σκηνοθεσίας.
Και τι συνέβη εκεί; Ήταν ένα master που κράτησε δύο χρόνια, αλλά δεν μπορώ να πω ότι αυτό με έκανε σκηνοθέτη, σε καμία περίπτωση. Όμως σίγουρα, επειδή ήταν η πόλη τέτοια και περνούσαν από εκεί όλοι αυτοί που μέχρι τότε δεν είχα τη δυνατότητα να τους δω, όπως η Πίνα Μπάους ή ο Ρόμπερτ Ουίλσον – μην κοιτάς τώρα που όλα αυτά τα έχουμε πλέον δει στο Φεστιβάλ Αθηνών, τότε ακόμα δεν είχα ιδέα. Δεν έμαθα λοιπόν εκεί να σκηνοθετώ, αλλά έμαθα τις δυνατότητες, το φάσμα που ανοίγεται μπροστά σου. Σκέψου ότι είχαμε δει Παπαϊωάννου και ετίθετο το ερώτημα στη σχολή: Ναι, αλλά αυτό δεν είναι χορός. Κι έτσι έλεγες κι εσύ: άρα υπάρχει ένας χορός που γίνεται ως χορός, κι υπάρχουν και τα άλλα που είναι ωραία, μας αρέσουν, αλλά δεν εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία.
Οπότε τι είναι; Κι όταν μετά βρέθηκα στη μεγαλούπολη και είδα αυτά που είδα, σκέφτηκα: ΟΚ, άρα μπορώ να την ψάξω διαφορετικά! Δεν χρειάζεται να γίνω ή χορευτής-χορογράφος στο μπαλέτο ή ηθοποιός ή σκηνοθέτης. Και τότε έγινε το εξής: συγκατοίκησα με χορευτές. Το Γιώργο Μάτσκαρη, τη Τζένη Αργυρίου… Κι αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε. Όταν έκανα διπλωματική στο master μου, έλεγα: Τζένη, έλα να με βοηθήσεις. Έκανε η Τζένη μια αίτηση στο Dixon Place, ζήτησε τη δική μου βοήθεια. Έτσι άρχισε ένας διάλογος με το σώμα, και μπήκε ένας σπόρος.
Και πώς βλάστησε ο σπόρος αυτός; Όταν γύρισα στην Αθήνα το 2004-5, αφού έκανα το στρατιωτικό μου, με πήρε τηλέφωνο ο Παπαϊωάννου και μου είπε: Θέλω να έλθεις στην audition για το 2 – και πήγα. Συμμετέχοντας σε μια σειρά από δουλειές του Δημήτρη – κι έχοντας προφανώς μια κίνηση όχι κακή – παρεξηγήθηκα για χορευτής. Κι από τότε πολλοί θεωρούσαν πως είμαι χορευτής. Όταν ξεκίνησα να κάνω τις δικές μου δουλειές, που είχαν ιδιαίτερη φωνή, όπως εκείνη με την Όσμωση – έτσι λεγόταν και η δουλειά, και η ομάδα – το 2012 στο Φεστιβάλ Αθηνών, κι αργότερα το Relic και τώρα τους Τιτάνες, επειδή αυτές οι δουλειές δεν είναι αμιγώς θεατρικές, αλλά κι επειδή το Relic ταξίδεψε σε αρκετά φεστιβάλ χορού, θεωρούμαι πλέον και χορογράφος! Κι ενώ αισθάνομαι αμήχανα μπροστά στους φίλους, συνεργάτες και συναδέλφους που έχουν φάει τα γόνατα και τα πόδια τους στο σανίδι για να ονομάζονται χορευτές ή χορογράφοι, κι εγώ απλά πήρα τον τίτλο από την πίσω πόρτα, καταλαβαίνω ότι η δική μου δουλειά έχει σίγουρα να κάνει με τη γραφή στο χώρο – κι όχι απαραίτητα με τη χορογραφία.
Δεν χαίρεται και πολύ μια ελληνική οικογένεια όταν καταλαβαίνει ότι το παιδί θέλει να γίνει καλλιτέχνης, έτσι; Το ’80 ή το ’90 σίγουρα όχι. Δεν υπήρχε ακόμα και αυτή η φούσκα του εντυπωσιασμού, ότι «Αν μη τι άλλο θα έχω ένα διάσημο παιδί» ή «Αν μη τι άλλο, μπορεί να το πάρουν σε κανένα σήριαλ και να βγάλει λεφτά», αυτά δεν υπήρχαν τότε. Αυτό που υπήρχε ήταν ότι ο καλλιτέχνης – και δη ο ηθοποιός, και δη ο ποιοτικός – πεθαίνει στην ψάθα. Επομένως κάθε γονιός που θέλει το καλό του παιδιού του θα φροντίσει να σου πει να μην το κάνεις. Από τη στιγμή μάλιστα που εγώ είχα δηλώσει απ’ την αρχή πως ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας. Πήγαινα λοιπόν για Αρχιτεκτονική με τα μπούνια, και τα θεατρικά τα διάβαζα κρυφά. Εκείνοι λοιπόν έπεσαν από τα σύννεφα όταν εγώ τους είπα: Τέλος, εγώ θέλω να γίνω ηθοποιός. Και μου είπαν: έχεις φάει το γάιδαρο, δεν τρως και την ουρά του να μπεις στην Αρχιτεκτονική; Και μετά κάνε ό,τι θες. Κι έτσι κι έγινε. Δεν μου βάλαν το μαχαίρι στο λαιμό, να μου πουν: Ή θα γίνεις αρχιτέκτονας ή θα σε διώξουμε από το σπίτι. Προφανώς έλεγαν: Ένα δύο χρόνια θα πάει εκεί, θα παίξει, θα χαρεί, και θα γυρίσει πίσω να γίνει αρχιτέκτονας να τελειώνουμε.
Έλα όμως που δεν… Ακριβώς.
Να μιλήσουμε λίγο για τους Τιτάνες. Το πρώτο πράγμα που μου εντυπώθηκε είναι ο τρόμος αυτού του πλάσματος σε ένα περιβάλλον όπου ακόμα και τα απλά, καθημερινά αντικείμενα του φαίνονται εχθρικά. Όταν πλάθεις ένα κόσμο, μπορείς να ορίσεις και τους κανόνες του. Τι κόσμος είναι αυτός λοιπόν; Είναι ο κόσμος του πλάσματος. Αυτό το καταλαβαίνω. Ήξερα ευθύς εξ αρχής ότι δεν είναι domestic, δεν είναι σε ένα δωμάτιο, αλλά έξω. Είναι κοσμικό τοπίο, σαν να είμαστε κάπου μέσα στο σύμπαν. Και ήξερα πως υπάρχει και μια σκιά η οποία κινείται, πολύ διακριτικά αλλά πολύ ουσιαστικά, γύρω από αυτή την ύπαρξη. Και ενώ φαινομενικά μπορεί να μιλήσει κανείς για τα αντικείμενα, η σχέση είναι κυρίως με τη σκιά. Με αυτή την αόρατη ύπαρξη, που υπάρχει πολύ ήσυχα, πολύ υπομονετικά, πολύ δυναμικά, για να περνάει απαρατήρητη, ώσπου να αποδειχτεί ότι χωρίς αυτήν δεν υπάρχει κόσμος. Αυτοί ήταν οι αρχικοί κανόνες, από εκεί ξεκίνησε όλο. Όσο για τη σχέση με τα υλικά, δεν ξέρω αν είναι όλα εχθρικά. Αυτό που φαντάζομαι είναι ότι ένας εξωγήινος, ή ένας Τιτάνας ή ένας Υπεράνθρωπος ή θεός, κάτι, μια οντότητα, η οποία είναι μόνη της, δεν είναι φτιαγμένη για να υπάρχει μαζί με άλλους, ενημερώθηκε, γεύτηκε λίγο από την ανθρώπινη ζωή, ξαναγύρισε στον κόσμο της, κι άρχισε να θεωρεί ότι ζει κι αυτή ανθρώπινα. Αλλά δεν κουμαντάρει τα υλικά όπως ο άνθρωπος, γιατί αυτά δεν υπακούουν στους ίδιους νόμους σε αυτό τον κόσμο.
Ποιος τα κουμαντάρει; Η μανία του να ζήσει τα ανθρώπινα – να ανακατέψει το φαγητό, να πετάξει το φελιζόλ – τον σπρώχνει να μην τα κάνει με τη σωστή σειρά, έχει μπερδευτεί. Τι είναι ο έρωτας, τι είναι οι σχέσεις; Και πάει να κάνει μια αναπαραγωγή προκειμένου να γεμίσει τον άπειρο και άπλετο χρόνο της αιωνιότητας που έχει, και τα κάνει όλα αυτά προκειμένου να ζήσει. Αλλά αυτά τα υλικά, κάνουν και τα δικά τους.
Το να φτιάξεις ένα κόσμο δικό σου είναι ελευθερία φοβερή, αλλά ταυτόχρονα και επικίνδυνη. Γιατί πρέπει οι κανόνες του να λειτουργούν, να έχουν συνέπεια. Πώς έγινε, και πόσο καιρό σου πήρε; Είναι πρωτίστως ανάγκη. Τίποτε άλλο. Είναι ανάγκη να φτιαχτεί μια γλώσσα – κόσμος, γλώσσα, για μένα είναι το ίδιο πράγμα – μέσα στην οποία να μπορεί να ζήσει αυτό το ον έτσι ώστε να μπορέσει να πει κι αυτό την ιστορία του. Και να πει: Παιδιά, τα πράγματα μπορεί να είναι κι έτσι. Αυτή είναι για μένα η ανάγκη. Αυτό που με καίει και μου δίνει τη δύναμη να τραβήξω ένα ολόκληρο καράβι – γιατί είναι τεράστια η δύναμη που χρειάζεται για να ξεπεράσεις όλους τους σκοπέλους, οικονομικούς παραγωγικούς, ακόμα και επικοινωνιακούς – είναι ότι πιστεύω, είμαι φανατικός υποστηρικτής της ιδέας ότι τα πράγματα μπορούν να γίνονται κι αλλιώς. Όχι μόνο με την πεπατημένη, όχι με το γνωστό τρόπο. Και δεν έχω θέμα με την πεπατημένη: έχω θέμα με τον εφησυχασμό των ανθρώπων στο να αφήνουν τα πράγματα να γίνονται όπως γίνονται γιατί «βρε αδερφέ, τι να κάνουμε τώρα», ενώ είναι δίπλα η άλλη πραγματικότητα, και πρέπει απλώς κάποιος μα σε σκουντήξει για να δεις ότι γίνονται κι αλλιώς. Αυτό είναι το ζήτημα.
Ποιο δηλαδή; Ότι πάμε και κάνουμε πράγματα – θέατρο, σχέσεις, οτιδήποτε – με έναν τρόπο μόνο. Και λέω: όχι, υπάρχει κι άλλος τρόπος. Αυτή είναι η ανάγκη να δημιουργηθεί ένας κόσμος – επικίνδυνος ή όχι, με τους δικούς του κανόνες ή όχι. Είναι όλο μέσα από την ανάγκη του να προτείνω έναν άλλο τρόπο σκέψης και δράσης. Κι η επόμενη φιγούρα, ο επόμενος σκηνικός χαρακτήρας που γεννιέται, προκύπτει χωρίς να κάτσω να τον ψάξω. Ίσα-ίσα που αντιστέκομαι.
Στη δουλειά σου υπάρχει πάντα ένα υποδόριο χιούμορ, το οποίο ουδόλως αναιρεί τη σοβαρότητα των πραγμάτων. Ενδεχομένως όταν τα πράγματα γίνονται αφόρητα τραγικά, να τα κάνει λίγο πιο υποφερτά. Ναι. Αυτό είναι σίγουρα ένα στοιχείο που δεν μου λείπει. Είμαι ένας άνθρωπος που έχω γελάσει πολύ στη ζωή μου, κι έχω κάνει και τους άλλους να γελάσουν. Μου αρέσει το χιούμορ, το timing, είναι κάτι που το εκτιμώ στις σχέσεις, στους ανθρώπους. Στη δουλειά μου έρχεται με τον ίδιο τρόπο που έρχεται και στη ζωή μου. Δεν είναι λίγες οι φορές που πάνω στην πιο στενάχωρη, ζορισμένη φάση μου, κάνω ένα zoom out και βλέπω από μακριά τι μου συμβαίνει και πώς είμαι. Κι όταν βλέπω τα σφιξίματά μου, τις γκρίνιες μου, την απογοήτευσή μου, και κοιτάζω τι υπάρχει πιο έξω από αυτά, στη γειτονιά, στην πόλη, στη χώρα, στην ήπειρο, στον πλανήτη, στο σύμπαν, με πιάνουν τα γέλια. Είναι αυτό που λες: τη στιγμή που ζορίζουν τα πράγματα έρχεται το χιούμορ και τα εξαγνίζει. Έχει να κάνει με το ότι βλέπω τους ανθρώπους με πολλή αγάπη σε όλο το φάσμα των αδυναμιών μας κι αισθάνομαι πως αν πάρει κανείς απόσταση, μπορεί να δει ότι τα πράγματα είναι πολύ αστεία. Πίσω από το δράμα που ζούμε, βρίσκεται το γεγονός ότι όλοι θα πεθάνουμε και το ότι ανάμεσα στη γέννηση και στο τέλος υπάρχει αυτός ο χρόνος που πρέπει κάτι να τον κάνουμε, και πρέπει να εφευρίσκουμε σημαντικά και ασήμαντα, έρωτες και απογοητεύσεις, αριστουργήματα και πράγματα που μισούμε. Κι υπάρχει μια αγωνία να γεμίσει αυτός ο χρόνος, να ζήσουμε, και όλα είναι μια κατασκευή. Κι αυτό εμένα μου φαίνεται πάρα πολύ αστείο.